ΝΑΘ

Η αναγκαιότητα ριζικής επαναδιατύπωσης των κατηγοριών της «ομορφιάς» με ολιστικούς όρους είναι πρώτα από όλα αναγκαιότητα της ίδιας της ριζοσπαστικής πολιτικής θεωρίας. Χωρίς αυτή την επεξεργασία η ριζοσπαστική πολιτική παραμένει δεσμευμένη στην αυτιστική αναπαράσταση του παλιού κόσμου, εγκλωβισμένη στα σχέδιο των κυριάρχων ιδεολογικών του παραστάσεων, καταδικασμένη σε ισόβια δεσμά υποτέλειας χωρίς ελπίδες φυγής

Στη μοναξιά

θέλω μια μέρα να μαζέψω όλους αυτούς
που κάνουν τα πάντα από άποψη
παντελόνι ανάποδα
χέρια στις τσέπες
κασκόλ, ενίοτε

παπούτσι λιτό
περπάτημα αργό
τσιγάρο στριφτό
θλιμμένο βλέμμα

μιλάνε αργά
ξύπνιοι κυρίως τη νύκτα
από άποψη

και να τους ρωτήσω τη δική τους άποψη
για σένα

τη μοναξιά
που έγινες η νέα μου πατρίδα

η παράλογη ελευθερία

Τώρα το κυριότερο έγινε. Δεν μπορώ ν' αρνηθώ τις λίγες αλήθειες που ξέρω. Αυτό που ξέρω, αυτό που είναι σίγουρο, αυτό που δεν μπορώ ν' αρνηθώ, αυτό που δεν μπορώ ν' απορρίψω, αυτά έχουν σημασία. Το κομμάτι του εαυτού μου που ζει μ' αβέβαιες νοσταλγίες μπορεί ν' αρνηθεί τα πάντα, εκτός απ' τον πόθο της ενότητας, την επιθυμία της εξήγησης, την ανάγκη για σαφήνεια και συνοχή. Μπορώ να τα' αρνηθώ όλα μέσα σ' αυτό τον κόσμο που με περιβάλλει, με πιέζει και με διαπερνάει, εκτός απ' αυτό το χάος, απ' αυτό τον τυχαίο βασιλιά, απ' αυτήν τη θεία ισορροπία που γεννιέται απ' την αναρχία. Δεν ξέρω αν υπάρχει ένα νόημα ανώτερο απ' τον κόσμο. Αλλά ξέρω πως δε γνωρίζω αυτό το νόημα και πως μου είναι αδύνατο για την ώρα να το μάθω. Μια σημασία έξω απ' την ύπαρξή μου, τι μπορεί να σημαίνει για μένα; Μονάχα μ' ανθρώπινα δεδομένα μπορώ να καταλάβω. Αυτό που αγγίζω, αυτό που μ' αντιστέκεται, να τι καταλαβαίνω. Ξέρω ακόμα πως αυτές τις δυο βεβαιότητες, την επιθυμία μου γι' απολυτότητα κι ενότητα και το ότι δεν μπορώ να εξηγήσω λογικά και με αιτιολογίες αυτό τον κόσμο, αδυνατώ να τις συμβιβάσω. Ποια άλλη αλήθεια μπορώ ν' αναγνωρίσω ειλικρινά, χωρίς την παρέμβαση μιας ανύπαρκτης ελπίδας που δεν έχει καμιά σημασία μέσα στα όρια της ύπαρξής μου;
 
Αν ήμουν δέντρο ανάμεσα σε δέντρα, γάτα ανάμεσα σε ζώα, αυτή η ζωή θα είχε ένα νόημα ή, αυτό το πρόβλημα δε θα υπήρχε καν, γιατί θ' αποτελούσα ένα κομμάτι αυτού του κόσμου. Θα ή μ ο υ ν αυτός ο κόσμος που του εναντιώνομαι μ' όλη μου τη συνείδηση, απαιτώντας επίμονα να συμφιλιωθώ μαζί του. Αυτή η απλούστατη λογική με φέρνει αντιμέτωπο μ' ολόκληρη τη δημιουργία. Δεν μπορώ να την αρνηθώ διαγράφοντάς την. Οφείλω λοιπόν, να μείνω πιστός στην αλήθεια μου. Οφείλω να υποστηρίξω εκείνο που μου παρουσιάζεται τόσο φανερά, ακόμα κι αν είμαι αντίθετος. Και τι αποτελεί την ουσία αυτής της σύγκρουσης, αυτής της απόστασης ανάμεσα στον κόσμο και το πνεύμα μου, εκτός από τη συνείδησή μου; Εάν, λοιπόν, θέλω να μείνω πιστός στην αλήθεια μου, αυτό θα το πετύχω με την βοήθεια μιας αδιάκοπης συνείδησης, πάντα ανανεωμένης, πάντα έντονης. Για την ώρα, μου χρειάζεται αυτή η συνείδηση. Αυτή την ώρα, το παράλογο, τόσο εύκολο και τόσο δύσκολο μαζί για να το κατακτήσω, ξαναμπαίνει στη ζωή ενός ανθρώπου και ξαναβρίσκει την πατρίδα του. Αυτή την ώρα ακόμα, το πνεύμα μπορεί ν' αφήσει τον άνυδρο και ξερό δρόμο του φωτεινού αγώνα. Το παράλογο, τώρα, εμφανίζεται στην καθημερινή ζωή. Ξαναβρίσκει τον κόσμο που ανήκει το ανώνυμο "ον", αλλ' από εδώ και στο εξής ο άνθρωπος ξαναγυρίζει σ' αυτόν φέρνοντας μέσα του την επανάσταση και τη λογική. Σταμάτησε να ελπίζει. Βασίλειό του, είναι, επιτέλους, αυτή η κόλαση του παρόντος. Όλα τα προβλήματα ξαναγίνονται πολύπλοκα. Μπροστά στο λυρισμό σχημάτων και χρωμάτων παύει να υπάρχει αφηρημένη επιφάνεια. Οι αντιφάσεις του πνεύματος ζωντανεύουν και ξαναβρίσκουν το άθλιο και υπέροχο καταφύγιο της ανθρώπινης καρδιάς. Δεν εξηγήθηκε τίποτα. Αλλάζουν, όμως, όλα όψη. Που πάμε; Πρόκειται να πεθάνουμε, να γλιτώσουμε με το πήδημα, πάμε να ξαναχτίσουμε με ιδέες και σχήματα ένα σπίτι στα μέτρα του; Ή θα μπορέσουμε ν' αντέξουμε την τρομερή κι υπέροχη συνθήκη του παράλογου; Μ' αυτά τα δεδομένα, ας κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια για να φτάσουμε στις απόψεις μας. Σ' αυτό τον παράλογο κόσμο, το κορμί, η τρυφερότητα, η δημιουργία, η δράση, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, θα ξαναβρούν τότε τη θέση τους. Ο άνθρωπος θα ξαναβρεί, επιτέλους, σ' αυτόν το κρασί του παράλογου και το ψωμί της αδιαφορίας που μ' αυτά διατηρεί το μεγαλείο του.
 
Ας σταθούμε κι άλλο στη μέθοδο: πρέπει να επιμείνουμε. Σε κάποιο σημείο της πορείας του, ο παράλογος άνθρωπος προκαλείται. Μπορεί να μην υπάρχουν θεοί, αλλ' απ' την ιστορία δε λείπουν ούτε οι θρησκείες, ούτε οι προφήτες. Του ζητάνε να κάνει ένα άλμα. Μπορεί ν' απαντήσει ότι δεν καταλαβαίνει καλά, ότι αυτό δεν είναι σαφές. Θέλει να κάνει μονάχα εκείνο που καταλαβαίνει απόλυτα. Του λένε να είναι σίγουρος πως πέφτει στο αμάρτημα της αλαζονείας, μα δεν καταλαβαίνει την έννοια της αμαρτίας, δεν καταλαβαίνει πως στο τέλος ίσως βρίσκεται η κόλαση, δε διαθέτει αρκετή φαντασία για να φανταστεί αυτό το παράδοξο μέλλον. Του λένε πως χάνει την αιώνια ζωή, μα αυτό του φαίνεται ανόητο. Θέλουν να τον πείσουν πως είναι ένοχος. Αυτός νοιώθει αθώος. Πραγματικά, αυτή μονάχα νοιώθει, την ανεπανόρθωτη αθωότητά του. Αυτή του επιτρέπει τα πάντα. Έτσι, απαιτεί από τον εαυτό του, μ ο ν ά χ α να ζει μ' αυτό που ξέρει, να συμβιβάζεται μ' αυτό που υπάρχει χωρίς ν' αφήνει να παρεμβαίνει τίποτα το αβέβαιο. Του απαντούν πως δεν είναι τίποτα βέβαιο. Αλλ' αυτό, τουλάχιστον, είναι μια βεβαιότητα. Αυτή αντιμετωπίζεται: θέλει να μάθει αν είναι δυνατόν να ζει χωρίς ελπίδα.

Τώρα μπορώ να πλησιάσω την έννοια της αυτοκτονίας. Έχουμε ήδη καταλάβει ποια εξήγηση μπορούμε να της δώσουμε. Εδώ, το πρόβλημα αντιστρέφεται. Προηγουμένως χρειαζόταν να μάθουμε αν η ζωή έπρεπε να 'χει ένα νόημα για να τη ζήσει κανείς. Αντίθετα, εδώ φαίνεται πως όσο η ζωή δεν έχει νόημα, τόσο καλύτερα μπορεί να τη ζήσει κανείς. Το να ζεις μια εμπειρία, ένα πεπρωμένο, σημαίνει πως τα δέχεσαι απεριόριστα. Επομένως, δε θα ζήσεις σ' αυτό το πεπρωμένο, ξέροντας πως είναι παράλογο, εάν δεν κάνεις το παν για να κρατήσεις μπροστά σου αυτό το παράλογο που το διέκρινες με τη βοήθεια της συνείδησης. Όταν αρνιέσαι ένα πόλο της αντίθεσης που υπάρχει, αρνιέσαι ολόκληρη την αντίθεση. Όταν καταργείς τη συνειδητή επανάσταση, αποφεύγεις το πρόβλημα. Το θέμα της μόνιμης επανάστασης μεταφέρεται έτσι στην ατομική εμπειρία. Το να ζεις σημαίνει πως κάνεις να ζει το παράλογο. Το κάνεις να ζει, πριν απ' όλα, σημαίνει πως το αντιμετωπίζεις. Αντίθετα από την Ευρυδίκη, όταν το αποφεύγεις, το παράλογο δεν υπάρχει. Έτσι, μια απ' τις λίγες φιλοσοφικές συγγενικές θέσεις που πρέπει να πάρεις, είναι η επανάσταση. Αποτελεί την αδιάκοπη αντίσταση του ανθρώπου, την έκφραση της αβεβαιότητάς του. Είναι το αποτέλεσμα μιας αναπόφευκτης ειλικρίνειας. Στην κάθε στιγμή της αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν πρόβλημα. Ακόμα, ο κίνδυνος προσφέρει στον άνθρωπο τη μοναδική ευκαιρία να την αισθανθεί, όπως η μεταφυσική επανάσταση ξεδιπλώνει τη συνείδηση σ' όλο το μήκος της εμπειρίας. Αποτελεί τη σταθερή τοποθέτηση του ανθρώπου μπροστά στον εαυτό του. Δεν κοιτάζει τον ουρανό, καμιά ελπίδα δεν κλείνει μέσα της. Η επανάσταση αυτή εκφράζει τη βεβαιότητα ενός συντριπτικού πεπρωμένου, όχι την υποταγή σ' αυτό.
Εδώ παρατηρούμε με ποιο τρόπο η παράλογη εμπειρία δεν καταλήγει στην αυτοκτονία. 

Μπορούμε να πιστέψουμε, αδικαιολόγητα όμως, πως η αυτοκτονία είναι φυσική συνέπεια της επανάστασης. Αλλά η αυτοκτονία δε διανοείται τη λογική της κατάληξη. Αφού προϋποθέτει τη συγκατάθεση, εκφράζει ακριβώς την αντίθεσή της. Με την αυτοκτονία, όπως με το άλμα, ομολογείς ότι υπάρχουν όρια. Έχει συμπληρωθεί το παν, ο άνθρωπος επιστρέφει στην ουσιαστική του ιστορία. Αποφεύγει το μέλλον, το μοναδικό και τρομερό μέλλον του αφού βυθίζεται μέσα σ' αυτό. Κατά κάποιο τρόπο, με την αυτοκτονία το παράλογο παύει να υπάρχει. Πεθαίνει μαζί της. Αλλά ξέρω πως για να διατηρηθεί, το παράλογο δεν πρέπει να εξαφανιστεί. Στο μέτρο που συνειδητοποιεί κι αρνιέται συγχρόνως το θάνατο, αποφεύγει την αυτοκτονία. Το σχοινί που διακρίνει σε μερικά μέτρα ο καταδικασμένος σε θάνατο, βρίσκεται στο χείλος της τελευταίας του σκέψης, στην άκρη της τρομακτικής του πτώσης. Πραγματικά, ο θανατοποινίτης είναι αντίθετος στην αυτοκτονία.
 
Αυτή η επανάσταση δίνει στη ζωή αξία. Απλωμένη σ' όλο το μήκος μιας ύπαρξης, της προσφέρει το μεγαλείο της. Για έναν άνθρωπο χωρίς παρωπίδες δεν υπάρχει ωραιότερο θέαμα από το θέαμα της περηφάνειας ιδωμένο με μια ανώτερη πραγματικότητα. Πραγματικά, το θέαμα της ανθρώπινης περηφάνειας είναι μοναδικό. Όλοι οι εξευτελισμοί είναι μηδέν. Το μάθημα που δίνει το πνεύμα στον εαυτό του - να έχει σιδερένια θέληση, να βλέπει σωστά - κλείνει μέσα του κάτι δυνατό, κάτι ανεπανάληπτο. Εάν αυτή η πραγματικότητα που εκφράζει το μεγαλείο του ανθρώπου ελαττωθεί, θα μειωθεί συγχρόνως και ο ίδιος ο άνθρωπος. Τώρα, καταλαβαίνω γιατί οι θεωρίες που μου τα εξηγούν όλα με μειώνουν την ίδια στιγμή. Μ' απαλλάσσουν απ' το βάρος της ζωής μου που, παρ' όλα αυτά, πρέπει να το κουβαλάω μόνος μου. Σ' αυτή τη δίνη, μονάχα μια σκεπτικιστική μεταφυσική που συνδέεται με μια αρνητική ηθική, μπορώ να δεχτώ.
 
Συνείδηση κι επανάσταση, αυτές οι αρνήσεις πάνε κόντρα στην παραίτηση. Τις εμψυχώνει να εναντιώνονται κάθε τι το ανεξάντλητο και γεμάτο πάθος που υπάρχει σε μια ανθρώπινη καρδιά. Αυτή η καρδιά πρέπει να πεθάνει χωρίς να συμβιβαστεί, χωρίς να συναινέσει. Η αυτοκτονία είναι σφάλμα. Ο παράλογος άνθρωπος πρέπει να εξαντλεί τα πάντα και να εξαντλείται. Το παράλογο είναι γι' αυτόν το μεγάλο του πάθος, αυτό που του επιτρέπει να συνεχίζει μια μοναδική προσπάθεια, γιατί ξέρει πως σ' αυτήν τη συνείδηση και σ' αυτή την καθημερινή επανάσταση υπάρχει η μοναδική του αλήθεια, η πρόκληση. Αυτή είναι η πρώτη συνέπεια.

