Πανεπιστημιακό άσυλο, δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός


Με αφορμή την εντεινόμενη καταστολή των πανεπιστημιακών καταλήψεων, σε συνέχεια της κατάργησης κάθε μορφής φοιτητικής εκπροσώπησης στη διοίκηση, σε ακολουθία των λυσσαλέων αντισυνδικαλιστικών και αντεργατικών νόμων, της πανεπιστημιακής αστυνομίας, του περιορισμού των διαδηλώσεων και των λοιπόν χουντικών τεχνουργημάτων, από τις φιλελεύθερες πένες επανέρχεται διαρκώς το λογικοφανές επιχείρημα πως «στην δημοκρατία το πανεπιστημιακό άσυλο δεν έχει πια νόημα», καθώς «σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο δεν υπάρχει κανένας περιορισμός της γνώμης».

La vie est ailleurs


*η ζωή είναι αλλού



Η αφορμή. Ήταν άραγε γιατί διέγραψαν έναν Γερμανό φοιτητή από τη Ναντέρ, γιατί η φρουρά του Παρισιού αρνήθηκε την πρωσική κατοχή, γιατί ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι αυτοπυρπολήθηκε στην Σιντί, γιατί κάποιος διέδωσε μια φήμη πως «έρχονται φασίστες» στην ταράτσα της Νομικής, γιατί μια παρέα απελπισμένων επιτέθηκε στο Λιτόχωρο, ή μήπως γιατί ο Αθανάσιος Μελίστας, ο Εντσάουλ Μεντόζα, ο Ντέρεκ Σόβιν ή ο Επαμεινώνδας Κορκονέας εκτέλεσαν έναν δεκαεξάχρονο που δεν χώνευε την προστακτική της εξουσίας; Κανένας δεν ξέρει γιατί ξεκινάει μια εξέγερση —ούτε και έχει σημασία. Ο Γκοντάρ είχε συμβουλέψει τον Μπερτολούτσι να «κράτα πάντα μια πλευρά του πλάνου ανοιχτή γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να εισβάλει η πραγματικότητα»· και εισέβαλε: με μια πέτρα απ’ το πλακόστρωτο του Καρτιέ Λατέν που αποκάλυψε πως «από κάτω υπήρχε παραλία».

«Πανεπιστημιακή» Αστυνομία; Αντίφασις εν τοις όροις! (contradictio in adjecto)


Ι

Σ’ ένα παλαιότερο άρθρο μας (από 18-12-2019) με τίτλο Lex animata (έμψυχος νόμος). Μεσαιωνική πολιτική σκέψη και σύγχρονη αστυνομική πρακτική —αδημοσίευτο μέχρι σήμερα (11-11-2020) στον έντυπο τύπο—[1] λέγαμε, μεταξύ των άλλων, και τ’ ακόλουθα: «[…] Οι αστυνομικοί, με τα ψήγματα της προπεριγραφείσας μοχθηρής συμπεριφοράς τους, διακηρύσσουν “L’ État cest nous”, είμαστε η “Lex animata” της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας, ο πρώτος τυχών εξ ημών είναι ο ανώτατος άρχων της Πολιτείας μας, είναι, εν τοις πράγμασιν, η μοναδική κρήνη ύψιστης ευμένειας, ο τελικός κριτής κάθε ηθικού υποτροπιασμού και κάθε εθνικού φρονηματισμού και ηθικοποίησης. Δεν θα αυτοανακηρύσσονται μόνον λογοκριτές κινηματογραφικών ταινιών επιστατούντες εντός των κινηματογραφικών αιθουσών αλλά, όπου να’ ναι, θα ανασυσταθούν οι ομάδες του “σπουδαστικού” τμήματος των αστυνομικών υπηρεσιών και θα λυμαίνονται τους πανεπιστημιακούς χώρους εναρμονιζόμενοι με τις αντίστοιχες παραδόσεις της διαβόητης καραμανλικής οκταετίας (1955-1963) και της φασιστικής χούντας […]».

Πριν παρέλθει έτος από τότε, η δεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήδη εξήγγειλε, με την δέουσα τεχνική (επικοινωνιακή) προετοιμασία της κοινής γνώμης, την δημιουργία «Πανεπιστημιακής Αστυνομίας» προκειμένου να επιβληθεί ο νόμος και η απαιτούμενη ευταξία στους πανεπιστημιακούς χώρους. Την ειδική αυτή αστυνομική υπηρεσία θα στελεχώσουν ειδικά επιλεγμένοι αστυνομικοί, εκ των ήδη υπηρετούντων στις τάξεις της ΕΛ.ΑΣ, οι οποίοι θα αστυνομεύουν τους πανεπιστημιακούς χώρους με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Η λέξη «Αστυνομία» γεννά άσχημες προσδοκίες, εμπεριέχει απαράδεκτα υπονοούμενα και απαίσιες συμπαραδηλώσεις με αυτονόητη συνέπεια το βαρύγδουπο, διανοουμενίζον επίθετο «Πανεπιστημιακή» να ωχριά, να ξεθωριάζει μπροστά στο ουσιαστικό «Αστυνομία».

Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι δεν είναι η πρώτη φορά που η κρατική εξουσία δημιουργεί ειδικές, διακεκριμένες αστυνομικές υπηρεσίες με αντικείμενο και αποστολή άκρως εξειδικευμένα. Προπολεμικά είχε δημιουργηθεί, κατά το 1925-1926, η «Ειδική Ασφάλεια» με αποκλειστική ενασχόληση την «καταπολέμηση του κομμουνισμού». Αυτή η εξειδικευμένη αστυνομική υπηρεσία απέκτησε πολύ μεγάλη δύναμη και επιρροή ανάμεσα στις κρατικές κατασταλτικές υπηρεσίες κατά την διάρκεια της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936). Οι άνδρες της (45 αξιωματικοί, 450 υπαξιωματικοί και 1200 χωροφύλακες) έγιναν διαβόητοι γιατί είχαν απεριόριστη δυνατότητα επιχειρησιακής αυτοέκφρασης! Κατά την διάρκεια της ξενικής φασιστικής κατοχής η προαναφερθείσα «Ειδική Ασφάλεια» αναβαθμίστηκε έτι περαιτέρω μ’ ό,τι εφιαλτικό συνεπάγεται τούτο: στην πράξη λειτουργούσε ως ελληνόφωνο τμήμα της γερμανικής «Μυστικής Πολιτικής Αστυνομίας» (GE.STA.PO). Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκαν πολλά είδη αστυνομίας κάθε μία με ιδιαίτερο αντικείμενο, διάρθρωση και αποστολή. Έτσι είχαμε, και εξακολουθούμε να έχουμε, «Στρατιωτική Αστυνομία» την διαβόητη «Ε.Σ.Α» με την ανατριχιαστική εθνοφελή δράση της κατά την διάρκεια της επτάχρονης φασιστικής Χούντας, (μετά το 1976 μετονομάστηκε σε «Στρατονομία»), την «Ναυτική Αστυνομία», για την αστυνόμευση του Πολεμικού Ναυτικού, την «Λιμενική Αστυνομία», για την αστυνόμευση των λιμανιών και της αιγιαλίτιδας ζώνης, την «Τελωνειακή Αστυνομία» για την επιτήρηση των τελωνειακών διαδικασιών, την «Δασική Αστυνομία» δηλαδή την «Δασοφυλακή», την «Αγροτική Αστυνομία» δηλαδή την «Αγροφυλακή» για τους ταπεινούς και πολύπαθους αγρότες, την «Δημοτική Αστυνομία» για την αστυνόμευση των δημοτών, κ.ο.κ.