Αν δεχτώ αυτήν τη στάση που υφίσταται όλες τις συνέπειες (και τίποτ' άλλο) μιας ξεκαθαρισμένης έννοιας, αντιμετωπίζω ένα δεύτερο παράδοξο. Για να μείνω πιστός σ' αυτήν τη μέθοδο, δεν ασχολούμαι καθόλου με το πρόβλημα της μεταφυσικής ελευθερίας. Δε μ' ενδιαφέρει να μάθω εάν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Μονάχα την προσωπική μου ελευθερία μπορώ να αποδείξω. Δεν μπορώ να έχω γι' αυτή μια αόριστη γνώση, αλλά μερικές σαφείς απόψεις. Το πρόβλημα της "ελευθερίας εν εαυτή" δεν έχει νόημα. Γιατί, μ' έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, είναι συνδεδεμένο με το πρόβλημα του Θεού. Το να μάθω εάν ο άνθρωπος είν' ελεύθερος προϋποθέτει πως ξέρω αν είναι δυνατό ν' ανήκει σε κάποιον. Ο ιδιαίτερος παραλογισμός αυτού του προβλήματος οφείλεται στο ότι η ίδια η γνώση που θέτει το πρόβλημα της ελευθερίας, τη στιγμή που το θέτει, αφαιρεί απ' αυτό κάθε νόημα. Γιατί μπροστά στον Θεό, το πρόβλημα της ελευθερίας είν' ευκολότερο απ' το πρόβλημα του κακού. Ξέρουμε το διαζευκτικό: ή δεν είμαστε ελεύθεροι κι ο παντοδύναμος Θεός είναι υπεύθυνος για το κακό. Ή, είμαστε ελεύθεροι κι υπεύθυνοι μα ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος. Όλες οι σοφιστείες των σχολών ούτε πρόσθεσαν ούτε αφαίρεσαν τίποτα απ' την αντίθεση αυτού του παράδοξου.
 
Γι' αυτό δεν μπορώ να ενθουσιάζομαι επιπόλαια ή να αρκεσθώ στον απλό ορισμό μιας έννοιας που μου διαφεύγει και χάνει το νόημά της απ' τη στιγμή που ξεπερνάει τα πλαίσια της ατομικής μου εμπειρίας. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτό που πιθανό να ήταν μια ελευθερία προσφερόμενη από μια ανώτερη ύπαρξη. Έχω χάσει την αίσθηση της ιεραρχίας. Για την ελευθερία δεν μπορώ να έχω παρά την αντίληψη που έχουν γι' αυτή ο φυλακισμένος ή ο σύγχρονος πολίτης μέσα στο Κράτος. Η μόνη που ξέρω είναι η πνευματική ελευθερία και η ελευθερία της δράσης. Μ' αυτά τα δεδομένα λοιπόν, αφού το παράλογο αποκλείει κάθε μου ελπίδα για αιώνια ελευθερία γίνεται αιτία να στρέψω στο αντίθετο την ελευθερία της δράσης μου. Αυτή η έλλειψη ελπίδας και μέλλοντος αποτελεί μια επαύξηση στην ετοιμότητα του ανθρώπου..
 
Ο συνηθισμένος άνθρωπος, προτού γνωρίσει το παράλογο, ζει θέτοντας σκοπούς, φροντίζει για το μέλλον ή για τη δικαίωσή του (όσο γι' αυτά δεν υπάρχει θέμα). Εκτιμάει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται, σκέφτεται το αύριο, τη σύνταξή του ή την αποκατάσταση των παιδιών του. Πιστεύει ακόμα πως κάτι στην ζωή του μπορεί να προκαθοριστεί. Πραγματικά, ενεργεί σα να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα πάνε κόντρα σ' αυτή την ελευθερία. Μετά τη γνωριμία με το παράλογο, κλονίζονται τα πάντα. Η ιδέα του "υπάρχω", η διάθεσή μου να ενεργώ σα να είχαν όλα ένα νόημα (ακόμα κι αν, με την ευκαιρία, θα 'λεγα πως τίποτα δεν έχει νόημα), όλα αυτά διαψεύδονται μ' έναν ιλιγγιώδη τρόπο απ' τον παραλογισμό ενός ξαφνικού θανάτου. Το να σκέφτεσαι το αύριο, να θέτεις σκοπούς, να έχεις επιθυμίες - όλα αυτά προϋποθέτουν ότι πιστεύεις στην ελευθερία, ακόμα κι αν, καμιά φορά, σε βεβαιώνουν πως δεν πρόκειται να την ξανανοιώσεις. Αλλά για την ώρα, η ανώτερη αυτή ελευθερία του να υπάρχεις, που μπορεί μόνη της να θεμελιώσει μια αλήθεια, ξέρω καλά πως δεν υπάρχει. Υπάρχει ο θάνατος σα μοναδική πραγματικότητα. Μετά απ' αυτόν τα παιχνίδια τελειώνουν. Δεν είμαι πια ελεύθερος να διαιωνισθώ, είμαι σκλάβος και προ πάντων σκλάβος που δεν ελπίζει στην αιώνια επανάσταση, που δεν έχει καταφύγιο για την περιφρόνηση. Και, ποιος μπορεί να παραμείνει σκλάβος χωρίς επανάσταση και χωρίς περιφρόνηση; Ποια ελευθερία μπορεί να υπάρξει σ' όλο το νόημά της, χωρίς πίστη στην αιωνιότητα;
 
Συγχρόνως όμως, ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως μέχρι τώρα συνδεόταν μ' αυτή την απαίτηση για ελευθερία που ζούσε φανταστικά. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό τον εμπόδιζε. Στα μέτρα που έθετε ένα σκοπό στη ζωή του, συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις αυτού του σκοπού και γινόταν σκλάβος της ελευθερίας του. Έτσι, δε θα μπορούσα πια να ενεργήσω διαφορετικά παρά σαν πατέρας (ή μηχανικός ή αρχηγός λαών ή έκτατος υπάλληλος στα Τ.Τ.Τ.) που προετοιμάζομαι να γίνω. Πιστεύω πως μπορώ να διαλέξω να είμαι περισσότερο αυτό και λιγότερο κάτι άλλο. Είναι αλήθεια πως το πιστεύω ασυνείδητα. Συγχρόνως όμως απαιτώ να πιστεύουν κι εκείνοι που με περιβάλλουν, να κρίνουν (οι άλλοι είναι τόσο βέβαιοι για το ότι είναι ελεύθεροι κι αυτή η καλή διάθεση εύκολα μεταδίδεται!). Όσο μακριά κι αν μπορούμε να μείνουμε από κάθε κρίση, ηθική ή κοινωνική, μερικές τις δεχόμαστε κι ακόμα με τις καλύτερες φτιάχνουμε τη ζωή μας (υπάρχουν καλές και κακές κρίσεις). Έτσι ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος. Για να μιλήσουμε καθαρά, μέσα στα πλαίσια που ελπίζω ή αμφιβάλλω για μια αλήθεια μου, για τον τρόπο που υπάρχω ή δημιουργώ, στα πλαίσια, τέλος, μέσα στα οποία φτιάχνω τη ζωή μου αποδεικνύοντας έτσι πως έχει ένα νόημα, σ' αυτά τα πλαίσια, ορθώνω φράχτες που μέσα τους περιορίζω τη ζωή μου. Ενεργώ σαν κι αυτούς τους στοχαστές και καλλιτέχνες που με γεμίζουν αηδία και δεν κάνουν τίποτ' άλλο, τώρα το διαπιστώνω, απ' το να παίρνουν στα σοβαρά την ελευθερία του ανθρώπου. Στο σημείο αυτό, το παράλογο με φωτίζει: δεν υπάρχει επαύριο. Διακρίνω, στο εξής, την αιτία της ανεξιχνίαστης ελευθερίας μου. Εδώ, θα κάνω δυο συγκρίσεις. Αρχικά, οι μυστικοί βρίσκουν μια ελευθερία στο να δοθούν. Με το να βυθίζονται στο θεό τους, να συμμορφώνονται στους κανόνες του, ενδόμυχα, με το δικό τους τρόπο γίνονται ελεύθεροι. Σ' αυτή την εκούσια σκλαβιά ξαναβρίσκουν την τέλεια ανεξαρτησία. Τι σημαίνει όμως αυτή η ελευθερία; Μπορούμε να πούμε προ πάντων α ι σ θ ά ν ο ν τ α ι ελεύθεροι απέναντι στον εαυτό του και λιγότερο ελεύθεροι από απελευθερωμένοι. Ακόμα, ο παράλογος άνθρωπος στραμμένος ολόκληρος προς το θάνατο (παρμένον εδώ σαν τον πιο φυσικό παραλογισμό), νοιώθει απαλλαγμένος απ' το κάθε τι που δεν είναι αυτή η κατασταλαγμένη μέσα του γεμάτη πάθος ένταση. Δέχεται μια ελευθερία σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες. Σ' αυτό το σημείο, παρατηρούμε πως τα θέματα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας διατηρούν όλη τους την αξία. Η επιστροφή στη συνείδηση και η αφύπνηση απ' τον καθημερινό ύπνο αποτελούν τα πρώτα βήματα της παράλογης ελευθερίας. Αλλά αυτό που αμφισβητείται είναι το υπαρξιστικό κ ή ρ υ γ μ α και το πνευματικό άλμα που ουσιαστικά αποφεύγει τη συνείδηση. Με τον ίδιο τρόπο (αυτή είναι η δεύτερη σύγκριση) οι σκλάβοι της Αρχαιότητας δεν ανήκαν στον εαυτό τους. Ήξεραν, όμως, αυτή την ελευθερία που συνίσταται στο να μην αισθάνεσαι διόλου υπεύθυνος [Αυτό που γίνεται εδώ δεν είναι ένας υποτιμητικός απολογισμός αλλά μια πραγματική σύγκριση. Ο παράλογος άνθρωπος είναι το αντίθετο του ανθρώπου που συμβιβάζεται]. Ακόμα κι ο θάνατος έχει χέρια πατρικίων που τσακίζουν αλλά ελευθερώνουν.
Το να βυθιστείς σ' αυτή την απύθμενη βεβαιότητα, να νοιώθεις στο εξής αρκετά ξένος προς την προσωπική σου ζωή για να την παρατείνεις και να τη ζήσεις χωρίς τη μυωπία των ερωτευμένων, σ' αυτό, υπάρχει η αρχή μιας απελευθέρωσης. Αυτή η καινούργια ανεξαρτησία υπάρχει στο τέλος, όπως όλη η ελευθερία της δράσης. Δεν έχει συναλλαγές με την αιωνιότητα. Αλλά αντικαθιστά όλες τις αυταπάτες της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς που τις σταματούσε ο θάνατος. Η υπέροχη διαθεσιμότητα του θανατοποινίτη που κάποια χαραυγή του ανοίγονται οι πύλες της φυλακής, η απίστευτη αφιλοκέρδειά του για όλα - διατηρεί μονάχα μια καθαρή φλόγα για ζωή - εδώ βρίσκονται, το νοιώθουμε καλά, ο θάνατος και το παράλογο, οι αρχές της μοναδικής λογικής ελευθερίας: της ελευθερίας που μπορεί να νοιώσει και να ζήσει μια ανθρώπινη καρδιά. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια. Ο παράλογος άνθρωπος διαισθάνεται λοιπόν ένα σύμπαν καυτό και παγωμένο, διάφεγγο και περιορισμένο, όπου τίποτα δεν είναι δυνατό αλλά όλα είναι δοσμένα και που φεύγοντας απ' αυτό συναντάει την ανυπαρξία και το μηδέν. Τότε, μπορεί ν' αποφασίσει να δεχτεί να ζήσει σ' ένα τέτοιο σύμπαν, να υφίσταται τις επιδράσεις του, ν' αρνιέται, να ελπίζει και να διαπιστώνει συνεχώς πως τίποτα δεν ανακουφίζει τη ζωή.

Αλλά ποια είναι η σημασία της ζωής σ' ένα τέτοιο σύμπαν; Για την ώρα καμιά άλλη εκτός απ' την αδιαφορία για το μέλλον κι απ' το να εξαντλείς κάθε τι που υπάρχει. Η πίστη στο νόημα της ζωής προϋποθέτει πάντα μια αξιολόγηση, μια εκλογή, τις προτιμήσεις μας. Η πίστη στο παράλογο, όπως το προσδιορίσαμε, σημαίνει το αντίθετο. Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε.
Εκείνο που μ' ενδιαφέρει είναι το να μάθουμε εάν μπορούμε να ζούμε χωρίς ελπίδα. Δε θέλω να βγω διόλου απ' αυτόν το χώρο. Μπορώ να συμφιλιωθώ μ' αυτή την ζωή; Επομένως, μπροστά σ' αυτήν τη σκέψη, η πίστη στο παράλογο ξανάρχεται ν' αντικαταστήσει την ποιότητα με την ποσότητα των εμπειριών. Εάν πειστώ πως αυτή η ζωή δεν έχει άλλη όψη απ' την παράλογη, εάν αποδείξω πως ολόκληρη η ισορροπία της εξαρτάται απ' την αδιάκοπη αντίθεση ανάμεσα στη συνειδητή μου επανάσταση και στο κενό που πέφτει, εάν παραδεχτώ πως η ελευθερία μου έχει ένα νόημα ανάλογο με το περιορισμένο της πεπρωμένο, τότε είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω πως το σημαντικό δεν είναι να ζεις όσο το δυνατό καλύτερα, αλλά όσο περισσότερο γίνεται. Δε μ' ενδιαφέρει αν αυτό είναι χυδαίο ή αηδιαστικό, ευχάριστο ή λυπηρό. Μια για πάντα, οι κρίσεις αξίας εδώ παραμερίζονται για χάρη των κρίσεων πράξης. Μονάχα απ' αυτό που μπορώ να δω βγάζω συμπεράσματα, δε διακινδυνεύω τίποτα για μια υπόθεση. Αν υποθέσω πως δε θα ήταν τίμιο να ζω έτσι, τότε η πραγματική τιμιότητα θα μ' έφερνε στο σημείο να είμαι άτιμος.
Να ζεις περισσότερο: Αυτός ο κανόνας ζωής, στην πλατιά του έννοια, δε σημαίνει τίποτα. Πρέπει να τον εξηγήσουμε. Πρώτα - πρώτα, φαίνεται πως δεν έχουμε καταλάβει την έννοια της ποσότητας. Γιατί μπορεί να εξηγεί ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Η ηθική ενός ανθρώπου, η αξιολόγηση που κάνει αποκτούν το νόημά τους απ' την ποσότητα και την ποικιλία των εμπειριών που δοκίμασε. Η σύγχρονη ζωή προσφέρει στην πλειονότητα των ανθρώπων την ίδια ποσότητα εμπειριών και επομένως την ίδια έντονη εμπειρία. Πρέπει ακόμα να υπολογίσουμε οπωσδήποτε την αυθόρμητη προσφορά του ατόμου, αυτό που του έχει "δοθεί". Μα δεν μπορώ να κρίνω απ' αυτό κι επαναλαμβάνω πως πρόθεσή μου εδώ είναι να συμφιλιωθώ μ' αυτό που είναι φανερό. Παρατηρώ λοιπόν πως ο ιδιαίτερος χαρακτήρας μιας κοινής ηθικής στηρίζεται λιγότερο στην ιδεαλιστική δύναμη των αρχών που την εμπνέουν και περισσότερο στη φύση μιας εμπειρίας. Οι Έλληνες είχαν την ηθική της αργίας όπως εμείς έχουμε την ηθική του οκταώρου. Ήδη, όμως, πολλοί άνθρωποι - κι ανάμεσά τους οι πιο τραγικοί - μας υποχρεώνουν να προαισθανθούμε ότι μια μακροχρόνια εμπειρία αλλάζει τον πίνακα των αξιών. Μας υποχρεώνουν να φαντασθούμε έναν άνθρωπο που ρίχνεται καθημερινά στην περιπέτεια, που με την ποσότητα των εμπειριών μονάχα θα ξεπερνούσε όλα τα ρεκόρ (επίτηδες χρησιμοποιώ αυτό τον αθλητικό όρο) επιδιώκοντας ν' αποκτήσει έτσι τη δική του, προσωπική ηθική [Καμιά φορά η ποσότητα δημιουργεί την ποιότητα. Εάν πιστέψω σ' ό,τι υποστηρίζει τελευταία η επιστημονική θεωρία, κάθε ύλη συγκροτείται από κέντρα ενεργείας. Η μεγάλη ή μικρή τους ποσότητα δημιουργεί το είδος - λίγο ή πολύ μοναδικό. Ένα δισεκατομμύριο ιόντα και ένα ιόν διαφέρουν όχι μονάχα ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Η αναλογία ξαναβρίσκεται εύκολα στην ανθρώπινη εμπειρία]. Ας ξεφύγουμε όμως απ' το ρομαντισμό κι ας προσπαθήσουμε μονάχα να βρούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτή η στάση για έναν άνθρωπο αποφασισμένο να διατηρήσει το στοίχημά του και να παρατηρήσει προσεκτικά το παιχνίδι.
 