Η «Αστυνομία» μπορεί να συνοδεύεται από πολλά και ποικίλα επίθετα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους αλλά πάντα με ένα σταθερό, αμετακίνητο στόχο: την α σ τ υ ν ό μ ε υ σ η! Αστυνομία που δεν αστυνομεύει, ΔΕΝ είναι αστυνομία. Ως και οι αντάρτες είχαν την δική τους αστυνομία. Στο πλαίσιο λ.χ. του Ε.Λ.Α.Σ αστυνομικά καθήκοντα επιτελούσε ο Άρης Βελουχιώτης με το ειδικό σώμα του, τους «Μαυροσκούφηδες». Και οι επαναστάτες δημιουργούν, ασχέτως ονομασίας, τις δικές τους «αστυνομίες» με την κατά προτίμηση, ονομασία «Λαϊκή Αστυνομία» όπως λ.χ. στην, αλήστου μνήμης, «Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας». Το ότι ήταν ή εμφανιζόταν ως «Λαϊκή» δεν σημαίνει ότι έπαυε να είναι και «Αστυνομία». Διασφάλιζε την εξουσία που την θεσμοθέτησε, δηλαδή α σ τ υ ν ό μ ε υ ε, πάντα, εννοείται στο όνομα και για λογαριασμό του «Λαού».

Η «Αστυνομία» είναι δυσοίωνη έννοια γιατί σχετίζεται με την βία, με την πιο εκφυλισμένη μορφή βίας την οποία μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι η «Αστυνομία» παντού και πάντοτε συνδέεται υποχρεωτικώς με ροπαλοφόρα όντα με μορφή ανθρώπου. Υπάρχουν και άλλα ενδεχόμενα στα οποία υπάρχει πάλι βία και μάλιστα με απεχθέστερη μορφή, αλλά βία άλλου είδους, βία που διαλύει και αναδιαμορφώνει την πνευματική και ψυχική δομή των ανθρώπων, βία που αντιμετωπίζεται ως ενοχικό συναίσθημα, ως ψυχικό μαρτύριο, βία που ενώ απεχθάνεται την ανθρώπινη χαρά, γι’ αυτό και την στιγματίζει ως αμαρτία και ενοχή, εναγκαλίζεται και ωραιοποιεί τον ανθρώπινο πόνο και τα βάσανα, και τα «βαπτίζει» αγάπη και καλοσύνη. Στην Μεγάλη Βρετανία της «Βιομηχανικής Επανάστασης», εγκαθιδρύθηκε σύστημα θρησκευτικής τρομοκρατίας· παρατηρήθηκε άνοδος της θρησκευτικότητας που παρίστατο ως ψυχολογική συνιστώσα της αντεπανάστασης, ως χιλιασμός των ηττημένων. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης οι σύλλογοι λ.χ. των μεθοδιστών αποτελούσαν ένα λαϊκό τάγμα, στο εσωτερικό του οποίου, όπως επισημαίνει ο Σάουδι, μια «πνευματική αστυνομία» επαγρυπνούσε συνεχώς για το παραμικρό σημάδι ηθικού υποτροπιασμού.[2] Στόχος αυτής της άυλης αποκρουστικής βίας ήταν η ριζική αποδιοργάνωση της ανθρώπινης ζωής, η πιο βαθιά μόλυνση των πηγών της αυθορμησίας. Κατανοητή, λοιπόν, η δημιουργία και η λειτουργία της προαναφερθείσας «π ν ε υ μ α τ ι κ ή ς  α σ τ υ ν ο μ ί α ς».

Πολύ πριν από την αδίστακτη κυρίαρχη κοινωνική τάξη της Μεγάλης Βρετανίας της «Βιομηχανικής Επανάστασης», δόθηκε μια οξυνούστατη εξήγηση για την καταγωγή της θρησκείας και τον ρόλο της στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της ανθρώπινης κοινωνίας, από τον Αθηναίο σοφιστή Κριτία, τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Ο Κριτίας στο έργο του Σίσυφος παρέστησε την θρησκευτική πίστη ως σκόπιμη απάτη στην οποία επιδίδονται οι κυβερνήσεις για να εξασφαλίζουν έναν απόλυτο και γενικό κανόνα για την καλή συμπεριφορά των υπηκόων τους, για να αποτρέπονται από την παράβαση των νόμων ακόμη κι όταν δεν τους επιτηρούσε κανείς μια και μέσα στο σκοτάδι της μυστικοπάθειας εκμηδενίζονταν οι πιθανότητες της παράβασης του νόμου, αφού ένα πανούργο μυαλό επινόησε την ιδέα του παντογνώστη και παντεπόπτη θεού. Αυτή η καθαρά ανθρώπινη επινόηση, η θρησκεία, κατά τον Κριτία, αποσκοπεί να εξασφαλίζει την υπακοή των υποτελών· ΔΕΝ απευθύνεται στον φωτισμένο δεσπότη. Η ανάγκη για μια υπερφυσική επικύρωση της ηθικής συμπεριφοράς, λέει ο Κριτίας, ήταν αυτό που έκανε τους θεούς να έρθουν στο προσκήνιο. Αυτή είναι η πρώτη εμφάνιση της θεωρίας ότι η θρησκεία είναι πολιτική επινόηση για να εξασφαλίζει ενάγωγη συμπεριφορά, μια θεωρία που αναπτύχθηκε περαιτέρω με λεπτομέρειες από τον Πολύβιο στη Ρώμη.[3]

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήκμασε χιλιετηρίδες πριν αλλά παραμένει απρόσμενα ζωντανός και επίκαιρος. Απ’ τη μεριά του ο Πλάτων, εκείνος ο αδιάλλακτος πολέμιος της αθεΐας (βλ. Νόμοι: 907e-910d) χρησιμοποιεί την απειλή της θρησκείας για να εξασφαλιστεί η αποχή των πολιτών από σεξουαλικές δραστηριότητες.[4] Αν κάθε εξουσία έχει την αστυνομία της, τότε και «η πηγή κάθε εξουσίας» που προσδίδει την λάμψη της θεότητας στην πολιτική εξουσία, δηλαδή η θρησκεία, θα πρέπει να έχει τη δική της αστυνομία —και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικώς στη δυσοίωνη «Ιερά Εξέταση» με τα απαίσια υπονοούμενα της. Δηλονότι η θρησκεία δεν θα περιορίζεται μόνο στο να λειτουργεί ως ένα instrumentum regni, δηλαδή ως ένα εργαλείο εξουσίασης στα χέρια των πολιτικών, αλλά, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του αισθαντικού και εξαιρετικά εύστοχου στοχαστή Miguel De Unamuno «[…] χρειάστηκε ωστόσο να καταστήσουμε την θρησκεία, προς χάριν της κοινωνικής τάξης, ένα είδος αστυνομίας: εξού και η κόλαση»[5] η οποία παρίσταται ως «ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ». Επομένως, κατά τον προμνησθέντα γοητευτικό Βάσκο στοχαστή —ο οποίος πέθανε σε κατ’ οίκον περιορισμό που του επέβαλαν οι φασίστες του Φράνκο στις 31-12-1936—, αστυνομία υπάρχει ΚΑΙ στον Άλλο Κόσμο και ευλόγως: Οι έννοιες του βαθμού και της ιεραρχίας, οι βαθμίδες προτεραιότητας που υπήρχαν σε τούτον τον κόσμο είχαν την προβολή τους και στον Άλλο Κόσμο. Η σφαίρα του παραδείσου[6] ξεκινούσε, βεβαίως, από τον θεό στην κορυφή, και κατέβαινε διαμέσου των αρχαγγέλων, αγγέλων, πατριαρχών, αποστόλων, αγίων και μαρτύρων, ως τους κοινούς ευλογημένους νεκρούς στο χαμηλότερο άκρο. Η θέση των μεσαίων στρωμάτων δεν ήταν ξεκάθαρα προσδιορισμένη αλλά, όπως και να ’χει, σ’ έναν παραδείσιο ordo salutationis (επετηρίδα) θα είχαν προτεραιότητα έναντι οιουδήποτε απλού ανθρώπου. Πρέπει να τονισθεί και τούτο: και η κόλαση, αυτή η «υπερβατική αστυνομία» μπορεί εξίσου να νοηθεί ως οργανωμένη με βαθμολογική σειρά, αναπαράγοντας στο εσωτερικό της εκείνη την ιεραρχική κλίμακα των περιοχών της γης και του ουρανού. Μια ματιά στη Λαυσαϊκή Ιστορία του Παλλάδιου γραμμένη το 419-420 μ.Χ. —η οποία αναφέρεται στον Μέγα Αντώνιο, τον πρώτο των χριστιανών ερημιτών και άνθρωπο με ασύγκριτο γόητρο ανάμεσα στους πρώτους μοναχούς ο οποίος πέθανε το 356 μ.Χ.— καθιστά φανερή και ευδιάκριτη την ύπαρξη ιεραρχικής κλίμακας μεταξύ των δαιμόνων της κόλασης.[7]

Το συμπέρασμα; Το διατυπώνει με σαφήνεια μια αυθεντία σε ζητήματα ευρωπαϊκού διαφωτισμού: «[…] Οι χριστιανοί ανέκαθεν ζούσαν σύμφωνα με την εικόνα της θεϊκής ιεραρχίας: όπως ο Θεός, οι άγγελοι και τα πλάσματα του έβρισκαν πάντοτε την θέση τους σε μιαν επουράνια ιεραρχική κλίμακα, έτσι και ο επίγειος κόσμος, η οικογένεια, ο νόμος, η κοινωνία, η εκκλησία, ήταν από την φύση τους ιεραρχικά […]».[8] Και όπου, φυσικά, υπάρχει ιεραρχία και ανισότητα, εκεί πρέπει να συγκροτηθεί και να λειτουργεί και Αστυνομία προκειμένου να διασφαλίζει και τη μία και την άλλη. Μετά ταύτα, τίθεται το ερώτημα του αφελούς ερωτηματοθέτη: Γιατί, λοιπόν, να μην υπάρχει και «Πανεπιστημιακή Αστυνομία»;

 

ΙΙ

 

Το κύριο επιχείρημα, αν ίσως όχι και το αποκλειστικό, της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και των ακαδημαϊκών υποτελών της, για την συγκρότηση πανεπιστημιακής αστυνομίας, είναι η καταπολέμηση της υφιστάμενης «ανομίας» στα Πανεπιστήμια, η εγκαθίδρυση ενός εσωτερικού καθεστώτος ευνομίας και ευταξίας στους χώρους των, η εξάλειψη της οχλοκρατίας και της τρομοκράτησης των πανεπιστημιακών καθηγητών επ’ αγαθώ της διαδικασίας της μάθησης και της επιστημονικής προόδου. Οι υποστηρίζοντες, με ιδιαίτερη μάλιστα ζέση, τις απόψεις αυτές εμφανίζονται ως λάτρεις της νομιμότητας, ως ακόρεστοι εραστές της· την αντιμετωπίζουν με δεισιδαιμονικό σεβασμό: σκύβουν ευλαβικά τα κεφαλιά τους μπροστά της όπως οι ταπεινοί επίτροποι μιας εκκλησίας την ώρα της περιφοράς των Τιμίων Δώρων. Μόλις που χρειάζεται να παρατηρήσουμε ότι η προαναφερθείσα φιλονομία τους, η εντέχνως προβεβλημένη ευαισθησία τους, είναι καταφανέστατα επιλεκτική. Συχνά-πυκνά εμφανίζονται ευάριθμες ομάδες «αγανακτισμένων» ή «πανηγυριζόντων» φιλάθλων (είναι κομμάτι δύσκολο να διακρίνεις τους μεν από τους δε) οι οποίοι προκαλούν μεγάλες φθορές ξένης ιδιοκτησίας, ενεργώντας αδιακρίτως κατά πάντων, βιαιοπραγώντας ομαδικώς κατά ανυποψίαστων περαστικών, ασχημονώντας ασυστόλως και, πολλάκις, ακωλύτως. Στις περιπτώσεις αυτές η σοβαρή διασάλευση της δημόσιας τάξης και της κοινής ειρήνης των πολιτών, δεν στάθηκαν αρκούντως ικανές να ενεργοποιήσουν την ευαίσθητη φιλονομία των πιο πάνω ακαδημαϊκών μας και των μαστροπών της κοινής γνώμης που καταρρυπαίνουν τις τηλεοπτικές μας οθόνες.