Το να καταρρίψεις όλα τα ρεκόρ σημαίνει μονάχα, πριν απ' όλα, πώς αντιμετωπίζεις όσο γίνεται συχνότερα τον κόσμο. Χωρίς αντιφάσεις και λογοπαίγνια είναι δυνατό να επιτευχθεί αυτό; Ξέρουμε ότι, απ' τη μία μεριά, το παράλογο υποστηρίζει πως όλες οι εμπειρίες δεν έχουν σημασία κι απ' την άλλη, ενθαρρύνει στην απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων εμπειριών. Γιατί να μην ενεργήσουμε λοιπόν όπως ενεργούν τόσοι απ' αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους μιλούσα πιο πάνω, να διαλέξουμε δηλαδή τον τρόπο ζωής που μας φέρνει κοντύτερα στην ανθρώπινη πραγματικότητα κάνοντας έτσι μια αξιολόγηση που απ' την άλλη πλευρά λέμε πως απορρίπτουμε;
 
Αλλά για μια ακόμη φορά το παράλογο και η αντιφατική του ζωή μας δίνουν μαθήματα. Είναι σφάλμα εάν σκεφτούμε ότι αυτή η ποσότητα από εμπειρίες εξαρτάται από τις περιστάσεις της ζωής μας, τη στιγμή που εξαρτάται μονάχα από μας. Εδώ πρέπει να είμαστε απλοί. Σε δυο ανθρώπους που ζουν τα ίδια χρόνια, ο κόσμος προσφέρει πάντα την ίδια ποσότητα εμπειριών. Από μας εξαρτάται να τις συνειδητοποιήσουμε. Όταν καθώς νοιώθεις, όσο πιο πολύ γίνεται, τη ζωή σου, την επανάστασή σου, την ελευθερία σου, σημαίνει πως ζεις όσο πιο πολύ γίνεται. Όπου επικρατεί η σαφήνεια, η αξιολόγηση δε χρησιμεύει σε τίποτα. Ας είμαστε απλούστεροι. Ας πούμε πως το μοναδικό εμπόδιο, το μόνο "χάσιμο" είναι ο πρόωρος θάνατος. Εδώ, το υποτιθέμενο σύμπαν υπάρχει μονάχα με τη βοήθεια αυτής της σταθερής εξαίρεσης του θανάτου. Έτσι κανένα βάθος, καμιά συγκίνηση, κανένα πάθος και καμιά θυσία δε θα μπορούσαν να προσφέρουν στον παράλογο άνθρωπο (ακόμα κι αν το ευχόταν) μια συνειδητή ζωή σαράντα χρόνων κι ένα φως που φτάνει ως τα εξήντα χρόνια [Ίδια σκέψη για μια έννοια διαφορετική τόσο, όσο και η ιδέα της ανυπαρξίας. Ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτα απ' το υπαρκτό. Πραγματικά, το νόημα της δικής μας ανυπαρξίας βρίσκεται στην ψυχολογίκή εμπειρία της ανυπαρξίας, στη σκέψη αυτού που θα συμβεί σε δυο χιλιάδες χρόνια. Σε μια απ' τις απόψεις του το συναίσθημα της ανυπαρξίας δημιουργείται με το πλήθος ακριβώς από ερχόμενες ζωές που δε θα είναι δικές μας]. Για τον παράλογο άνθρωπο η τρέλλα κι ο θάνατος είναι τ' ανεπανόρθωτα. Δε διαλέγει ο άνθρωπος. Το παράλογο και η παράταση της ζωής που εύχεται δ ε ν ε ξ α ρ τ ώ ν τ α ι λ ο ι π ό ν α π ό τ η θ έ λ η σ η τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ αλλά απ' το θάνατο που είναι το αντίθετο της θέλησης [Εδώ η θέληση δεν είναι τίποτ' άλλο από τη δύναμη: βοηθάει στη διατήρηση της συνείδησης. Σε μαθαίνει έναν τρόπο ζωής κι αυτό εκτιμάται ανάλογα]. Αποκλειστικά και μόνο είναι ζήτημα τύχης. Πρέπει να μάθουμε να τη δεχόμαστε. Ποτέ πια δε θ' αντικατασταθούν είκοσι χρόνια ζωής και πείρας.
Οι Έλληνες πίστευαν - περίεργο για μια τόσο προικισμένη φυλή - πως οι θεοί αγαπούσαν τους ανθρώπους που πέθαιναν νέοι. Αυτό δεν είν' αλήθεια, εκτός αν δεχτούμε πως μπαίνοντας στο γελοίο κόσμο των θεών χάνεις για πάντα την πιο αγνή χαρά, τη χαρά του να αισθάνεσαι - να αισθάνεσαι πάνω σ' αυτήν τη γη. Το παρόν κι η διαδοχή των παρόντων μπροστά από μια αδιάκοπα συνειδητή ψυχή είναι το ιδανικό του παράλογου ανθρώπου. Εδώ, όμως, η λέξη ιδανικό κρύβει έναν ψεύτικο ήχο. Δεν είναι ο προορισμός του αλλά το τρίτο αποτέλεσμα της σκέψης του πάνω στο παράλογο, που ξεκίνησε απ΄την αγχώδη συνείδηση του απάνθρωπου για να καταλήξει στο τέλος της πορείας της μέσα στις παθιασμένες φλόγες της ανθρώπινης επανάστασης [Αυτό που έχει σημασία είναι ο σύνδεσμος. Εννοούμε ένα σύνδεσμο με τον κόσμο. Αλλά η ανατολική σκέψη διδάσκει πως μπορούμε να καταβάλλουμε την ίδια διανοητική προσπάθεια πηγαίνοντας κ ό ν τ ρ α στον κόσμο. Κι αυτό είναι νόμιμο και καθορίζει το χαρακτήρα αυτού του δοκίμιου. Όταν όμως η απομάκρυνση απ' τον κόσμο εκφράζεται με την ίδια σκληρότητα καταλήγουμε συχνά (σ' ορισμένες βεδικές σχολές) σ' αποτελέσματα όπως π.χ. ν' αδιαφορούμε για τα πράγματα. Σ' ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, στην Ε κ λ ο γ ή, ο Ζαν Γκρενιέ θεμελιώνει μ' αυτό τον τρόπο μια πραγματική "φιλοσοφία της αδιαφορίας"].
 
Τα συμπεράσματα που βγάζω λοιπόν απ' το παράλογο είναι η επανάστασή μου, η ελευθερία μου και το πάθος μου. Με τη βοήθεια της συνείδησης όλα αυτά από πρόσκληση στο θάνατο τα μετατρέπω σε κανόνα ζωής - κι αρνούμαι την αυτοκτονία. Ναι, ξέρω τον υπόκωφο ήχο που διατρέχει αυτές τις μέρες. Αλλά μόνο μια λέξη έχω να πω: είναι απαραίτητος. Όταν ο Νίτσε γράφει: "Φαίνεται καλά πως το σπουδαιότερο πράγμα στον ουράνο και στη γη είναι να υ π α κ ο ύ ς διαρκώς προς την ίδια κατεύθυνση: τελικά βγαίνει κάτι όπως π.χ. η αρετή, η τέχνη, η μουσική, ο χορός, η δικαιοσύνη, το πνεύμα, κάτι που μεταμορφώνει, κάτι ευγενικό, τρελλό ή θείο που γι' αυτό αξίζει τον κόπο να ζεις πάνω σ' αυτήν τη γη", δίνει τον κανόνα μιας σπουδαίας ηθικής. Συγχρόνως όμως χαράζει το δρόμο του παράλογου ανθρώπου. Το να υπακούς στη φλόγα σημαίνει πως υπάρχει κάτι το πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο μαζί. Αλλά όταν ο άνθρωπος αναμετριέται με τη δυσκολία πρέπει πότε - πότε να κρίνει. Είναι ο μόνος που μπορεί να το κάνει.
"Η προσευχή", λέει ο Αλαίν, "έρχεται στη σκέψη τη νύχτα". "Πρέπει όμως το πνεύμα να συναντήσει τη νύχτα", απαντούν οι μυστικοί και οι υπαρξιστές. Έχουν δίκιο, δεν πρέπει όμως να συναντήσει τη νύχτα που γεννιέται κάτω απ' τα κλειστά μάτια με τη θέληση του ανθρώπου - νύχτα σκοτεινή και σιωπηλή που το πνεύμα πάει να χαθεί σ' αυτή. Θα πρέπει να συναντήσει τη νύχτα της φωτεινής απελπισίας - πολική νύχτα - που το πνεύμα μένει άγρυπνο, απ' όπου ίσως δημιουργηθεί η άσπιλη λάμψη που μέσα στο φως της γνώσης δίνει μορφή στο κάθε αντικείμενο. 

Εδώ, η ισορροπία συναντάει τη συγκινητική κατανόηση. Δεν υπάρχει πια το πρόβλημα του άλματος της ύπαρξης. Βρίσκει τη θέση του στη μέση της αιώνιας τοιχογραφίας της γεμάτης από ανθρώπινες στάσεις. Για το συνειδητό θεατή το άλμα αυτό είναι ακόμα παράλογο. Στα πλαίσια που πιστεύει πως μπορεί να καταλύσει αυτό το παράδοξο, το ξαναστήνει ολόκληρο. Τότε, συναισθάνεται. Τότε, όλα ξαναπαίρνουν τη θέση τους κι ο παράλογος κόσμος ξαναγεννιέται μέσα σ' όλο του το μεγαλείο, σ' όλη του την πολλαπλότητα.
 
Αλλά ο παράλογος άνθρωπος δεν πρέπει ν' αδρανεί. Ικανοποιείται δύσκολα από ένα μονάχα τρόπο αντιμετώπισης, δεν μπορεί να στερηθεί απ' την αντίφαση - την πιο διεισδυτική ίσως απ' όλες τις πνευματικές στάσεις. Όταν το ένα απ' τα σκέλη της αντίφασης πεθαίνει, μένει το άλλο, κι αυτό φανερώνει ένα μονάχα τρόπο σκέψης. Τώρα, πρέπει να ζήσει ατόφια η αντίφαση.

το παράλογο και η αυτοκτονία

Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας. Τη στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις, απαντάς στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, εάν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, εάν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, ακολουθούν. Είναι παιχνίδια. Αρχικά πρέπει να απαντήσουμε. Και εάν σύμφωνα με το Νίτσε, είναι αλήθεια πως για να εκτιμηθεί ένας φιλόσοφος οφείλει να δίνει το παράδειγμα, καταλαβαίνουμε τι σημασία έχει η απάντηση, αφού απ' αυτή εξαρτάται η τελική χειρονομία. Εδώ είναι φανερό ότι πρόκειται για ευαισθησίες της καρδιάς, πρέπει όμως να εμβαθύνουμε σ' αυτές για να τις καταλάβουμε.
 
Όταν διερωτώμαι πώς κρίνω ότι ένα τέτοιο ερώτημα είναι πιο αναγκαίο από ένα άλλο, απαντάω ότι η πραγματικότητα το αναγκάζει να τεθεί. Δεν είδα ποτέ κανένα να πεθαίνει για το οντολογικό επιχείρημα. Ο Γαλιλαίος που ήταν κάτοχος μιας σημαντικής επιστημονικής αλήθειας, την απαρνήθηκε ευκολότατα τη στιγμή που έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο. Από μια άποψη έκανε καλά. Δεν άξιζε ν' ανέβει στην πυρά γι' αυτή την αλήθεια. Το εάν η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο ή ο ήλιος γύρω απ' τη γη, δεν έχει κατά βάθος σημασία. Είναι μια μάταιη απορία. Αντίθετα, παρατηρώ ότι πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν γιατί πιστεύουν πως η ζωή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζει κανείς. Βλέπω άλλους να σκοτώνονται, παραδόξως, για ιδέες ή αυταπάτες που τους παρέχουν μια δικαιολογία για να ζουν (αυτό που νομίζουν δικαιολογία για να ζουν αποτελεί συγχρόνως μια περίφημη δικαιολογία για να πεθάνουν). Συμπεραίνω λοιπόν ότι το νόημα της ζωής είναι το σπουδαιότερο από τα ερωτήματα. Πώς ν' απαντήσουμε; Πάνω σ' όλα αυτά τα σημαντικά προβλήματα - καταλαβαίνω κι εκείνους που διακινδυνεύουν να σκοτωθούν κι αυτούς που δεκαπλασιάζουν το πάθος για ζωή - υπάρχουν κατά τα φαινόμενα δυό μονάχα μέθοδοι σκέψης, η μέθοδος του ντε Λα Παλίς και η μέθοδος του Δον Κιχώτη. Μονάχα η ισορροπία αληθοφάνειας και λυρισμού μπορεί να μας κάνει να νοιώσουμε την ίδια στιγμή τη συγκίνηση και τη σαφήνεια. Σ' ένα θέμα τόσο απλό και παθητικό μαζί η επιστημονική και κλασική διαλεκτική οφείλει να παραχωρήσει τη θέση σε μια απλούστερη πνευματική στάση που προέρχεται από την ειλικρίνεια και τη συμπάθεια.
 
Αντιμετώπισαν πάντα την αυτοκτονία σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο. Εδώ όμως τίθεται το θέμα της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην ατομική σκέψη και την αυτοκτονία. Μια χειρονομία σαν κι αυτή ωριμάζει μέσα στη σιωπή της καρδιάς, με το ρυθμό που ωριμάζει ένα μεγάλο έργο. Ο ίδιος ο άνθρωπος το αγνοεί. Ένα βράδυ, κάνει την τελική χειρονομία. Μου έλεγαν για το διευθυντή κάποιας επιχείρησης που αυτοκτόνησε, πως είχε χάσει την κόρη του πριν πέντε χρόνια, πως από τότε είχε αλλάξει ριζικά και ότι αυτή η ιστορία "τον είχε φθείρει". Δεν υπάρχει ακριβέστερη έκφραση. Το ότι αρχίζεις να σκέφτεσαι σημαίνει πως αρχίζεις να φθείρεσαι. Η κοινωνία δε δίνει μεγάλη σημασία σ' αυτές τις καταστάσεις. Το σαράκι βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου. Εκεί πρέπει να το αναζητήσουμε. Αυτό το θανάσιμο παιχνίδι που οδηγεί την αντιμέτωπη στο φως ύπαρξη, στη φυγή έξω απ' αυτό, πρέπει να το παρακολουθήσουμε και να το καταλάβουμε.
Υπάρχουν πολλά αίτια σε μια αυτοκτονία και γενικά τα πιο φανερά δεν είναι τα κυριότερα. Σπάνια αυτοκτονεί κανείς (η υπόθεση εν τούτοις δεν αποκλείεται) από αντίδραση. Εκείνο που οδηγεί στην αυτοκτονία πάντα σχεδόν είναι ανεξέλεγκτο. Συχνά οι εφημερίδες αναφέρουν για "βαθιές μελαγχολίες" ή "για ανίατη ασθένεια". Αυτές οι εξηγήσεις γίνονται δεκτές. Θα έπρεπε όμως να ξέρουμε μήπως την ίδια μέρα ένας φίλος του απελπισμένου του μίλησε μ' έναν τόνο αδιάφορο. Αυτός ο φίλος είναι ο υπαίτιο0ς. Γιατί αυτό φτάνει για να ξεσπάσουν οι θλίψεις και η κούραση που είναι ακόμα μετέωρες. [Δεν παραλείπουμε την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε το σχετικό χαρακτήρα αυτού του δοκιμίου. Πράγματι, η αυτοκτονία μπορεί να συνδεθεί με πολύ πιο έντιμα αίτια. Παράδειγμα: οι πολιτικές αυτοκτονίες, οι λεγόμενες αυτοκτονίες διαμαρτυρίας, στην κινεζική επανάσταση].
 