Τα εμφανιζόμενα προβλήματα «ξεπερνιούνται» επί τροχάδην, μ’ έναν υποτονικό σχολιασμό που μειώνει την ισχύ των λέξεων και συγκαλύπτει την ουσία τους. Την ίδια συμπεριφορά επέδειξαν και πολύ – πολύ πρόσφατα όταν με αιτία και αφορμή τον φόνο ενός αθίγγανου (Ρομά) υπό συνθήκες μάλλον που τον καθιστούσαν ύποπτο τέλεσης σοβαρής αξιόποινης πράξης, οι ομόφυλοί του έκλεισαν βιαίως εθνικές οδούς, προέβησαν σε βιαιοπραγίες και διαρπαγές, άναψαν φωτιές και, στο τέλος, πυροβόλησαν αστυνομικούς με κυνηγετικά όπλα, σε πολλές, ταυτόχρονα, περιοχές της χώρας. Η αντίδραση της κυβέρνησης και των Μ.Μ.Ε ήταν χαρακτηριστικά υποτονική. Αν συνέβαιναν τέτοιες σκηνές σε πανεπιστημιακούς χώρους θα αναδεικνύονταν αυτομάτως σε θέμα ύψιστης προτεραιότητας και εθνικής εμβέλειας. Θα ξεχείλιζαν οι τηλεοπτικές οθόνες από ασθμαίνοντες υλακτούντες, δημοσιογραφούντες υπαλλήλους οι οποίοι, με πρόσωπο τεχνηέντως προβληματισμένο, δίκην μπλοφαδόρου χαρτοπαίκτη, και γλώσσα αφρίζουσα, προσαρμοσμένη σε κομπρεσέρ, θα ελεεινολογούσαν την κατάσταση και θα απαιτούσαν «μέτρα», «μέτρα» και πάλι «μέτρα» τα οποία η κυβέρνηση, ανταποκρινόμενη στο πάνδημο τηλεοπτικό αίτημα, θα έσπευδε ενασμενιζόμενη να λάβει.

Η διαφοροποίηση της κυβερνητικής, ακαδημαϊκής και τηλεοπτικής αντίδρασης είναι εμφανής και η εξήγησή της ευνόητη: Η ενδεικτικώς προαναφερθείσα διασάλευση της τάξης παρά την όποια σοβαρότητά της, στερείται σαφούς διεκδικητικού χαρακτήρα, δεν φέρει πολιτικά χαρακτηριστικά, δεν αντιδικεί με την κρατικήν εξουσία και τους πολιτικούς εκφραστές της τελευταίας, δεν την αμφισβητεί ως τέτοια, δεν την στοχοποιεί όπως συμβαίνει με τις φοιτητικές εκδηλώσεις. Επομένως, παρά την όποια έκταση και ένταση της, δεν αντιπροσωπεύει έναν εν δυνάμει αντίπαλό της ο οποίος, μέσω της εξεγερτικής συμπεριφοράς του, θέτει άλλα προτάγματα αντίμαχα της καθεστηκυίας τάξης και των πολιτικών εκφραστών της. Τούτο σημαίνει πως δεν τον θεωρεί επικίνδυνο δι’ εαυτήν. Έτσι εξηγείται και η εφεκτική, για να μην πούμε επιεικής, αντίδρασή της κατά τέτοιων βίαιων φαινομένων. Εκείνο, λοιπόν που ενεργοποιεί τα ταξικά ένστικτα της κυβερνητικής, ακαδημαϊκής και τηλεοπτικής εξουσίας, είναι η φύση και ο χαρακτήρας των φοιτητικών εκδηλώσεων και κινητοποιήσεων, η πολιτική και η κοινωνική στοχοθεσία τους και όχι αυτές καθαυτές. Οι κινητοποιήσεις αυτές γίνονται, ενίοτε, τόσο ριζοσπαστικές μέχρι του σημείου οι οπαδοί να τρομάζουν τους ίδιους τους ηγέτες τους. Πολλώ δε μάλλον τους αντίπαλους τους! Φρονούμε πως ήδη κατέστη εναργής η ούτως ή άλλως, πρόδηλη, μεροληπτικότητα της κυβέρνησης και η ιδιαίτερη προτιμησιανή της διάθεση προς την καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων.

Ας δούμε τώρα, εν τάχει, αλλά προσεκτικότερα το όργανο καταπολέμησης της εντέχνως διατυμπανιζόμενης «πανεπιστημιακής ανομίας», την αστυνομία και το υποτιθέμενο αδιάβλητο της υπηρεσιακής και ηθικής συμπεριφοράς της. Πριν από ενενήντα επτά (97) χρόνια, το 1923, στις επαρχίες της Φλώρινας και της Κοζάνης διαπιστώθηκαν πενήντα τρεις (53) περιπτώσεις υπεξαιρέσεων, κλοπών, εκβιάσεων και ληστειών με δράστες αστυνομικούς (χωροφύλακες). Σύμφωνα με γραπτή παραδοχή του Γενικού Στρατηγείου από 18-7-1923 «[…] η Χωροφυλακή και μόνη είναι υπαίτιος αν μέρος των κατοίκων νοσταλγεί προς ξένας κατοχάς ή επιζητεί την αυτονόμησιν».[9] Σύμφωνα με το δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης (ΕΡΤ-1) την 1-7-2020 και ώρα 07.51, διακριβώθηκε εκτεταμένη διαφθορά στα ανώτατα κλιμάκια της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ) που είχε σχέση με διακίνηση ή διευκόλυνση διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με πορνεία και απαγορευμένα τυχερά παίγνια με παράνομα κέρδη, απ’ την λειτουργία τριακοσίων πενήντα (350) παρανόμων οίκων ανοχής κι άλλων τόσων παρανόμως λειτουργούντων καζίνων, το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ μηνιαίως.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οφείλονται σε τρίχρονη παρακολούθηση της Ε.Υ.Π. Σύμφωνα πάλι με τις ειδήσεις της ΕΡΤ-1 της 12.00 ώρας της 3-7-2020, αστυνομικοί ήσαν μέλη εγκληματικής οργάνωσης που επιδίδονταν σε σκόπιμες εκρήξεις και εκβιάσεις κερδαλεοφορίας ένεκα. Σύμφωνα με τις ειδήσεις του αυτού ως άνω τηλεοπτικού σταθμού της επομένης (4-7-2020) και ώρα 12.38, ανακαλύφθηκε εγκληματική σπείρα, στην οποία συμμετείχαν αστυνομικοί, εκ των οποίων ο ένας έφερε τον βαθμό του αστυνομικού διευθυντή, οι οποίοι επιδίδονταν στην κατάρτιση και πώληση πλαστών διαβατηρίων, σε παράνομες έρευνες προς εντοπισμό χρυσού χρησιμοποιώντας προς μετακίνηση των ιδίων και των «εργαλείων δουλειάς» τους (ανιχνευτών μετάλλων) αστυνομικά οχήματα δαπάναις του ελληνικού δημοσίου. Σύμφωνα με τις τηλεοπτικές ειδήσεις πάλι της ΕΡΤ-1 της 20-2-2020 και ώρα 21.00, αστυνομικοί πωλούσαν διαβατήρια και ταυτότητες σε κακοποιούς, ενώ σύμφωνα με τις ειδήσεις του τηλεοπτικού σταθμού STAR της 13-2-2020 και ώρα 20.00, ο αστυνομικός της ΔΙ.ΑΣ διέπραττε ληστείες κατ’ εξακολούθηση, χωρίς να διευκρινίζεται αν χρησιμοποιούσε την υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα του κατά την υπ’ αυτού διάπραξη των ληστειών. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την θλιβερή αυτήν καταγραφή αστυνομικής εγκληματικότητας γεμίζοντας σελίδες επί σελίδων με κίνδυνο να κατηγορηθούμε για σκόπιμη αναζήτηση υλικού για καταστροφική κριτική. Γι’ αυτό και σταματάμε εδώ την παράθεση αντίστοιχου πραγματολογικού υλικού. Είναι προφανές ότι αυτή η δύσοσμη κολόνια διαφθοράς της αστυνομίας «βαστάει χρόνια» πολλά, είναι όντως κορακοζώητη. Όσοι σπεύσουν, να την θεωρήσουν ως παρεμπίπτουσα, ως σποραδική και δευτερεύουσα, εκλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, «τις αδυναμίες της» ως «ψεγάδια των αρετών της» (defauts de ses vertus) πράγμα που σημαίνει ότι παραβλέπουν ευλαβώς ότι σοβαρή μερίδα αστυνομικών «βόσκουν στους λειμώνες του εγκλήματος».

Μετά ταύτα, η αστυνομία είναι, εν πολλοίς, θλιβερά ακατάλληλη για την επιχειρούμενη αστυνόμευση των Πανεπιστημίων μέσω της ιδρυθησόμενης «Πανεπιστημιακής Αστυνομίας».

 

ΙΙΙ

 

Τα δημόσια Πανεπιστήμια δεν συναποτελούν μιαν οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες. Έχουν ιδιοτυπίες που επιβάλλονται απ’ την λειτουργική αποστολή τους: την γνώση, την επιστήμη, την καταπολέμηση της άγνοιας· είναι ο χώρος του οποίου οι δραστηριότητες αποσκοπούν, εξ ορισμού, στην αφύπνιση ικανοτήτων, στην πυροδότηση ιδεών, στην εκλέπτυνση συναισθημάτων, στην ανθρωποποίηση του ανθρώπου. Ο Μοντεσκιέ (Montesqieu) στο Δοκίμιο με θέμα το γούστο έγραφε: «Η ψυχή μας είναι φτιαγμένη για να σκέπτεται, δηλαδή να αντιλαμβάνεται, άρα ένα τέτοιο ον πρέπει να είναι φιλοπερίεργο, διότι, καθώς όλα τα πράγματα δημιουργούν μιαν αλυσίδα όπου κάθε ιδέα προηγείται και έπεται μιας άλλης, δεν είναι δυνατόν να θέλουμε να δούμε την μια χωρίς να επιθυμούμε να δούμε και μιαν άλλη».[10] Επομένως, το πάθος για γνώση, η libido sciendi, την οποία η θεολογική δογματική είχε καταδικάσει και είχε στιγματίσει ως πνευματική ύβριν, ήδη ανακηρύσσεται αναγκαία ιδιότητα της ψυχής και αποκαθίσταται δικαιωματικά στην πρωταρχική της θέση. Η υπεράσπιση, η ενίσχυση και η εδραίωση αυτού του τ ρ ό π ο υ  σ κ έ ψ η ς είναι ο πρωτεύων στόχος τον οποίο θέτει στον εαυτό του ο πολιτισμός, βλέπει δε την κύρια αποστολή του στην εκπλήρωση αυτού του στόχου και όχι απλώς στην διεύρυνση και διάδοση θετικών γνώσεων.

Ο Ντιντερό, ιδρυτής της Εγκυκλοπαίδειας, δηλώνει ότι σκοπός της είναι όχι μόνον η μετάδοση συγκεκριμένων γνώσεων, αλλά εξίσου η αλλαγή του τ ρ ό π ο υ  σ κ έ ψ η ς· ότι εκπονήθηκε δηλαδή «Pour changer la façon commune de penser» («για να αλλάξει τον κοινό τρόπο σκέψης»).[11] Έτσι και ξυπνήσει στον άνθρωπο η δύναμη της σκέψης, αναπότρεπτα αυτή κατευθύνεται εναντίον και εκείνης της μορφής πραγματικότητας που προκύπτει απ’ την ύπαρξη του κράτους και της κοινωνίας την οποία και δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί παθητικά πλέον· σπεύδει αποφασιστικά να την σύρει ενώπιον του δικαστηρίου της νόησης ζητώντας να δει τους νομιμοποιητικούς της τίτλους και να μάθει τη βάση στην οποία στηρίζεται η αλήθεια της και η ισχύς της. Κατά την διαδικασία αυτή η κοινωνία και η πολιτεία θα πρέπει να ανεχτούν να τις μεταχειρίζονται σαν μια φυσική πραγματικότητα την οποία η σ κ έ ψ η θα επιδιώκει να κατανοήσει.[12] Όπως το δηλώνει ο Κοντορσέ (Condorcet) κάθε επιστήμη που το αντικείμενο της είναι η ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί σε τελική ανάλυση παρά να έχει ένα και μοναδικό σκοπό: να εγγυηθεί στους ανθρώπους την ελεύθερη άσκηση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων με πλήρη ισότητα και στην μεγαλύτερη δυνατή έκταση.[13] Ένας αστυνομικός, εντεταλμένος την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων, δεν έχει θέση σ’ ένα τέτοιο «δικαστήριο της νόησης», ενδεχόμενη δε παρουσία του θα θεωρείται ότι αντικαθιστά το εκλιπόν προ πολλού ράσο του θεολόγου παριστώντας ένα απαξιωμένο εμπόδιο στην libido sciendi που του ταιριάζει η περιφρόνηση και η κοινή χλεύη. Την «Πανεπιστημιακή Αστυνομία» την χρησιμοποίησαν εντατικά στην διαβόητη καραμανλική οκταετία (1955-1963) και στην επτάχρονη φασιστική Χούντα. Ωστόσο επίσημα την απέκρυπταν, αρνούνταν την ύπαρξη της. Η σημερινή κυβέρνηση το δηλώνει επισήμως και πανηγυρικώς: θα επιβάλλει την αστυνόμευση των Πανεπιστημίων με Νόμο. Αισθάνεται άραγε πάρα πολύ ισχυρή ώστε να πιστεύει ότι μπορεί να το κάνει; Προσωπικά πιστεύουμε ότι στερείται παντελώς οποιασδήποτε «φυσικής κλίσης προς την διορατικότητα» (dispositio naturalis ad perspicacram). Ίσως να μπερδεύει και τον ίσκιο της με το μπόι της!