Αλλά, εάν είναι δύσκολο να καθορίσουμε ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία το πνεύμα ξεκίνησε για το θάνατο, είναι πιο εύκολο να αντλήσουμε από την ίδια την αυτοκτονία τα συμπεράσματα που μας αναγκάζει να βγάλουμε. Από μια άποψη το να σκοτωθείς, σημαίνει, όπως στο μελόδραμα, πως αναγνωρίζεις κάτι. Σημαίνει ότι αναγνωρίζεις πως νικήθηκες απ' τη ζωή ή πως δεν την καταλαβαίνεις. Ας μην προχωρούμε όμως τόσο μακριά μ' αυτές τις αναλογίες κι ας επιστρέψουμε στις συνηθισμένες εκφράσεις. Σημαίνει μονάχα πως αναγνωρίζεις ότι "δεν αξίζει τον κόπο" να ζεις. Φυσικά, η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη. Συνεχίζουμε να κάνουμε τις χειρονομίες που υπαγορεύει η ύπαρξη για πολλούς λόγους, αλλά ο κυριότερος είναι η συνήθεια. Το να πεθαίνεις θεληματικά σημαίνει πως την ίδια στιγμή αναγνωρίζεις το γελοίο χαρακτήρα αυτής της συνήθειας, την απουσία κάθε βαθιάς αιτίας, τον ανόητο χαρακτήρα της καθημερινής κίνησης και τη ματαιότητα του πόνου.
 
Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα που στερεί το πνεύμα απ' τον αναγκαίο για τη ζωή ύπνο; Ένας κόσμος που μπορούμε να το εξηγήσουμε χρησιμοποιώντας ακόμα και πρόχειρες δικαιολογίες είναι ένας κόσμος οικείος, φιλικός. Αλλά, μέσα σ' ένα σύμπαν στερημένο ξαφνικά από ψευδαισθήσεις και φώτα, ο άνθρωπος νοιώθει σαν ξένος. Σ' αυτή την εξορία, τη στερημένη από τις αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδα ή από την ελπίδα μιας γης της επαγγελίας, δεν υπάρχει βοήθεια. Αυτή η απόσταση, του ανθρώπου από τη ζωή του, του ηθοποιού από το σκηνικό του, αποτελεί κυριολεκτικά το συναίσθημα του παράλογου. Κάθε υγιής άνθρωπος όταν σκέφτεται την αυτοκτονία, πρέπει να παραδεχτεί, χωρίς περισσότερες εξηγήσεις, πως αισθάνεται να υπάρχει ένας σταθερός σύνδεσμος ανάμεσα σ' αυτό το συναίσθημα και την έλξη προς το μηδέν.
 
Θέμα του δοκιμίου είναι αυτή ακριβώς η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο παράλογο και την αυτοκτονία, το ακριβές μέτρο μέσα στο οποίο η αυτοκτονία αποτελεί μια λύση για το παράλογο. Μπορούμε να θέσουμε σαν αρχή πως για έναν άνθρωπο που δεν κοροϊδεύει, τις πράξεις του πρέπει να τις ρυθμίζει αυτό που πιστεύει γι' αλήθεια. Η πίστη, λοιπόν, στον παραλογισμός της ύπαρξης πρέπει να ρυθμίζει την πορεία του. Η περιέργειά μας ν' αναρωτηθούμε, ειλικρινά και χωρίς ψεύτικες συγκινήσεις, εάν ένα τέτοιο συμπέρασμα επιβάλλει να εγκαταλείψουμε ταχύτερα μια ακατανόητη κατάσταση, είναι θεμιτή. Εδώ, βέβαια, μιλάω για ανθρώπους διατεθειμένους να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους.
 
Αυτό το πρόβλημα, τοποθετημένο με σαφήνεια, μπορεί να φαίνεται πως είναι απλό και άλυτο μαζί. Αλλά άδικα πιστεύουμε πως τα απλά προβλήματα έχουν απλές λύσεις και πως το εμφανές καταλήγεις στο εμφανές. Εκ των προτέρων, και αντιστρέφοντας τα δεδομένα του προβλήματος, φαίνεται πως δεν υπάρχουν παρά δυο φιλοσοφικές λύσεις, είτε αυτοκτονούμε είτε όχι, η λύση του ναι και η λύση του όχι. Θα ήταν πολύ ωραίο. Πρέπει, όμως, να πάμε με το μέρος εκείνων που, χωρίς να συμπεραίνουν, πάντα διερωτώνται. Δεν ειρωνεύομαι: αυτοί είναι οι περισσότεροι. Παρατηρώ ακόμα πως εκείνοι που απαντούν όχι, ενεργούν σαν να σκέφτηκαν, ναι. Πραγματικά, εάν δεχτώ το κριτήριο του Νίτσε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σκέφτονται, ναι. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές εκείνοι που αυτοκτονούν είναι βέβαιοι για το νόημα της ζωής. Αυτές οι αντιφάσεις πάντα υπάρχουν. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ποτέ δεν ήταν τόσο ζωντανές όσο αυτήν τη στιγμή που η λογική, αντίθετ5α, είναι τόσο απαραίτητη. Η σύγκριση ανάμεσα στις φιλοσοφικές θεωρίες και τη συμπεριφορά εκείνων που τις διδάσκουν είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι μεταξύ των στοχαστών που δέχονται πως η ζωή δεν έχει νόημα κανείς δεν έφτασε στο σημείο να την αρνηθεί, εκτός απ' τον Κιρίλωφ - που είναι μυθιστορηματικός ήρωας - τον Πενεγκρίνο [ Έχω ακούσει να μιλάνε για ένα μεταπολεμικό συγγραφέα, εφάμιλλο του Περεγκρίνου, που αφού τελείωσε το πρώτο του βιβλίο αυτοκτόνησε για να δημιουργήσει ενδιαφέρον γύρω απ' το έργο του. Το ενδιαφέρον πράγματι δημιουργήθηκε, μα το βιβλίο κρίθηκε ως αποτυχημένο] - γνωστό απ' τον Λουκιανό - και τον Ζυλ Λεκιέ που εκθειάζει την υπόθεση. Για να γελάσουν αναφέρουν συχνά τον Σοπενάουερ που έπλεκε το εγκώμιο της αυτοκτονίας μπροστά σ' ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά. Δεν είναι αστείο αυτό. Το να μη σέβεσαι μ' αυτό τον τρόπο το τραγικό, δεν είναι σπουδαίο, φτάνει όμως για να κρίνεις τον άνθρωπο.
Πρέπει λοιπόν να πιστέψουμε πως - μπροστά σ' αυτές τις αντιφάσεις και ασάφειες - δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στην γνώμη που μπορεί να έχουμε για τη ζωή και τη χειρονομία που κάνουμε για να την αφήσουμε; Δεν υπερβάλλουμε. Στον έρωτα ενός ανθρώπου για τη ζωή υπάρχει κάτι δυνατότερο απ' όλες τις αθλιότητες του κόσμου. Η κρίση του κορμιού αξίζει περισσότερο απ' την κρίση του πνεύματος και μπροστά στην εκμηδένιση το κορμί υποχωρεί. Συνηθίζουμε να ζούμε προτού συνηθίσουμε να σκεφτόμαστε. Σ' αυτήν τη διαδρομή που κάθε μέρα μας φέρνει κοντύτερα στο θάνατο το κορμί διατηρεί αυτή την αναπόφευκτη προτεραιότητα. Τελικά, η ουσιαστική αντίφαση υπάρχει σ' αυτό που θα ονομάσω υπεκφυγή, γιατί συγχρόνως είναι κάτι λιγότερο και περισσότερο από την ικανοποίηση, με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Πασκάλ. Η θνητή υπεκφυγή είναι η ελπίδα και αποτελεί το τρίτο θέμα αυτού του δοκιμίου. Η ελπίδα μιας άλλης ζωής που πρέπει "να αξίζει", ή η φρεναπάτη εκείνων που ζουν όχι για την ίδια τη ζωή, μα για κάποια μεγάλη ιδέα που τη διέπει, την εξυψώνει, της δίνει ένα νόημα και την προδίνει.
 
Έτσι όλα οδηγούν στη σύγχυση. Δεν είναι μάταιο το ότι ως εδώ παίζαμε με τις λέξεις και κάναμε πως πιστέψαμε ότι η άρνηση ενός νοήματος στη ζωή οδηγεί οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι δεν αξίζει τον κόπο να τη ζεις. Πράγματι, σ' αυτές τις δυο γνώμες δεν υπάρχει τίποτα το υπερβολικό. Πρέπει μονάχα να μη μας πλανήσουν οι συγχύσεις, οι διαστάσεις και οι ασάφειες που έχουμε μέχρι τώρα επισημάνει. Πρέπει να απομακρυνθούμε απ' όλα αυτά και να πάμε κατ' ευθείαν στο αληθινό πρόβλημα. Αυτοκτονεί κανείς γιατί δεν αξίζει τον κόπο να ζήσει τη ζωή, να μια αναμφισβήτητη αλήθεια - άκαρπη όμως γιατί είναι αυτόδηλη. Αλλά μήπως αυτή η προσβολή, αυτή η άρνηση που μέσα της βυθίζουμε την ύπαρξη, οφείλεται στο ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα; Μήπως ο παραλογισμός της ζωής μας αναγκάζει να φύγουμε απ' αυτή με την ελπίδα ή την αυτοκτονία; Να σε τι πρέπει ν' απαντήσουμε, τι πρέπει να γνωστοποιήσουμε και να εξηγήσουμε παραμερίζοντας όλα τ' άλλα. Το παράλογο οδηγεί στο θάνατο; Σ' αυτό το πρόβλημα πρέπει να δώσουμε το προβάδισμα, τοποθετώντας το μακριά από κάθε μέθοδο σκέψης και πνευματικούς ακροβατισμούς. Σ' αυτή την αναζήτηση, οι διαφορές, οι αντιφάσεις και η ψυχολογία, που ένα "αντικειμενικό" πνεύμα ξέρει πάντα να παρεμβάλλει σε όλα τα προβλήματα, δεν έχουν καμιά θέση. Εδώ, το μόνο που χρειάζεται, είναι μια σκέψη που δεν αιτιολογεί, δηλαδή μια σκέψη λογική. Αυτό δεν είν' εύκολο. Το να σκέφτεσαι λογικά, είναι πάντα απλό. Μα είναι σχεδόν αδύνατο να σκέφτεσαι λογικά ως το τέλος. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν με τα ίδια τους τα χέρια ακολουθούν, έτσι, τη συναισθηματική τους πλευρά ως το τέλος. Η σκέψη της αυτοκτονίας μου δίνει λοιπόν την ευκαιρία να θέσω το μοναδικό πρόβλημα που μ' ενδιαφέρει: υπάρχει λογική που φτάνει ως το θάνατο; Δεν μπορώ να το μάθω παρά διανύοντας ανεπηρέαστα αυτό το μοναδικό φως της αλήθειας με τη βοήθεια ενός συλλογισμού που τον ονομάζω παράλογο συλλογισμό. Πολλοί άρχισαν να τον κάνουν. Δεν ξέρω αν εξακολουθούν.
 
Όταν ο Καρλ Γιάσπερς, ανακαλύπτοντας το ανέφικτο της ενιαίας συγκρότησης του κόσμου, αναφωνεί: "Αυτός ο περιορισμός με οδηγεί στον εαυτό μου απ' όπου δεν υποχωρώ ούτε ένα βήμα, στην αντικειμενική άποψη που παρουσιάζω, με οδηγεί εκεί όπου ούτε εγώ ούτε η ύπαρξη του άλλου μπορεί να γίνει αντικείμενο για μένα", επικαλείται, ύστερα από πολλούς άλλους, αυτούς τους έρημους και άνυδρους τόπους όπου η σκέψη φτάνει σ' αδιέξοδο. Ύστερα από πολλούς άλλους, πραγματικά, αλλά πόσο βιαστικούς να βγουν από κει. Στην τελευταία αυτή καμπή που η σκέψη ταλαντεύεται φτάσαν πολλοί κι ανάμεσά τους οι πιο σεμνοί. Αυτοί που παραιτήθηκαν τότε από το πολυτιμότερο αγαθό, τη ζωή τους. Άλλοι, πνευματικές προσωπικότητες, επίσης παραιτήθηκαν, κατέληξαν όμως στην αυτοκτονία της σκέψης τους που αποτελούσε τη γνησιότερη επανάστασή τους. Η πραγματική προσπάθεια είναι να επιμένεις στο αντίθετο όσο μπορείς και να εξετάζεις από κοντά την άμορφη βλάστηση αυτών των μακρινών τόπων, όσο είναι δυνατό. Τα προσόντα που πρέπει να έχει κανείς για να παρατηρήσει αυτό το απάνθρωπο παιχνίδι, όπου το παράλογο, η ελπίδα κι ο θάνατος ανταλλάσσουν επιχειρήματα, είναι η επιμονή κι η διορατικότητα. Το πνεύμα μονάχα μ' αυτά μπορεί ν' αναλύσει - προτού περιγράψει κι αναστήσει - τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σ' αυτό το βασικό κι ανάερο χορό.

Ο μύθος του Σίσυφου (Albert Camus)

Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ' όπου η πέτρα, με το βάρος της, ξανάπεφτε. Είχαν σκεφτεί, κάπως δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ' τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία.

Εάν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο ήσυχος κι ο συνετότερος των θνητών. Μια άλλη, όμως, παράδοση τον παρουσιάζει σαν ληστή. Δε βλέπω εδώ καμιά αντίφαση. Οι γνώμες διαφέρουν πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να γίνει ο χωρίς κέρδος εργάτης του Άδη. Κατ' αρχάς του καταλογίζουν κάποια αστοχασιά με τους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Η Αίγινα, κόρη του Αισώπου, αρπάχτηκε από τον Δία. Ο πατέρας ταράχτηκε απ' την απαγωγή και απευθύνθηκε στον Σίσυφο. Αυτός, που ήξερε για την αρπαγή, υποσχέθηκε στον Ασωπό να τον βοηθήσει, με τον όρο πως θα έδινε νερό στον Ακροκόρινθο. Για τους ουράνιους κεραυνούς, θα δεχτεί την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα της έρημης και σιωπηλής αυτοκρατορίας του. Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε το Θάνατο από τα χέρια του νικητού του.


Λένε ακόμα πως όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος θέλησε να δοκιμάσει ανόητα την αγάπη της γυναίκας του. Τη διέταξε ν' αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος ξαναβρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, θυμωμένος εξ αιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξανάδε την όψη αυτού του κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε να γυρίσει στην καταχθόνια σκιά. Οι προσκλήσεις, οι θυμοί κι οι συμβουλές δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια αφέθηκε στην καμπύλη του κόλπου, στη λάμψη της θάλασσας και στα χαμόγελα της γης. Χρειαζόταν η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε να πιάσει τον θρασύ από το σβέρκο και, αποσπώντας τον απ' τις χαρές του, τον ξανάφερε με τη βία στον Άδη όπου ο βράχος του ήταν έτοιμος.