 

IV

 

Κατά τον Eugene Genovese «Μια βασική λειτουργία της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης είναι να παρουσιάζει τον εαυτό της και σ’ αυτούς που κυβερνά μια συνεκτική κοσμοαντίληψη που να είναι επαρκώς ευλύγιστη, κατανοητή και διαμεσολαβητική ώστε να πείθει τις υποτελείς τάξεις για την δικαιοσύνη της ηγεμονίας της».[14] Κατά την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας οι κυβερνώσες τάξεις επέτυχαν συχνά τούτον τον σκοπό τους. Όπως είπε ο Rodney Hilton, «Ως επί το πλείστον, και με βάση τις διαθέσιμες μαρτυρίες, οι κυρίαρχες ιδέες των μεσαιωνικών χωρικών φαίνονται να υπήρξαν οι ιδέες των κυρίαρχων της κοινωνίας, όπου μεταφράζονται σ’ αυτούς με τα αναρίθμητα κηρύγματα για τα καθήκοντα και τα χαρακτηριστικά αμαρτήματα των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας».[15] Μιλώντας γενικότερα, οι ιδέες μιας κυρίαρχης τάξης —τουλάχιστον αν δεν είναι μια κατακτητική, ξένη φυλή— είναι πάντοτε αποδεκτές ως ένα βαθμό από εκείνους που εκμεταλλεύεται και περισσότερο ακόμα, όπως δείχνει η σύγχρονη εμπειρία, από εκείνους που βρίσκονται κοντά στο υψηλότερο επίπεδο των υφιστάμενων την εκμετάλλευση και βλέπουν τον εαυτό τους έτοιμο να ανέβουν στην άρχουσα τάξη. Οι περισσότερες λέξεις που χρησιμοποιούνται στην ελληνική —και, μέσω αυτής, στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες— για να εκφράσουν κοινωνικές αρετές και διακρίσεις ήσαν —και εν τινι μέτρω εξακολουθούν να είναι— βαριά φορτισμένες με υψηλούς ηθικούς τόνους, που συνδέονταν πάντα μ’ αυτές, έτσι που ο φτωχότερος Έλληνας δυσκολευόταν ν’ αποφύγει να εκφραστεί κι αυτός με τις ίδιες λέξεις έστω κι αν αυτές διατράνωναν την αναξιότητά του.[16] Η κατώτερη τάξη ήσαν, εξ ορισμού, οι «κακοί», οι «δειλοί», οι «πονηροί», οι «ταπεινοί», οι «δυσγενείς», οι «κακοπατρίδες» (αυτοί που έχουν ταπεινό, κακό πατέρα), ενώ οι ανήκοντες στην άρχουσα τάξη ήσαν οι «αγαθοί» οι «εσθλοί», οι «τας ουσίας έχοντες», οι «ευγενείς», οι «βέλτιστοι», οι «ευπατρίδες» (αυτοί που έχουν καλό, δηλαδή ευγενή πατέρα). Επρόκειτο για ορολογία που διακρινότανε από ένα αξεδιάλυτο μείγμα κοινωνικού και ηθικού στοιχείου.[17] Η έλξη των «ιδανικών» και η ακτινοβολία των «αξιών» της άρχουσας τάξης ήταν τόσο ισχυρή ώστε μερικές φορές υιοθετηθήκαν απ’ τους κυριαρχούμενους παραβλέποντας ότι η άρχουσα τάξη ήταν ξένη, κατακτητική φυλή. Έτσι οι Έλληνες απέκτησαν πολλά από τα χαρακτηριστικά των Ρωμαίων κυρίων τους ως και την όρεξή τους για τις επιδείξεις μονομάχων οι οποίες κατέληξαν να γίνουν πολύ δημοφιλείς! Έφθασαν στο σημείο να εμφανίζονται ακόμα και γυναίκες μονομάχοι. Γι’ αυτό και το σκληρό σχόλιο του Louis Robert είναι πολύ εύστοχο και εξαιρετικά αιχμηρό: «La societé grecque a été gangrenée par cette maladie venue de Rome. C’ est un des succés de la romanisation du monde grec».[18]

Εν κατακλείδι: αυτός που δεν είχε τίποτα, δεν ήταν τίποτα. Την εποχή της «Βιομηχανικής Επανάστασης» στην Μεγάλη Βρετανία το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας ήταν το να μην έχεις καθόλου ιδιοκτησία. Ο φτωχός οίκοθεν εννοείτο, ότι διακρινόταν από ηθικήν εξαχρείωση εν αντιθέσει με τον πλούσιο η επιτυχία του οποίου σηματοδοτούσε τις ικανότητες και τις αρετές του.[19] Ανέκαθεν οι αμόρφωτοι και οι λιγότεροι μορφωμένοι ακολουθούσαν, εν πολλοίς, την κλίμακα αξιών των μορφωμένων οι οποίοι, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, ήσαν μέλη της άρχουσας τάξης.[20] Στο πλαίσιο της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας και πολιτείας η άρχουσα κοινωνική τάξη και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποι της, λειτουργούν mutatis mutandis όπως λειτουργούσε η άρχουσα τάξη στην αρχαϊκή Ελλάδα, στην αρχαία Ρώμη, στους μεσαιωνικούς χρόνους και στην εποχή της «Βιομηχανικής επανάστασης»: έχει την οικονομική και, συνεπώς, και την πολιτική, ιδεολογική δυνατότητα να επιβάλει στους εκμεταλλευόμενους όχι μόνο την εξουσία της αλλά και την κλίμακα των αξιών της, τα ιδανικά της, εμφανίζοντας μια συνεκτική κοσμοαντίληψη κατανοητή ώστε να πείθει τις υποτελείς τάξεις για την δικαιοσύνη της ηγεμονίας της. Πέρα, δηλαδή, από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική υπεροχή-ισχύ της, διακρίνεται και από την πολιτισμική υπεροχή της έναντι των κοινωνικά υποτελών της. Χρησιμοποιώντας αυτήν την πολιτισμική υπεροχή της προσπαθεί συστηματικά να διαμορφώσει τον εκμεταλλευόμενο κατ’ εικόνα της καταπιεστικής βιομηχανικής κουλτούρας και πραγματικότητας με το να επιβάλει, εντέχνως και αδιαλείπτως, την εξουσιαστική ιεραρχία, την υπακοή και την «ηθική της εργασίας» πάνω στους εκμεταλλευόμενους αλλ’ ακόμη και πάνω στα κινήματα που, εξ ορισμού, αντιμάχονται την καθεστηκυία τάξη και αποσκοπούν στην χειραφέτησή τους απ’ αυτήν, οι ηγέτες των οποίων ντύνονται, διασκεδάζουν, ζουν και συμπεριφέρονται μιμούμενοι, ενίοτε απροκάλυπτα, τους ταξικούς αντιπάλους.[21]

Πέρα από το ρόπαλο του αποκτηνωμένου αστυνομικού υπάρχει και το μαστίγιο των κύριων άρθρων του έντυπου Τύπου, οι λυσσόδηκτες υλακές του ηλεκτρονικού Τύπου, μια πλημμυρίδα από ένα απωθητικό διανοητικό χασομέρι που εκφυλίζουν την όποια διανοητική ικμάδα και κριτική σκέψη των τηλεθεατών. Η αστική κουλτούρα και οι αστικές αξίες εντυπώνονταν επί αιώνες στην εργατική τάξη και στο σύνολο των εκμεταλλευομένων, από ένα σημείο και πέρα γίνονται ενδημικά και αναπόφευκτα. Έτσι μια μικρή εκμεταλλεύτρια τάξη, η αστική τάξη, κυριαρχεί πάνω σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό εκμεταλλευομένων όχι μόνον χάρις στην οικονομική, πολιτική και αστυνομική δύναμή της, αλλά και χάρις στην πολιτισμική ανωτερότητά της, που για τους εκμεταλλευομένους σημαίνει πνευματική εξάρτηση απ’ αυτήν, που συνιστά μια μείζονα αιτία της αδυναμίας των ηγεμονευομένων.[22] Αυτή η πνευματική εξάρτηση από την κυρίαρχη αστική τάξη αναδεικνύει την τραγικότητά της και την σπουδαιότητά της σε εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές όπως συνέβη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ας δώσουμε τον λόγο στον Άντον Πάννεκουκ (Anton Pannekoek), εκείνον τον βαθύ στοχαστή με την εξαίρετη ιστορική οξυδέρκεια αν και τόσο άδικα παραγνωρισμένο σήμερα: «Τον Νοέμβριο του 1918, η κρατική εξουσία ξεγλίστρησε από τ’ άνευρα χέρια της αστικής τάξης στη Γερμανία και στην Αυστρία […] οι μάζες είχαν τον έλεγχο· και, εν τούτοις, η αστική τάξη στάθηκε ικανή να οικοδομήσει πάλι αυτή την κρατική εξουσία και να υποτάξει για μια ακόμη φορά τους εργάτες. Αυτό αποδεικνύει ότι η αστική τάξη κατείχε μιαν άλλη κρυφή πηγή εξουσίας-ισχύος, που παρέμεινε άθικτη και της επέτρεψε να εγκαθιδρύσει εκ νέου την ηγεμονία της όταν όλα φαίνονταν γκρεμισμένα. Αυτή η κρυφή εξουσία-ισχύς είναι η ιδεολογική εξουσία πάνω στο προλεταριάτο. Επειδή οι προλεταριακές μάζες κυβερνώνταν ακόμη εξ ολοκλήρου από την αστική νοοτροπία, αποκατέστησαν οι ίδιες την ηγεμονία της αστικής τάξης αφού είχε καταρρεύσει».[23]

Πάντοτε οι κυρίαρχες τάξεις προσπαθούσαν να πείσουν εκείνους τους οποίους εκμεταλλεύονταν να δεχτούν την καταπιεστική κατάστασή τους αδιαμαρτύρητα, κι αν είναι δυνατόν να νιώθουν ευχαριστημένοι μ’ αυτήν. Κατά τον περιπατητικό Αριστόξενο από τον Τάραντα, μαθητή του Αριστοτέλη, η πυθαγόρεια σχολή είχε θέσει ως κανόνα ότι όπως οι κυβερνήτες πρέπει να είναι φιλάνθρωποι, όσο και καλά μπασμένοι στην επιστήμη του κυβερνάν, έτσι τέλεια και οι υπήκοοί τους πρέπει όχι μόνο να τους υπακούουν, αλλά και να τους αγαπούν, να είναι φιλάρχοντες. Μια άλλη ενδιαφέρουσα λέξη, καθόλου ασυνήθιστη, είναι η λέξη φιλοδέσποτος. Ο εξόριστος αριστοκράτης ποιητής από τα Μέγαρα Θέογνης, σαρκαστικός και χολερικός, υποδεικνύει τον, κατ’ αυτόν, σωστό τρόπο μεταχείρισης του δήμου, των κατώτερων τάξεων: να τους δίνεις γερές κλωτσιές, να τους κεντρίζεις με μια σουβλερή βουκέντρα, και να τους περνάς στον τράχηλο ένα βαρύ ζυγό· τότε δεν θα βρεις πουθενά δήμο τόσο φιλοδέσποτον που ν’ αγαπά τόσο πολύ το αφεντικό του.[24]

Ο σύγχρονος αστυνομικός είναι το εκτελεστικό όργανο του σύγχρονου, του διαχρονικού Θέογνη, του εκπροσώπου της άρχουσας τάξης, που ακολουθεί, με υπηρεσιακήν ευσυνειδησία, τις διαχρονικές υποδείξεις του. Το πανεπιστήμιο, σε μια ταξική κοινωνία σαν την δική μας, επιχειρεί να είναι, μεταξύ άλλων, ένας τόπος όπου η άρχουσα τάξη επιχειρεί να διαδώσει και να διαιωνίσει την ιδεολογία της, να παγιοποιήσει την πολιτισμική υπεροχή της και να διασφαλίσει την πνευματική εξάρτηση απ’ αυτήν των εκμεταλλευομένων.[25] Ο αστυνομικός της ιδρυθησόμενης «Πανεπιστημιακής Αστυνομίας» θα επιχειρεί να διασφαλίσει την προπεριγραφείσα αποστολή του Πανεπιστημίου με την χρήση της αστυνομικής ράβδου του (γκλομπ) ή με μόνην την έγκαιρη και συμβολική παρουσία του· θα δρα, στην περίπτωση αυτή, με την μη δράση του ελπίζοντας ότι θα πετύχει την αδρανοποίηση του φοιτητικού κινήματος με τον αποτρεπτικό αντίκτυπο της παρουσίας του.