Έχουμε ήδη καταλάβει πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Τα πάθη του τον συνιστούν περισσότερο απ' το μαρτύριό του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, το μίσος του για το θάνατο και το πάθος του για τη ζωή του στοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, να δίνει όλο του το είναι χωρίς ανταμοιβή. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη. Δε μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχνονται για να τους ζωογονεί η φαντασία. Σ' αυτόν βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού ν' ανασηκώσει την πελώρια πέτρα, να τη γυρίσει και να την κάνει ν' αναρριχηθεί σε μια πλαγιά που έχει ανεβοκατέβει εκατό φορές. Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το κολλημένο πάνω στην πέτρα μάγουλο, τον ώμο που δέχεται το λασπωμένο όγκο, το πόδι που τον στηρίζει, τη διαστολή των μυώνων, την ανθρώπινη σιγουριά δυο χεριών γεμάτων γη. Στο έπακρο αυτής της τρομερής προσπάθειας, της μετρημένης με το χωρίς ουρανό διάστημα και το χωρίς βάθος χρόνο, ο σκοπός εκπληρώνεται. Ο Σίσυφος τότε, κοιτάζει την πέτρα να κατηφορίζει σε μερικές στιγμές προς αυτόν το χαμηλό κόσμο απ' όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα.


Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ' ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα. Βλέπω αυτό τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μα σταθερά, προς το ατέλειωτο μαρτύριο. Αυτή η ώρα που είναι σα μια αναπνοή και ξανάρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του, αυτή η ώρα, είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια απ' τις στιγμές της, από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά - σιγά προς τις τρώγλες των θεών, είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.


Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση. Πράγματι, που θα βρισκόταν ο πόνος του, εάν σε κάθε βήμα τον ενθάρρυνε η ελπίδα της επιτυχίας; Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής του: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκή η κατάβασή του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση.


Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί να γίνει επίσης μέσα στη χαρά. Αυτή η φράση δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι ακόμα τον Σίσυφο να ξαναπηγαίνει προς το βράχο του και τον πόνο ν' αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης μένουνε τόσο δυνατά στη μνήμη, όταν η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται όλη η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, γίνεται βράχος ο ίδιος. Η αμέτρητη λύπη είναι ανυπόφορη. Είναι οι νύχτες μας στη Γεσθημανή. Μα οι αβάσταχτες αλήθειες καταστρέφουν όταν μαθαίνονται. Έτσι, στην αρχή, ο Οιδίπους υπακούει στο πεπρωμένο που αγνοεί. Η τραγωδία του αρχίζει από τη στιγμή που μαθαίνει. Αλλά τότε, τυφλός κι απελπισμένος, γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ' αυτό τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού και μια μεγαλόστομη φράση αντηχεί: "Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γερατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά". Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον τύπο της παράλογης νίκης. Η αρχαία σύνεση συναντιέται με το σύγχρονο ηρωισμό.


Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο αν δεν επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο ευτυχίας. "Ε, πώς, από τόσο στενούς δρόμους--;;" Όμως, ένας κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Θα ήταν σφάλμα να πει κανείς πως η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από την ανακάλυψη του παράλογου. Συμβαίνει το ίδιο συχνά, το συναίσθημα του παράλογου να γεννιέται από την ευτυχία. "Κρίνω πως όλα είναι καλά", λέει ο Οιδίπους, κι αυτή η φράση είναι ιερή. Αντηχεί στο βάρβαρο και περιορισμένο από τον ανθρώπινο κόσμο. Δείχνει πως τίποτα δεν είναι, δεν ήταν εξαντλημένο. Διώχνει απ' αυτό τον κόσμο ένα θεό που μπήκε μ' απληστία και με τη γεύση των ανώφελων πόνων. Από το πεπρωμένο δημιουργεί μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει οπωσδήποτε να ρυθμιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους.


Όλη η βουβή χαρά του Σίσυφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Όμοια, ο παράλογος άνθρωπος όταν μελετάει το μαρτύριό του, κάνει όλα τα είδωλα να βουβαθούν. Στο ξαφνικά παραδομένο στη σιωπή του σύμπαν, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητες και μυστικές επικλήσεις, προσκλήσεις προς όλα τα πρόσωπα, αποτελούν την αναγκαία επιστροφή και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του θα είναι πια αδιάκοπος. Εάν υπάρχει ένα προσωπικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή εξαιρετικής τύχης ή το πολύ να υπάρχει μια, εκείνη που κρίνεται σα μοιραία κι αξιοκαταφρόνητη. Όσο για τις υπόλοιπες, ο άνθρωπος ξέρει πως είναι κύριος της ζωής του. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή του, ο Σίσυφος - πηγαίνοντας πάλι προς το βράχο του - μελετάει αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που γίνεται πεπρωμένο του, φτιαγμένο από τον ίδιο, απλό κάτω απ' το βλέμμα της μνήμης και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεισμένος για την εντελώς ανθρώπινη προέλευση όλων των ανθρώπινων, τυφλός που ποθεί να δει και ξέρει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, βρίσκεται πάντα σε πορεία. Ο βράχος γυρίζει ακόμα.


Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, χωρίς κυβερνήτη πλέον, δεν του φαίνεται στείρο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά.
Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.

Theodor Adorno και Max Horkheimer-Προς ένα νέο μανιφέστο;


Εισαγωγή
Μια διανοητική συνεργασία ζωής ανάμεσα σε δύο μείζονες διανοούμενους, τόσο κοντινούς μεταξύ τους που τα πιο διάσημα κείμενά τους γράφτηκαν από κοινού και που τα ονόματά τους είναι δύσκολο να αποκολληθούν το ένα από το άλλο, είναι αρκετά σπάνια ώστε να κατατάσσεται σχεδόν ως ιστορικό τεχνούργημα. Υπάρχουν, φαίνεται, μόνο δύο περιπτώσεις: στον 19ο αιώνα ο Μαρξ και ο Έγκελς και στον 20ο ο Χορκχάϊμερ και ο Αντόρνο. Μπορούν να ειδωθούν ως προάγγελοι αυτού που σε ένα μετα-αστικό κόσμο θα γινόταν λιγότερο σπάνιο; Οι πορείες τους διέφεραν. Ο Μαρξ και ο Έγκελς, γεννημένοι με δύο χρόνια διαφορά, ήταν σύγχρονοι· από τη στιγμή που διαμορφώθηκε η φιλία τους, η συνεργασία μεταξύ τους δε σταμάτησε ποτέ. Ο Αντόρνο ήταν οκτώ χρόνια νεώτερος του Χορκχάιμερ, και μια στενή σχέση συνεργασίας ήρθε πολύ αργότερα, με πολύ περισσότερες μεταβολές: αρχική συνάντηση το 1921, ενδιάμεσες εντάσεις και ανταλλαγές ως τα μέσα του 1930, συμφωνία μόνο στην αμερικανική εξορία από το 1938 και μετά, περισσότερο έντονα διαφορετικές ταυτότητες σε όλη τη δάρκεια. Η γενική τροχιά του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα της Φρανκφούρτης είναι γνωστή, καθώς στη διάρκεια του χρόνου η “κριτική θεωρία” —αρχικά η κωδική λέξη του Χορκχάιμερ για τον Μαρξισμό—περιορίστηκε στους χώρους της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της αισθητικής· βάσει όλων των σημαδιών, αποκόπηκε εντελώς από την πολιτική. Κατ’ ιδίαν, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, όπως κάνει σαφές ο παρακάτω διάλογος.

Το μοναδικό αυτό ντοκουμέντο είναι το αρχείο, που κατέγραψε η Γκρέτελ Αντόρνο, συζητήσεων κατά τη διάρκεια τριών εβδομάδων την άνοιξη του 1956, με στόχο την παραγωγή αυτού που ο Αντόρνο περιέγραψε ως σύγχρονη εκδοχή του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε ό,τι αφορά τη μορφή του θα μπορούσε να περιγραφεί, αν η τζαζ δεν ήταν ανάθεμα για τον Αντόρνο, ως φιλοσοφική πρόβα αυτοσχεδιασμού, όπου οι δύο στοχαστές αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα, συχνά παθιασμένα, πάνω σε κεντρικά θέματα της δουλειάς τους —τη θεωρία και την πράξη, την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο, την επικυριαρχία και την ελευθερία— σε μια πολιτική συχνότητα που δεν βρίσκεται πουθενά αλλού στα γραπτά τους. Μέσα σε ένα κινούμενο κυκεώνα επιχειρημάτων, αφορισμών και παρενθετικών παρατηρήσεων, όπου εναλάσσεται το διεισδυτικό με το ριψοκίνδυνο, το παιγνιώδες με το ευφυές, ανταλλάσονται θέσεις και αγνοούνται αντιφάσεις, χωρίς καμμία επιμονή στην συνέπεια. Κατ’ ουσίαν, κάθε στοχαστής αποκαλύπτει ένα διαφορετικό προφίλ. Ο Χορκχάιμερ, ιστορικά πιο πολιτικοποιημένος, ήταν πλέον ο πιο συντηρητικός, ρουφώντας τα άρθρα του περιοδικού Time για την Κίνα, αν και όχι στο σημείο ακόμα όπου θα συνέχαιρε τον Κάϊζερ για το γεγονός ότι προειδοποίησε για τον “κίτρινο κίνδυνο.” Αν και εξακολουθεί να κατηγορεί τη δύση για την αποτυχία της ρωσικής επανάστασης και απορρίπτει κάθε είδος ρεφορμισμού, η γενική του οπτική ήταν πλέον κοντινή με αυτή του Κοζέβ μια δεκατία αργότερα: “Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από την ανθρωπότητα από ό,τι μια λίγο-πολύ φθαρμένη εκδοχή του αμερικανικού συστήματος.” Ο Αντόρνο, έχοντας περισσότερο αισθητικές τάσεις, αναδύεται παραδόξως ως ο πιο ριζοσπάστης: υπενθυμίζει στον Χορκχάιμερ την ανάγκη εναντίωσης στον Αντεναόυερ, και οραματίζεται το εγχείρημά τους ως ένα “αυστηρά λενινιστικό μανιφέστο”, ακόμα και σε μια περίοδο κατά την οποία “ο τρόμος είναι ότι για πρώτη φορά ζούμε σε ένα κόσμο στον οποίο δεν μπορούμε πια να φανταστούμε έναν καλύτερο.”

1. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Μάρτης 1956
Χορκχάιμερ: Η εργασία είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα. Η “διαδικασία του πολιτισμού” έχει φετιχοποιηθεί.
Αντόρνο: Στο κεφάλαιο για τον φετιχισμό του Μαρξ, η κοινωνική σχέση εμφανίζεται με τη μορφή της ανταλλακτικής αρχής, σαν να ήταν το ίδιο το πράγμα.
Χ.: Το εργαλείο γίνεται το βασικό πράγμα.
Α.: Αλλά το δικό μας καθήκον είναι να το εξηγήσουμε αναρωτούμενοι για την τελική απαρχή της εργασίας, να το αντλήσουμε από την αρχή της κοινωνίας, ώστε να πηγαίνει πέρα από τον Μαρξ. Επειδή η ανταλλακτική αξία φαίνεται να είναι απόλυτη, η εργασία που την δημιουργεί φαίνεται επίσης απόλυτη, και όχι ως το πράγμα για του οποίου τη χάρη [η ανταλλακτική αξία] βασικά υπάρχει. Στην πραγματικότητα η υποκειμενική διάσταση της χρηστικής αξίας αποκρύπτει την αντικειμενική ουτοπία, ενώ η αντικειμενικότητα της ανταλλακτικής αξίας αποκρύπτει τον υποκειμενισμό.
Χ.: Η εργασία είναι το κλειδί για να εξασφαλιστεί το “όλα θα πάνε καλά.” Αλλά αναγάγωντάς την σε θεϊκό στάτους, την αδειάζουμε από νόημα.
Α.: Πώς γίνεται η εργασία να αντιμετωπίζεται ως απόλυτο; Η εργασία υπάρχει για να μετριάζει τις δυσκολίες της ζωής, για να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της ανθρωπότητας. Η επιτυχία της εργασίας στέκεται σε προβληματική σχέση με την προσπάθεια που απαιτείται. Δεν αναπαράγει απαραίτητα ή μετά βεβαιότητας τις ζωές αυτών που εργάζονται αλλά μόνο αυτών που κάνουν τους άλλους να εργαστούν για αυτούς. Για να πειστούν οι άνθρωποι να εργαστούν πρέπει να τους εξαπατήσεις με τις μπαρούφες περί εργασίας ως πράγματος αυτού καθαυτού.
Χ: Αλλά έτσι γίνεται με την αστική τάξη. Δεν ήταν η στάση των Ελλήνων αυτή. Ο νεαρός εργάτης στη μοτοσυκλέτα αντιμετωπίζει την εργασία ως Θεό του γιατί του αρέσει να ανεβαίνει στη μοτοσυκλέτα τόσο πολύ.
Α.: Αλλά ακόμα και αν του αρέσει, η υποκειμενική αυτή ευτυχία παραμένει ιδεολογική.
Χ.: Αλλά αν του έλεγες για την ιδέα μας ότι υποτίθεται ότι είναι απολαυστική, θα το έβρισκε δύσκολο να το κατανοήσει και θα προτιμούσε να τον αφήσουμε ήσυχο.
Α.: Όλα αυτά είναι ψευδαισθήσεις.
X.: Και ναι και όχι. Απαιτεί πράγματι μεγάλη προσπάθεια.
Α.: Το ίδιο και η ανάβαση της μοτοσυκλέτας.
Χ: Αυτή είναι αντικειμενικά μετρήσιμη προσπάθεια. Είναι ευτυχής που την κάνει. Η πραγματική του απόλαυση με την ανάβαση της μοτοσυκλέτας είναι οι πρωκτικοί ήχοι που εκπέμπει. Φαινόμαστε απλώς ανόητοι αν προσπαθήσουμε να δώσουμε εξηγήσεις που είναι υπερβολικά ακριβείς.
Α.: Η εργασία εμφανίζεται όσο νωρίς όσο η Βίβλος.
Χ.: Αρχικά ως ανταλλακτική αρχή.
Α.: Αλλά παραμένει ασαφές γιατί η εργασία θα έπρεπε να επενδύεται με επιθυμία έτσι κι αλλιώς.
Χ: Είναι επίσης η χειρότερη τιμωρία για κάποιον να μην του επιτρέπεται να εργαστεί καθόλου.
Α.: Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι τα κλειδιά για όλα αυτά τα πράγματα. Στην κοινωνία όπου ζούμε κάθε εργασία είναι σαν εργασία στα στρατόπεδα.
Χ.: Πρόσεξε, κινδυνεύεις να πλησιάσεις ςτην ιδέα της απόλαυσης της εργασίας. Η αχρηστία της εργασίας και η περιφρόνηση στερούν τους ανθρώπους από το ελάχιστο κομμάτι απόλαυσης που θα μπορούσαν να αντλήσουν από αυτή, αλλά δεν ξέρω αν αυτός είναι ο κρίσιμος παράγοντας. Καμμία ιδεολογία δεν επιβιώνει στα στρατόπεδα. Ενώ η κοινωνία μας επιμένει ακόμα ότι η εργασία είναι καλό πράγμα.
Α.: Πώς γίνεται η εργασία αυτοσκοπός; Αυτό χρονολογείται από εποχές πολύ πριν τον καπιταλισμό. Αρχικά, νομίζω, επειδή η κοινωνία αναπαρήγαγε τον εαυτό της μέσω της εργασίας, αλλά μετά σε κάθε ατομική περίπτωση η σχέση μεταξύ απτής εργασίας και αναπαραγωγής είναι νεφελώδης. Στην κοινωνικά χρήσιμη εργασία οι άνθρωποι ξεχνούν για ποιο λόγο είναι χρήσιμη. Η αφηρημένη αναγκαιότητα της εργασίας εκφράζεται από το γεγονός ότι η αξία αποδίδεται στην εργασία την ίδια.
Χ.: Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι απολαμβάνουν φυσικά την εργασία, αδιάφορα από το αν η εργασία τους έχει σκοπό ή όχι. Αρχικά, η θέση του ανθρώπου είναι σαν αυτή ενός σκύλου που θέλεις να εκπαιδεύσεις. Θα προτιμούσε να επιστρέψει σε μια πρότερη κατάσταση ύπαρξης. Εργάζεται για να μην χρειάζεται να εργάζεται. Η πραγμοποίηση της εργασίας είναι ένα στάδιο στην διαδικασία που μας επιτρέπει να επιστρέψουμε στην παιδική ηλικία, αλλά σε υψηλότερο επίπεδο.
Α.: Έχει μια θετική και μια αρνητική πλευρά. Η θετική πλευρά βρίσκεται στην τελεολογία που η εργασία δύναται να καταστήσει πλεοναστική· η αρνητική πλευρά είναι ότι παραδιδόμαστε στον μηχανισμό της πραγμοποίησης, και στη διαδικασία ξεχνάμε το σημαντικότερο από όλα. Αυτό μετατρέπει ένα κομμάτι της διαδικασίας σε απόλυτο. Αλλά αυτό δεν είναι διαστροφή, εφόσον χωρίς αυτό η όλη διαδικασία δεν θα λειτουργούσε.
Χ.: Δεν είναι απλά θέμα ιδεολογίας αλλά επηρεάζεται επίσης από το γεγονός ότι μια ακτίνα φωτός από το τέλος [1] πέφτει πάνω στην εργασία. Βασικά οι άνθρωποι είναι υπερβολικά μυωπικοί. Παρερμηνεύουν το φως που πέφτει πάνω στην εργασία από τελικούς σκοπούς. Αντ’ αυτού, εκλαμβάνουν την εργασία ως εργασία ως το τέλος και έτσι βλέπουν την προσωπική τους επιτυχία στη δουλειά ως τον σκοπό αυτό. Αυτό είναι το μυστικό. Αν δεν το έκαναν αυτό, θα μπορούσε να υπάρξει αλληλεγγύη. Μια ακτίνα φωτός από το τέλος πέφτει πάνω στο μέσο με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί. Είναι ακριβώς σαν να λατρεύεις το σπίτι στο οποίο μένει η ερωμένη αντί για την ίδια την ερωμένη. Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι η πηγή κάθε ποίησης.
Α.: Η τέχνη στο σύνολό της είναι πάντα τόσο ψευδής όσο και αληθής. Θα πρέπει να μην παραδιδόμαστε στην ιδεολογία της εργασίας, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι κάθε ευτυχία είναι δίδυμη της εργασίας.
Χ.: Η ακτίνα φωτός πρέπει να ανακλαστεί προς τα πίσω από μια πράξη αντίστασης.
Α.: Η ζωϊκή φάση κατά την οποία κάποιος δεν κάνει τίποτε απολύτως δεν μπορεί να ανακτηθεί.
Χ.: Η ευτυχία θα ήταν μια ζωώδης κατάσταση ειδωμένη από τη σκοπιά αυτού που έχει σταματήσει να είναι ζώο.
Α.: Τα ζώα θα μπορούσαν να μας διδάξουν τι είναι ευτυχία.
Χ.: Το να πετύχεις την κατάσταση του ζώου στο επίπεδο του στοχασμού —αυτό είναι η ελευθερία. Ελευθερία σημαίνει να μην χρειάζεται να εργάζεσαι.
Α.: Η φιλοσοφία πάντοτε επιβεβαιώνει ότι ελευθερία είναι να επιλέγεις μόνος σου την εργασία σου, να έχεις την κυριότητα κάθε φρικτού πράγματος.
Χ.: Αυτό είναι παράγωγο φόβου. Στην Ανατολή έχουν συνειδητοποιήσει ότι μια τέτοιου είδους ελευθερία δεν είναι τίποτε σπουδαίο, για αυτό και έχουν επιλέξει αντ’ αυτής τη δουλεία. Το βασικό σημείο εδώ είναι ότι πρέπει να νικήσει η δικαιοσύνη. Δεν βασίζονται ιδιαίτερα στην ελευθερία. Η ελευθερία θα σήμαινε επιστροφή σε μια διεσπαρμένη κατάσταση πραγμάτων σε υψηλότερο επίπεδο. Εφόσον ο πολιτισμός είναι ταυτόσημος με την εργασία, η ειδωλοποίηση του ενός είναι το ίδιο κακή με την ειδωλοποίηση του άλλου. Το χαωτικό, το διεσπαρμένο —αυτό θα ήταν η ευτυχία.

2. ΕΡΓΑΣΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-Ι

12 Μάρτη, πρωί
Χορκχάιμερ: Ο Τέντι [2]  θέλει να διασώσει ένα ζεύγος εννοιών: θεωρία και πρακτική. Αυτές οι έννοιες είναι οι ίδιες ξεπερασμένες.
Αντόρνο: Χάσμα ανάμεσα στη δολοφονία των Εβραίων, την ταφή τους ενώ ήταν ζωντανοί γιατί δεν άξιζαν δεύτερη σφαίρα, και την θεωρία που αναμένεται να αλλάξει τον κόσμο.
Χ.: Δυο αντίθετα πιστεύω: η πίστη στην πρόοδο, που την ασπάζεται επίσης ο Μαρξισμός, και η άποψη ότι ιστορία δεν μπορεί να την κατορθώσει.
Α.: Αλλά δεν είναι αυτό το κέντρο της διαφωνίας μας.
Χ.: Η άποψή σου είναι ότι θα πρέπει να ζούμε τις ζωές μας με τέτοιο τρόπο που τα πράγματα να καλυτερεύσουν σε εκατό χρόνια. Λίγο-πολύ, αυτό λέει και ο ιερέας.
Α.: Η διαφωνία μας είναι για το αν η ιστορία μπορεί να πετύχει ή όχι. Πώς να ερμηνεύσουμε το “μπορεί”; Από τη μία, ο κόσμος περιέχει αρκετές ευκαιρίες για επιτυχία. Από την άλλη, τα πάντα είναι μαγεμένα, σαν να βρίσκονται κάτω από κάποιο ξόρκι. Αν μπορούσε να σπάσει το ξόρκι, τότε θα ήταν εφικτή η επιτυχία. Αν οι άνθρωποι θέλουν να πειστούμε ότι οι υπό προϋποθέσεις φύση του ανθρώπου θέτει όρια για την ουτοπία, αυτό είναι απλά αναληθές. Η δυνατότητα μιας εντελώς αδέσμευτης κοινωνίας παραμένει έγκυρη. Σε ένα κόσμο όπου ο άλογος πόνος έχει πάψει να υπάρχει, ο Σοπενάουερ έχει λάθος.
Χ.: Μακροπρόθεσμα δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Η πιθανότητα της οπισθοδρόμησης είναι πάντα παρούσα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απορρίψουμε και τον Μαρξισμό και την οντολογία. Ούτε το καλό ούτε το κακό δεν μένουν, αλλά το κακό έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει. Ο κριτικός νους πρέπει να απελευθερωθεί από ένα Μαρξισμό ο οποίος λέει ότι όλα θα πάνε καλά αν γίνεις σοσιαλιστής. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από την ανθρωπότητα από μια λίγο-πολύ παραφθαρμένη εκδοχή του αμερικανικού συστήματος. Η διαφορά ανάμεσά μας είναι ότι ο Τέντι διατηρεί ακόμα μια τάση για θεολογία. Οι δικές μου σκέψεις τείνουν να κινούνται στην κατεύθυνση του να λέω ότι οι καλοί πεθαίνουν. Κάτω απ’ τις συνθήκες, ο σχεδιασμός θα προσέφερε την καλύτερη προοπτική.
Α.: Αν το αποτέλεσμα του σχεδιασμού ήταν ότι θα έπαυαν να υπάρχουν ζητιάνοι, τότε ο ίδιος ο σχεδιασμός θα απαλασσόταν από την ακαμψία του, και το αποτέλεσμα θα ήταν αποφασιστική αλλαγή.
Χ.: Ίσως, αλλά η εκ νέου κατρακύλα στη βαρβαρότητα δεν είναι λιγότερο εννοήσιμη.
Α.: Η κατρακύλα στη βαρβαρότητα είναι πάντα επιλογή. Αν ο κόσμος ήταν τόσο καλά σχεδιασμένος που το κάθε τι που έκανε κάποιος υπηρετούσε όλη την κοινωνία με τρόπο διαφανή και αν οι άλογες δραστηριότητες εγκαταλείπονταν, θα ήμουν ευτυχής να δούλευα δυο ώρες τη μέρα ως συνοδός ασανσέρ.
Χ.: Μια τέτοιου είδους παραδοχή μας οδηγεί απευθείας στον ρεφορμισμό.
Α.: Η αναμόρφωση της κυβέρνησης δεν μπορεί να έλθει με ειρηνικά μέσα.
Χ.: Αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό. Μετά την επανάσταση δεν θα υπάρχει βεβαιότητα ότι δεν θα οπισθοδρομήσει εκ νέου. Τόσο ο Μαρξισμός όσο και ο αστικός κόσμος φροντίζουν να βεβαιωθούν ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιστρέψουν στην προ-πολιτισμένη φάση, τη φάση στην οποία ο άνθρωπος αναζήτησε καταφύγιο απ’ τη δουλειά επιστρέφοντας στην παιδική ηλικία.
Α.: Δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου.
Χ.: Ο άνθρωπος αξίζει κάτι μόνο εφόσον δουλεύει. Εδώ επεισέρχεται η έννοια της ελευθερίας.
Α.: Ελευθερία από την εργασία.
Χ.: Η ελευθερία δεν είναι ελευθερία να συσσωρεύεις, είναι το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να συσσωρεύεις.
Α.: Αυτό μπορείς να το βρεις στον Μαρξ. Από τη μία πλευρά, ο Μαρξ φαντάστηκε την απελευθέρωση από την εργασία. Από την άλλη, η κοινωνική εργασία είναι κάτι που βλέπει λουσμένο με πολύ λαμπρό φως. Οι δύο ιδέες δεν συνδέονται σωστά. Ο Μαρξ δεν κριτίκαρε την ιδεολογία της εργασίας, γιατί χρειαζόταν την έννοια της εργασίας για να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με την αστική τάξη.
Χ.: Χρειαζόμαστε μια διαλεκτική εδώ. Οι άνθρωποι καταστέλλουν τις χαοτικές τους ορμές που μπορεί να τους οδηγήσουν μακριά απ’ την εργασία. Αυτό είναι που τους κάνει να νιώθουν ότι η εργασία είναι ιερή.
Α.: Η ιδέα της ελευθερίας από την εργασία αντικαθίσταται από την δυνατότητα να διαλέξεις τη δουλειά σου. Ο αυτοκαθροσιμός σημαίνει ότι μέσα στην κατάμτηση εργασίας που ήδη θεμελιώνεται μπορώ να ξεγλιστρίσω στον τομέα που μου υπόσχεται τις μεγαλύτερες ανταμοιβές.
Χ.: Η ιδέα ότι η ελευθερία συνίσταται στον αυτοκαθορισμό είναι στην πραγματικότητα μάλλον αξιοθρήνητη, αν το μόνο που σημαίνει αυτό είναι ότι η δουλειά που κάποτε με διέταζε ο αφέντης μου να κάνω είναι η ίδια με τη δουλειά που τώρα αναζητώ να κάνω με τη δική μου ελεύθερη θέληση· ο αφέντης δεν καθόρισε τις δικές του πράξεις.
Α.: Η έννοια του αυτοκαθορισμού δεν έχει τίποτε να κάνει με την ελευθερία. Σύμφωνα με τον Καντ, αυτονομία σημαίνει να υπακούς τον εαυτό σου.
Χ.: Μια παρεξήγηση της φεουδαρχίας.
Α.: Μια απαραίτητη ψευδής συνείδηση· ιδεολογία.
Χ.: Γερμανικός ιδεαλισμός, αστική ιδεολογία: η απόλυτη θέση της φαινομενικής εμφάνισης του αυτοκαθορισμού στη φεουδαρχία από την θέση θέασης της αστικής τάξης.
Α.: Υπερβατική αντίληψη [3]: Η εργασία γίνεται απόλυτη. Η εργασία, που είναι μια προδιαγεγραμμένη σχέση μέσα στην κοινωνία επανερμηνεύεται ως ελευθερία.
Χ.: Οι βάρβαρες τιμωρίες στη σοβιετική ζώνη για ανθρώπους που αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τις νόρμες παραγωγικότητάς τους. Αυτό συνδέεται άμεσα με την ιδεολογία της κατανάλωσης και στα δύο μισά του κόσμου. Το αντίθετο της εργασίας γίνεται αντιληπτό ως τίποτε περισσσότερο από κατανάλωση.
Α.: Ο Καρλ Κράους είπε ότι ο άνθρωπος δεν δημιουργείται ως καταναλωτής ή ως παραγωγός αλλά ως ανθρώπινο ον. [4]
Χ.: Σήμερα οι άνθρωποι προτιμούν να μιλούν για κοινωνικούς συνεργάτες.
Α.: Όλες οι αντιθέσεις μπαίνουν στο ίδιο καλάθι στις μέρες μας.
Χ.: Είμαστε υπέρ του χαωτικού, αυτού που δεν έχει συμπεριληφθεί.
Α.: Δεν μπορείς να προτείνεις το χαωτικό. Παράδειγμα της αποπνικτικότητας του Έγκελς.
Χ.: Δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει γιατί θεωρείται πάντα να είναι τόσο φρικτό στην αστική κοινωνία, ήδη από τον καιρό της Ρώμης, για έναν άνθρωπο που φλέγεται από επιθυμία να ακουμπήσει το σώμα μιας γυναίας. Συνδέεται με το καλύτερο και το χειρότερο μέσα τους. Η αποστροφή απ’ τον κόσμο της ανταλλαγής έχει βρει καταφύγιο εδώ. Το μη αστικό υποτίθεται ότι αυτοσυντηρείται στην αγάπη.
Α.: Φαντάζομαι ότι τα αστικά σεξουαλικά ταμπού συνδέονται με το jus primae noctis [5].Οι γυναίκες πρέπει να αποκτήσουν το δικαίωμα να διαχειρίζονται οι ίδιες το σώμα τους. Οι άνθρωποι γίνονται ιδιοκτησία του εαυτού τους. Αυτό απειλείται από τη σεξουαλικότητα και αυτό εδραιώνει το σκηνικό για τον διαρκή πόλεμο ανάμεσα στα φύλα.
Χ.: Ο ορισμός του Καντ για τον γάμο [6]. Η αγάπη πιθανότατα περιέχει την ψευδή άρνηση της αστικής κοινωνίας.
Α.: Την αρνείται με ανήμπορο τρόπο, αναπαράγωντάς την μέσω της άρνησής της.
Χ.: Ο κόσμος κυριαρχείται από ένα μακρόσυρτο ύμνο στην εργασία, αλλά και αυτό επίσης δεν είναι απλά αρνητικό. Μακιαβέλι.
Α.: Η ευτυχία συνδέεται με την εργασία.
Χ.: Το χειρότερο πράγμα είναι να ανακατεύεις την εργασία με την ευτυχία.
Α.: Η προσπάθεια είναι ένα οργανικό κομμάτι της σεξουαλικής ευτυχίας. Είναι αλήθεια βέβαια ότι η εργασία είναι επίσης ευτυχία, αλλά δεν επιτρέπεται να το πούμε. Ή μήπως βρίσκουμε την ευτυχία μόνο στη δουλειά μας επειδή είμαστε οι ίδιοι αστοί;
Χ.: Φρόιντ. Ενόρμηση θανάτου.