Η παρουσία της αστυνομίας στα Πανεπιστήμια, πολλώ δε μάλλον, η θεσμική, «νόμιμη» παρουσία της, αποτελεί σκανδαλώδη «αντίφασιν εν τοις όροις» (contradictio in adjecto), συνιστά γελοιοποίηση της μαθησιακής διαδικασίας και αναιρετικό λόγο της γνώσης: το πανεπιστήμιο συνυποθέτει υποχρεωτικώς, ελεύθερη και αυτοδύναμη σκέψη, διαδικασία ενθάρρυνσης αυτοτελούς γνώσης, χώρο ελευθερίας, αυτόνομης σκέψης και ακηδεμόνευτης έκφρασης. Μπορεί να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί μέσα στην καθαρότητα της διαυγούς σκέψης, των ξεκάθαρων πράξεων και ιδεών και των ισότιμων και ανιδιοτελών σχέσεων. Όλα αυτά αναιρούνται όταν επικρατεί σύστημα ασφυκτικής επιτήρησης, ποδηγέτησης, ανελευθερίας και αστυνομικής καταστολής. Στην περίπτωση αυτή επιχειρείται η μετάλλαξη του Πανεπιστημίου σε στρατιωτικό ίδρυμα οι ατυχείς τρόφιμοι του οποίου «εκπαιδεύονται» στην απουσία σκέψης και προπονούνται στο να καταστούν αχθοφόροι βεβαιοτήτων. Τότε, θάτανε συνεπέστερο προς την φορά των πραγμάτων, αν το Πανεπιστήμιο γινότανε χώρος διδασκαλίας των «στρατιωτικών κανονισμών» και τα φροντιστήρια και τα σπουδαστήρια του μετατρέπονταν σε χώρους διεξαγωγής «Ασκήσεων Πυκνής Τάξεως» με διδάσκοντες θηριώδεις ένστολους, πασαλειμμένους με την ηλιθιότητα της επαγγελματικής τους έπαρσης. Οι άνθρωποι που ετοιμάζονται να θεσμοθετήσουν την «Πανεπιστημιακή Αστυνομία», πιστεύοντας, προφανώς, ότι ως νομοθέτες έχουν «πάσαν εξουσίαν ει μη μόνον να μεταβάλουν τον άνδρα εις γυναίκα και τανάπαλιν», όντες έρμαια της αλαζονείας τους, καλά θάκαναν να σκεφτούν και τούτα: Α) «Κανείς δεν είναι τόσο δυνατός ώστε να μη χρειάζεται να κρύψει την δύναμή του». Σκέψη επιβεβαιωμένη από την διεθνή ιστορική εμπειρία σύμφωνα με την οποία η εσκεμμένη περιφρόνηση των «παραδεδομένων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς στην δημόσια σφαίρα» μπορεί νάχει βαρύ, πολύ βαρύ κόστος. Β) Ο Φεοντόρ Ντοστογιέφσκυ έλεγε στους Δαιμονισμένους του: «Σε καμιά κοινωνία, πουθενά δεν θα τα βγάλεις πέρα μόνο με την αστυνομία […]»[26] και Γ) ο ανεξέλεγκτος και φαινομενικά παντοδύναμος δυνάστης υπόκειται, υποχρεωτικά, σε μία και μόνην κύρωση: την κύρωση του εξαναγκασμού που, σχεδόν πάντα, συνοδεύεται από την σύγχρονη εκδοχή του damnatio memoriae την μυριόστομη κατακραυγή άμα και ιαχή «Πανάθεμα τα σπίτια σας!».

 

 

 

Πέτρος Πέτκας

11 – ΧΙ - 2020



[1] Βλ. Ουτοπία, τχ. 133, Ιουλ.-Αυγ.-Σεπτ., 2020.

[2] Βλ., E.P Thompson, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, Πολιτιστικό ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2018, σ. 376, 377, 57.

[3] Βλ., W.K.C Guthrie, Οι Σοφιστές, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2014, σ. 41, 286, 287, 365, 408. Βλ., επίσης, Albin Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τ. Β΄, Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2010, σ. 425, 424.

[4] Βλ. Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Ο κλασικός κόσμος, μτφρ. Δ. Στεφανάκης, Ό. Παπακώστα, Αθήνα, Ωκεανίδα, 2006, σ. 277.

[5] Βλ. Miguel de Unamuno, Το τραγικό αίσθημα της ζωής, μτφρ. Η.Π. Νικολούδης, Αθήνα, Printa, 2013, σ. 98, 157, 158. Η έμφαση και τα κεφαλαία δικά μας.

[6] Πρώτη φορά στην ιστορία αναφέρθηκε αυτή «η ιστορικά γόνιμη ιδέα» περί παραδείσου, κατά την Εξέγερση των Μακκαβαίων το 167 π.Χ. ως μια νέα θεολογία περί μαρτυρίου για όσους Ιουδαίους σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια της. Βλ. Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Ο κλασικός κόσμος, ό.π, σ. 448.

[7] Βλ. το μνημειώδες έργο του G.E.M. DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική κατάκτηση, μτφρ. Γ. Κρητικός, Αθήνα, Ράππας, 1998, σ. 505, 506.

[8] Βλ. Peter Gay, Το κόμμα της ανθρωπότητας. Θέσεις για τον Γαλλικό Διαφωτισμό, Θεσσαλονίκη, Θύραθεν, 2009, σ. 136.

[9] Βλ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Μετακινήσεις Σλαβοφώνων πληθυσμών 1912-1930. Ο πόλεμος των στατιστικών, Αθήνα, Κριτική, 2003, σ. 278, 279, όπου και παρατίθεται.

[10] Βλ. Ernst Cassirer, Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, μτφρ. Α. Φωσβίνκελ, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2013, σ. 65, όπου παρατίθεται.

[11] Βλ. Στο ίδιο

[12] Βλ. Στο ίδιο, σ. 71.

[13] Βλ. Στο ίδιο, σ. 396.

[14] Βλ. G.E.M DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ό.π., σ. 509, όπου και παρατίθεται.

[15] Βλ. Στο ίδιο.

[16] Θυμόμαστε απ’ την παιδική μας ηλικία της δεκαετίας του ’60 πολλούς πρώην πολεμιστές του Ε.Λ.Α.Σ και του Δ.Σ.Ε να ομιλούν για «συμμορίτες» και «συμμοριτοπόλεμο». Η άρχουσα τάξη τους επέβαλε την κλίμακα των αξιών της την οποία και υιοθετούσαν εκόντες-άκοντες, έστω κι αν έτσι διατράνωναν την δική τους αναξιότητα!

[17] Βλ. G.E.M DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ό.π., σ. 170, 526, 354.

[18] «Η ελληνική κοινωνία προσβλήθηκε από γάγγραινα απ’ αυτήν την ασθένεια πούρθε από την Ρώμη. Πρόκειται για ένα από τα επιτεύγματα της ρωμαιοποίησης του ελληνικού κόσμου». Βλ. Στο ίδιο, σ. 508, 354. Γαλλικά στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο καθώς και στην ελληνική απόδοση του. Η μετάφραση δική μας.

[19] Bλ. E.P Thompson, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, ό.π., σ. 360.

[20] Βλ. Antony Andrewes, Αρχαία Ελληνική κοινωνία, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2008, σ. 208, 332, καθώς επίσης, Fritz Gschnitzer, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, μτφρ. Ά. Χανιώτης, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2016, σ. 148, 296.

[21] Βλ. τον ενδιαφέροντα πρόλογο του Murray Bookchin στο: Sam Dolgoff, Αναρχικές κολλεκτίβες. Η εργατική αυτοδιεύθυνση στην Ισπανική Επανάσταση, Αθήνα, Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1982, σ. 47-48.

[22] Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας. Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού, μτφρ. Β. Τομανάς, Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 2009, σ. 81-82.

[23] Βλ. Ράσελ Τζάκομπυ, Διαλεκτική της ήττας, ό.π., σ. 87, όπου και παρατίθεται. Η έμφαση δική μας.

[24] Βλ. Θέογνης, στ. 847-850.

[25] Βλ. G.E.M DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ό.π, σ. 354, 509.

[26] Βλ. Φεοντόρ Νοστογιέφσκυ, Οι δαιμονισμένοι, μτφρ. Α. Σαραντόπουλος, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1996, σ. 72.