Σημειώσεις
[2] Σ.τ.Μ: Χαιδευτικό του Αντόρνο.
[3] Στον Καντ πρόκειται για την καθαρά μορφική, αυθεντική, διαρκώς ταυτόσημη αυτοσυνείδηση η οποία προϋποτίθεται από όλες τις ιδέες και έννοιες. Βλ. Κριτική του καθαρού λόγου, μτφρ. Paul Guyer και Allen W. Wood, τμήμα 16, “Για την αυθεντική συνθετική ενότητα της αντίληψης”, Κέμπριτζ, 1997, σ. 246ff.
[4] Καρλ Κράους, Die Fackel, αρ. 406-12, 5 Οκτώβρη 1915, σ. 6.
[5] Σ.τ.Μ.: Το droit du seigneur, το θρυλικό μεσαιωνικό δικαίωμα του τοπικού άρχοντα να έχει την πρώτη νύχτα του γάμου με κάθε γυναίκα που παντρεύονταν οι υποτελείς του.
[6]Σύμφωνα με τον Καντ, ο γάμος είναι “η ένωση δύο προσώπων διαφορετικών φύλων με σκοπό την εφ όρου ζωής ιδιοκτησία των σεξουαλικών χαρακτηριστικών του ενός από τον άλλο.” Μεταφυσική της ηθικής, επιμ. Mary Gregor, Κέμπριτζ 1996, σ. 62.


3. ΕΡΓΑΣΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΙI

12 Μάρτη, απόγευμα
Χορκχάιμερ.: Θέση: Στις μέρες μας έχουμε αρκετές παραγωγικές δυνάμεις· προφανώς, θα μπορούσαμε να εφοδιάσουμε όλο τον κόσμο με αγαθά και μετά να προσπαθήσουμε να καταργήσουμε τη δουλειά ως αναγκαιότητα για τους ανθρώπους. Σ’ αυτή την κατάσταση, το όνειρο της ανθρωπότητας είναι η κατάργηση τόσο της εργασίας όσο και του πολέμου. Το μόνο μειονέκτημα είναι ότι οι Αμερικανοί θα πουν ότι αν το κάνουμε αυτό, θα οπλίσουμε τους εχθρούς μας. Και στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα είδος κυρίαρχο στρώματος στην Ανατολή σε σύγκριση με το οποίο ο Τζον Φόστερ Νταλς [7]  είναι ένας αξιαγάπητος αθώος.
Αντόρνο: Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε μια συζήτηση για την αντίρρηση: τι θα κάνει ο κόσμος με όλο τον ελεύθερό του χρόνο;
Χ.: Στην πραγματικότητα, ο ελεύθερός τους χρόνος δεν τους κάνει καλό γιατί ο τρόπος με τον οποίο αναγκάζονται να εργαστούν δεν συμπεριλαμβάνει την εμπλοκή με αντικείμενα. Αυτό σημαίνει ότι δεν εμπλουτίζονται από την συνάντησή τους με τα αντικείμενα. Εξαιτίας της απουσίας αληθινής εργασίας, το υποκείμενο συρρικνώνεται και στον ελεύθερό του χρόνο είναι ένα τίποτε.
Α.: Επειδή οι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται τόσο σκληρά, υπάρχει μια έννοια κατά την οποία ξοδεύουν τον ελεύθερό τους χρόνο επαναλαμβάνοντας εμμονικά τις προσπάθειες που απαιτήθηκαν απ’ τους ίδιους. Δεν πρέπει να αντιτιθέμεθα στην εργασία απόλυτα.
Χ.: Θα έπρεπε να χτίσουμε ένα είδος προγράμματος για μια νέα μορφή πρακτικής. Στην Ανατολή, οι άνθρωποι καταντούν ζώα που φορτώνονται. Οι κούληδες μάλλον χρειαζόταν να κάνουν λιγότερη εργασία από ό,τι οι σημερινοί εργάτες σε 6-7 ώρες.
Α.: “Κανένας βοσκός και ένα κοπάδι.”[8] Ένα είδος ψευδούς αταξικής κοινωνίας. Η κοινωνία βρίσκεται στον δρόμο που φαίνεται να οδηγεί στην τέλεια αταξική κοινωνία αλλά στην πραγματικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο.
Χ.: Αυτό είναι υπερβολικά αντιδραστικό. Θα πρέπει ακόμα να μπορούμε να πούμε κάτι για να εξηγήσουμε γιατί η ανθρωπότητα έπρεπε να περάσει από αυτό το ατομικιστικό στάδιο πολιτισμού. Στις μέρες μας οι άνθρωποι λένε: φερθείτε μας καλά και η παραγωγικότητα θα αυξηθεί. Το γεγονός ότι αυτό λέγεται ανοιχτά αξίζει αρκετής ενασχόλησης το ίδιο.
Α.: Ο λόγος που όλο αυτό το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου είναι τόσο ατυχές είναι ότι οι άνθρωποι μιμούνται ασυνείδητα την εργασιακή διαδικασία, ενώ αυτό που πραγματικά θέλουν είναι να σταματήσουν να εργάζονται εντελώς. Η ευτυχία προαπαιτεί απαραίτητα το στοιχείο της προσπάθειας. Βασικά, θα πρέπει να μιλήσουμε και πάλι στην ανθρωπότητα όπως στον 18ο αιώνα: υπερασπίζεστε ένα σύστημα που απειλεί να σας καταστρέψει. Η αναφορά στις τάξεις δεν θα αποδώσει πλέον, εφόσον σήμερα είστε όλοι στην πραγματικότητα προλετάριοι. Πρέπει κανείς να σκεφτεί πολύ για το σε ποιον απευθύνεται.
Χ.: Στον δυτικό κόσμο.
Α.: Δεν γνωρίζουμε τίποτε για την Ασία.
Χ.: Τι να πούμε στον δυτικό κόσμο; Πρέπει να δώσετε τροφή στην Ανατολή;
A.: Την εισαγωγή ενός πλήρως αναπτυγμένου σοσιαλισμού, τρίτης φάσης σε διάφορες χώρες. Τα πάντα εξαρτώνται από αυτό. Τι θα λεγες για το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ως βασικό θέμα για παραλλαγές;
Χ.: Η παγκόσμια κατάσταση είναι ότι τα πάντα μοιάζουν να καλυτερεύουν, αλλά οι απελευθερωτές του κόσμου μοιάζουν όλοι με τον Τσέζαρε Βοργία.
Α.: Έχω την αίσθηση ότι κάτω από το λάβαρο του Μαρξισμού, η Ανατολή μπορεί να υπερνικήσει τον δυτικό πολιτισμό. Αυτό θα σήμαινε μια μετατόπιση σε όλη τη δυναμική της ιστορίας. Ο Μαρξισμός υιοθετείται στην Ασία με πολύ παρόμοιο τρόπο με αυτόν που ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε κάποτε στο Μεξικό. Και η Ευρώπη επίσης θα καταποθεί σε κάποιο σημείο στο μέλλον.
Χ.: Νομίζω ότι η Ευρώπη και η Αμερική είναι πιθανότατα οι καλύτεροι πολιτισμοί που η ιστορία έχει ως τώρα παράξει σε ό,τι αφορά την ευημερία και τη δικαιοσύνη. Το βασικό θέμα τώρα είναι να διαφυλάξουμε αυτά τα κέρδη. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν παραμείνουμε ανηλεώς κριτικοί απέναντι σ’ αυτόν τον πολιτισμό.
Α.: Δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την υπεράσπιση του δυτικού κόσμου.
Χ.: Όχι, γιατί αυτό θα τον κατέστρεφε. Αν υπερασπιζόμασταν τους Ρώσους, θα ήταν σαν να βλέπαμε την εισβολή των τευτονικών ορδών ως ηθικά ανώτερη της [ρωμαϊκής] δουλεμπορικής οικονομίας. Η Δύση φταίει που η ρωσική επανάσταση πήρε το δρόμο που πήρε. Φοβάμαι πάντα φριχτά ότι αν αρχίσουμε να μιλάμε για πολιτική, θα παραχθεί το είδος συζήτησης που ήταν συνηθισμένο στο Ινστιτούτο.
Α.: Η συζήτηση θα πρέπει να αποφεύγει με κάθε κόστος την εκχυδαϊσμένη μορφή του Μαρξισμού. Αυτή συνδέθηκε με ένα συγκεκριμένο είδος θετικιστικής τακτικής, δηλαδή τον ακραιφνή διαχωρισμό ανάμεσα στις ιδέες και την ουσία.
Χ.: Πήρε τη μορφή μιας υπερβολικής επιμονής στην διατήρηση της ορολογίας.
Α.: Αλλά αυτό χρειάζεται να ειπωθεί. Μιλούν ακόμα λες και μια ακροαριστερή φράξια ήταν έτοιμη να ξαναενωθεί με το Πολιτμπιρό την επαύριο.
Χ.: Τι γίνεται με τα υπονοήματα αυτού του πράγματος για τη δική μας ορολογία; Μόλις αρχίσουμε να διαφωνούμε με τους Ρώσους για ορολογία πάμε χαμένοι.
Α.: Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τη μαρξιστική ορολογία.
Χ.: Δεν έχουμε τίποτε άλλο. Αλλά δεν είμαι βέβαιος πόσο πρέπει να την διατηρήσουμε. Παραμένει το πολιτικό ζήτημα συναφές σε καιρούς όπου δεν μπορείς να δράσεις πολιτικά;
A.: Από τη μία είναι ιδεολογία· από την άλλη, όλες οι διαδικασίες που μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή είναι πολιτικές διαδικασίες. Η πολιτική είναι τόσο ιδεολογία όσο και αυθεντική πραγματικότητα.
Χ.: Μίλησες στην υποτακτική· προφανώς δεν πιστεύεις στα αλήθεια σ’ αυτές τις διαδικασίες.
Α.: Το πιο προσωπικό μου συναίσθημα είναι ότι αυτή τη στιγμή όλα έχουν κλείσει, αλλά ότι όλα μπορούν να αλλάξουν σε μια στιγμή. Η δική μου πεποίθηση είναι η ακόλουθη: η κοινωνία αυτή δεν κινείται στην κατεύθυνση του κράτους πρόνοιας. Αποκτά όλο και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στους πολίτες της, αλλά ο έλεγχος αυτός αυξάνεται σε συνάρτηση με την αύξηση του παραλογισμού της. Και είναι θεμελιώδης ο συνδυασμός των δύο. Όσο παραμένει αυτή η ένταση, δεν μπορείς να φτάσεις στην ισορροπία που θα χρειαζόταν για να μπει τέλος σε κάθε αυθορμητισμό. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα κόσμο εντατικοποιημένο στο σημείο τρέλας χωρίς να απελευθερώνονται αντικειμενικές δυνάμεις αντίστασης.
Χ.: Εγώ όμως μπορώ. Γιατί η ανθρωπότητα αυτοκαταστρέφεται. Ο κόσμος είναι τρελός και θα παραμείνει τρελός. Όταν φτάνουμε εκεί, το βρίσκω εύκολο να πιστέψω ότι το σύνολο της παγκόσμιας ιστορίας είναι απλώς μια μύγα που παγιδεύτηκε στις φλόγες.
Α.: Ο κόσμος δεν είναι απλώς τρελός. Είναι τρελός και λογικός μαζί.
Χ.: Το μόνο πράγμα που αντιτίθεται στον πεσιμισμό μου είναι το γεγονός ότι συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε σήμερα. Όλη η ελπίδα επαφίεται στη σκέψη. Αλλά είναι εύκολο να σκεφτείς ότι μπορεί να τελειώσουν όλα.
Α.: Και ότι δεν θα συνεχίσει κανείς να σκέφτεται. Αλλά ακόμα και ο κύριος Αϊζενχάουερ δεν θα μπορεί να επιλέξει τον Νίξον για συνυποψήφιό του εξαιτίας του φόβου ενός προληπτικού πολέμου.[9]
Χ.: Ίσως. Αλλά τι είναι αυτό σε σύγκριση με τον φόνο είκοσι εκατομμυρίων Κινέζων; [10]
Α.: Το γεγονός είναι ότι υπάρχει μια εξουσία που έχει την ικανότητα να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή. Σ’ αυτή την εξουσία μπορούν να γίνουν εκκλήσεις. Είναι το ένστικτο των αμερικανών ψηφοφόρων που θα αρνηθεί να ανεχτεί τον Ρίτσαρντ Νίξον ως αντιπρόεδρο.
Χ.: Αυτή είναι ρεφορμιστική θέση.
Α.: Έχω την αίσθηση ότι αυτό που κάνουμε δεν είναι χωρίς αποτελέσματα.
Χ.: Λίγο-πολύ, ανάλογα με το αν έχουμε μια ξεκάθαρη ιδέα του τι πρέπει να γίνει. Δεν μπορούμε να βασιστούμε στην υπόθεση ότι ο κόσμος θα εξακολουθήσει να έχει αναμνήσεις του σοσιαλισμού. Αυτό εύκολα μπορεί να οδηγήσει στην επηρμένη κριτική του είδους που άσκησαν ο Μαρξ και ο Καρλ Κράους, όπου έχεις την αίσθηση ότι η κριτική τους βασίζεται σε μια λανθασμένη θεωρία. Αυτό ενδυναμώνει απλώς τους κακούς. Αυτό που εμπνέει επιφυλάξεις για τον Κράους είναι ένα είδος έπαρσης, γιατί οτιδήποτε θεμελιώνει τη θέση του είναι κάτι που δεν μπορούμε να εγκρίνουμε. Πρέπει να υπερασπιστούμε την άποψη ότι η Δύση πρέπει να παράγει ώστε να μην πεινά κανείς.
Α.: Αυτό πρέπει πρώτα να εφαρμοστεί στη Δύση.

Σημειώσεις
[7] Σ.τ.Μ: Υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Άιζενχαουερ από το 1953 έως το 1959. Γνωστός για την επιθετική αντικομμουνιστική του πολιτική. Ενεπλάκη, μέσω της ΣΙΑ, στην ανατροπή της κυβέρνησης Μοσαντέ στο Ιράν το 1953 και της κυβέρνησης Αρμπένζ στη Γουατεμάλα το 1954.
[8] “Κανένας βοσκός και ένα κοπάδι. Όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα. Τα πάντα είναι ίδια. Όποιος σκέφτεται διαφορετικά πηγαίνει εθελοντικά στο τρελάδικο.” Φρίντριχ Νίτσε, Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, Χάρμοντσγουορθ 1961, σ. 46.
[9] Πιθανώς, αναφορά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 1956.
[10] Ο Χορκχάϊμερ αναφέρεται πιθανότατα σε ένα ανατριχιαστικό κεντρικό άρθρο στο περιοδικό Time: “Κίνα: Η κορυφή του κύματος του τρόμου”, 5 Μαρτίου 1956· το τεύχος βρισκόταν στο αρχείο του.


4. Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
13 Μάρτη, πμ
Χορκχάιμερ: Δεν νομίζω ότι τα πράγματα θα καταλήξουν καλά, αλλά η ιδέα ότι μπορεί και να καταλήξουν καλά είναι κρίσιμης σημασίας.
Αντόρνο: Αυτό συνδέεται με την λογική. Οι άνθρωποι κάνουν πράγματα με πολύ χειρότερο τρόπο από ότι τα ζώα, αλλά η ιδέα ότι τα πράγματα θα μπορούσε να είναι διαφορετικά πέρασε μόνο απ' τον ανθρώπινο νου.
Χ.: Από ανθρώπους ατομικά, όχι την ανθρωπότητα.
Α.: Δεν είναι τυχαίο αυτό; Αυτό που είναι ζωτικό είναι ότι το είδος συγκροτείται με τέτοιο τρόπο ώστε να προωθεί την ιδέα της μονιμότητας, και αυτό το οδηγεί στην περαιτέρω ιδέα ότι η βία δεν είναι απαραίτητη. Όταν αρχίζεις να στοχάζεσαι το μοτίφ της αυτοσυντήρησης, πρέπει απαραίτητα να προχωρήσεις πέρα από αυτό, γιατί σύντομα συνειδητοποιείς ότι η χωρίς αναστολές αυτοσυντήρηρηση καταλήγει πάντα σε καταστροφή.
Χ.: Το βρίσκω αποκρουστικό όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μόνο αν όλοι συμφωνούσαν θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι σημαντικό. Στην πραγματικότητα το σύνολο της φύσης θα πρεπε να τρέμει με τη σκέψη. Η αλήθεια είναι αντιθέτως ότι τα πράγματα θα πάνε καλά μόνο εφόσον ο ένας κρατά τον άλλο υπό έλεγχο.
A.: Αυτό θα ίσχυε για την αδερφότητα ανάμεσα στους ηγέτες, το παγκόσμιο μονοπώλιο. Θα ήταν καλύτερα αν το κατόρθωναν οι λαοί.
Χ.: Αυτό θα ήταν εξίσου κακό. Κάθε γενιά πρέπει να εκπολιτίζεται εξ αρχής.
Α.: Δεν το πιστεύω απόλυτα αυτό. Πιστεύω ότι υπάρχει μια είδους προοδευτική διαδικασία ανώτερης διαφοροποίησης. Οι άνθρωποι γίνονται Κρούστσεφ μόνο επειδή τους χτυπούν κατακέφαλα.
Χ.: Αυτή ακριβώς είναι η θέση του Χέρμπερτ Μαρκούζε.
Α.: Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι κακοί όταν έρχονται στον κόσμο.
Χ.: Δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Απλώς θέλουν να επιβιώσουν.
Α.: Δεν είναι και τόσο κακοί εκ φύσεως.
Χ.: Ο τρόπος με τον οποίο έχει τεθεί ως τώρα αυτό είναι μια προκατάληψη. Η προκατάληψη είναι πάντα η πίστη στο κακό. Δεν πρόκειται οι άνθρωποι να καταλάβουν ο ένας τον άλλο και όλα να είναι ειδυλλιακά. Αλλά θα πρέπει να διασώσουμε την ιδέα που εκφράζεις εδώ.
Α.: Δεν είναι αυτό που οι άνθρωποι κάνουν στη φύση μια προβολή αυτού που κάνουν ο ένας στον άλλο; Να χτυπούν τον εξωτερικό κόσμο επειδή πάντοτε νιώθουν εξευτελισμένοι;
X.: Είναι πιθανό. Η ανημπόρια αυτής της ιδέας συνδέεται με το γεγονός ότι ως τώρα έχει διατυπωθεί άσχημα. Ίσως είναι απαραίτητο να δωθεί συνειδητή έκφραση σε ένα λάθος στο οποίο πιστεύει κάποιος. Όπως είπε ο Καντ: πρέπει κάποιος να πιστεύει, ενάντια στη λογική του. [11]
Α.: Οι απόπειρες διαμεσολάβησης στα γραπτά του είναι πολύ τεχνητές.
Χ.: Το ερώτημά μας είναι, για ποιου συμφέρον γράφουμε, τώρα που δεν υπάρχει πια κόμμα και που η επανάσταση έγινε τόσο απίθανη προοπτική; Η απάντησή μου θα ήταν ότι θα πρέπει να μετρήσουμε το παν με βάση την ιδέα ότι όλα θα έπρεπε να είναι καλά. Πιθανότατα, θα είναι αδύνατο να κάνουμε οτιδήποτε άλλο. Συνδέεται όλο αυτό με τη γλώσσα. Κάθε τι που ανήκει στη διάνοια συνδέεται με τη γλώσσα. Στη γλώσσα είναι που μπορεί να αρθρωθεί η ιδέα ότι όλα θα έπρεπε να είναι καλά.
Α.: Η γλώσσα δεν έχει σημασία για τον Μαρξ, είναι θετικιστής. Ο Καντ δεν είναι απλώς ιδεολογία. Η δουλειά του περιέχει σε κάποιο σημείο μια έκκληση στο είδος, την ανθρωπότητα σε αντίθεση με τους περιορισμούς του συγκεκριμένου. Στη φιλοσοφία του η ιδέα της ελευθερίας ορίζεται ως ιδέα της ανθρωπότητας. Υπάρχει επίσης η υπονοημένη πρόταση ότι το ερώτημα για το αν οι άνθρωποι είναι απλώς φυσικά όντα συνδέεται ουσιαστικά με τη σχέση με τη φύση που χαρακτηρίζει το απομονωμένο άτομο. Είχε ήδη προσέξει ότι η έννοια της ελευθερίας δεν βρίσκεται στο απομονωμένο υποκείμενο, αλλά μπορεί να συλληφθεί μόνο σε σχέση με τη συγκρότηση της ανθρωπότητας ως συνόλου. Η ελευθερία στην πραγματικότητα συνίσταται μόνο στην πραγματοποίηση της ανθρωπότητας ως τέτοιας. 

Σημείωση
[11] Στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του καθαρού λόγου ο Καντ δηλώνει: "Έτσι, έπρεπε να αρνηθώ τη γνώση για να δημιουργήσω χώρο για την πίστη..." Κριτική του καθαρού λόγου, σ. 117.


5. Η ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
15 Μάρτη, πμ

Χορκχάιμερ: Οι αστοί δεν κατορθώνουν απόλυτα να γίνουν φεουδάρχες· δημιουργούν την δική τους αριστοκρατία με την εργασία τους. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι μπορούν να ξεπεράσουν κάτι μόνο όταν έχουν πλήρως παραδοθεί σ’ αυτό ιδεολογικά. Αυτό εξηγεί τους ύμνους στην εργασία και το γεγονός ότι ο κόσμος έχει τόσο πάθος με την οδήγηση μοτοσυκλέτας. Οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εργάτες.
Αντόρνο: Νιώθουν ότι η ίδια η αποκρυσταλλωμένη εργασιακή τους δύναμη βρίσκεται στη διάθεσή τους. Απόλαυση όταν οδηγείς μοτοσυκλέτα: κάν’ το μόνο σου, το να κινείσαι γρήγορα.
Χ.: Η ταχύτητα είναι μια όψη της εργασίας, το να επιταχύνεις τη διαδικασία.
A.: Η απόλαυση της ταχύτητας είναι υποκατάστατο για την απόλαυση της εργασίας.
Χ.: Εργασία στις φυλακές. Όταν η εργασία χρησιμοποιείται ως τιμωρία είναι δύσκολο να την εμποδίσεις απ’ το να γίνει απόλαυση σε πείσμα του οτιδήποτε. Πρέπει να την κάνεις όσο δυσάρεστη γίνεται.
Α.: Όσο πιο περιττή γίνεται μια εργασία, τόσο χειρότερη γίνεται, τόσο καταντά ιδεολογία.
Χ.: Και τόσο πιο πολύ εφαρμόζεται στρεβλά. Η εργασία σήμερα δεν είναι περιττή εφόσον ο κόσμος πεινά ακόμα. Η εργασία είναι διαστροφική. Αυτοματισμός. Θα πρέπει να προσπαθούμε περισσότερο να βοηθούμε τους άλλους, να εξάγουμε τα σωστά αγαθά στους σωστούς ανθρώπους, να αναζητούμε θεραπείες για τους ασθενείς. Στις μέρες μας υπάρχει μια ψευδής κατάργηση της δουλειάς.
Α.: Καταντά να είναι η παραγωγή για χάρη της παραγωγής.
Χ.: Δεν με ενδιαφέρει στο παραμικρό να στέλνω διαστημόπλοια στο φεγγάρι.
Α.: Δεν υπάρχει τίποτε ιερό στην τεχνολογία.
Χ.: Ο Μαρξ ήδη είχε την ιδέα ότι σε μια ψευδή κοινωνία η τεχνολογία αναπτύσσεται λανθασμένα.
Α.: Υπάρχουν ατελείωτα πεδία όπου θα μπορούσε η τεχνολογία να εφαρμοστεί σωστά. Τα αγαθά που είναι διαθέσιμα στις μέρες μας είναι ένα είδος ψευδο-καταναλωτικών αγαθών. Η ανταλλακτική αξία αντικαθιστά την χρηστική.
Χ.: Οι διαφημίσεις αρέσουν στον κόσμο. Κάνει αυτό που του λένε οι διαφημίσεις και το ξέρει πως αυτό κάνει. Αμερικάνικα περιοδικά και κόμικ.
Α.: Αν έλεγα στον πατέρα μου ότι η μαζική κουλτούρα είναι ψευδής, θα έλεγε: μα την απολαμβάνω. Η αποκήρυξη της ουτοπίας σημαίνει το να αποφασίζεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπέρ ενός πράγματος αν και ξέρεις εντελώς ξεκάθαρα ότι είναι απάτη. Εκεί βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος.
Χ.: Γιατί η δύναμη που χρειάζεται για να κάνεις το σωστό κρατιέται με λουρί. Αν διατυπώνουμε τα θέματα καθώς μιλάμε, ακούγονται όλα υπερβολικά εριστικά. Ο κόσμος μπορεί να πει ότι οι απόψεις μας είναι μόνο λόγια, ότι είναι απλώς οι δικές μας αντιλήψεις. Σε ποιον να τα πούμε αυτά τα πράγματα;
A.: Δεν προτείνουμε κανένα συγκεκριμένο τρόπο δράσης. Αυτό που θέλουμε είναι αυτοί που διαβάζουν όσα γράφουμε να νιώθουν να πέφτουν οι παρωπίδες απ’ τα μάτια τους.
Χ.: Ο κόσμος θα πει, ε, αυτοί είναι απλώς φιλόσοφοι που μιλάνε. Αλλιώς, πρέπει να είσαι σαν τον Χάιντεγκερ και να μιλάς σαν μαντείο. Πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα θεωρίας και πρακτικής με το ύφος μας. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι ο κόσμος δεν θα λέει απλώς “Θεέ μου, αυτά που λένε κάνουν τα πάντα να ακούγονται πολύ άσχημα, αλλά δεν το εννοούν στα αλήθεια έτσι, ακόμα και όταν φωνάζουν και βρίζουν.” Όλα αυτά συνδέονται με το ότι δεν υπάρχει πλέον κόμμα.
Α.: Δεν βλέπω διέξοδο, εκτός απ’ το να κάνουμε αυτούς τους προβληματισμούς ρητούς. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος γραφής που προσβάλλει συγκεκριμένα ταμπού. Πρέπει να βρεις το σημείο που πληγώνει. Να προσβάλλεις σεξουαλικά ταμπού.
Χ.: Μαρκούζε, πρόσεχε.
Α.: Ο εστιασμός στην γενετήσια ζώνη [genitality] έχει ένα στοιχείο εχθρικότητας προς την απόλαυση.
Χ.: Εγώ νομίζω το αντίθετο. Όσο πιο ανυπόμονος είναι κάποιος να σπάσει το ταμπού, τόσο πιο αβλαβές είναι. Όσο πιο συγκεκριμένα στοχεύεις, τόσο πιο ισχυρό το αποτέλεσμα.. Γίνε μέλος της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών, αλλά κάνε το εφικτό αυτό και για τους αποστάτες. Πρέπει να είναι κάποιος πολύ γειωμένος, μετρημένος και προσεκτικός ώστε να μη δημιουργείται η εντύπωση ότι το ένα ή το άλλο είναι εκτός πραγματικότητας. Πρέπει να υλοποιήσουμε την απώλεια του κόμματος λέγοντας, στην ουσία, ότι είμαστε στην ίδια κατάσταση με πριν αλλά ότι παίζουμε το σκοπό με τον τρόπο που πρέπει να παιχτεί σήμερα.
Α.: Υπάρχει κάτι σαγηνευτικό στην ιδέα —αλλά ποιος είναι ο σκοπός;
X.: Αν μπορούσαμε μόνο να πούμε ότι μαχόμαστε στα μετόπισθεν. Θα μπορούσαμε ίσως να επισημάνουμε ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμα επίγνωση ότι κατευθύνονται προς μια κατάσταση σε σύγκριση με την οποία ο ναζισμός ήταν μια σχετικά χαμηλών τόνων υπόθεση. Αν λέγαμε στους σοσιαλδημοκράτες σήμεα ότι πρέπει να γίνουν κομμουνιστές, αυτό θα ήταν αρκετά άκακο. Αλλά αν τους λέγαμε ότι πρόδωσαν τα αστικά ιδεώδη, αυτό θα έπαυε να είναι άκακο, γιατί οι σοσιαλδημοκράτες εκπροσωπούν την καλή συνείδηση του κόσμου μας. Δεν θέλουμε να λέει ο κόσμος ότι γραπτά μας είναι τόσο φρικτά ριζοσπαστικά. Όποιος δεν δουλεύει δεν πρέπει να επιτρέπεται να τρώει —αυτό είναι το σημείο στο οποίο πρέπει να επιτεθούμε στους σοσιαλδημοκράτες. Δεν πρέπει να λέμε “δεν θέλατε την δικτατορία του προλεαριάτου" αλλά “προδώσατε την ανθρωπότητα”. Το να προφέρεις απλώς τις λέξεις “δικτατορία του προλεταριάτου” είναι πράξη συμμαχίας με τον Κάρλο Σμιντ και τον Μάο Τσετούγκ.
Α.: Nomina sunt odiosa, τα ονόματα πονάνε.
Χ.: Η ριζοσπαστικότητα της διατύπωσης αφαιρεί από την πρόταση την ριζοσπαστικότητά της.

Σημείωση
[12] Κάρλο Σμιντ (1896-1976): Ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.


6. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΠΤΟ
15 Μάρτη, πρωί

Χορκχάιμερ: Θα αναδυθεί ένας Βοναπάρτης στη Ρωσία που θα κατακτήσει τα πάντα, και σε 500 χρόνια όλα θα είναι φίνα. Αυτός είναι ο τρόπος σκέψης του Μαρκούζε.
Αντόρνο: Ίσως να δημιουργηθεί ένα άλλο κόμμα σ’ αυτή ή την άλλη χώρα κάποια στιγμή στο μέλλον.
Χ.: Δεν μπορούμε να αφήσουμε ανοιχτό το ερώτημα του σε τι πιστεύουμε. Το τμήμα για την εργασία θα πρέπει να περιέχει μια παρέκβαση για τους ουτοπιστές. Για τον Μαρξ το μέτρο μέτρο σύγκρισης ήταν ο περιορισμός του χρόνου εργασίας. Εμείς έχουμε μια πολύ πιο παράδοξη άποψη για αυτό.
Α.: Οι ουτοπιστές στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου ουτοπιστές. Όμως δεν πρέπει να δώσουμε την εικόνα μιας θετικής ουτοπίας.
Χ.: Ιδιαίτερα όταν κάποιος βρίσκεται τόσο κοντά στην απελπισία.
Α.: Δεν θα το λεγα αυτό. Πιστεύω ότι επειδή τα πάντα είναι τόσο προφανή θα αναδυθεί μια νέα πολιτική αρχή.
Χ.: Οι ακροατές θα πρέπει να μπορούν να ακούσουν από τον τόνο [μας] ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι απλά να το πούμε αυτό χωρίς να προσθέτουμε τίποτε.
Α.: Η πίστη ότι θα έρθει είναι ίσως κάπως υπερβολικά μηχανιστική. Μπορεί να έρθει· το αν θα έρθει ή αν θα πάει στα κομμάτια είναι τρομερά δύσκολο να προβλεφθεί.
Χ.: Όλα αυτά που συζητάμε είναι υπερβολικά αφηρημένα για το γούστο μου. Τι άποψη, για παράδειγμα, πρέπει να έχουμε για την Αμερική;
Α.: Πρέπει να προσθέσουμε πως πιστεύουμε ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε καλά στο τέλος.
Χ.: Ο κόσμος θέλει να είμαστε πολύ πιο ρητοί στις διατυπώσεις μας. Η κριτική μας πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει εκτός και αν κάποιοι το κάνουν να γίνει. Το ύφος μας πρέπει να αποκαλύπτει ότι θεωρούμε πως μπορεί να γίνει. Θα πρέπει να γράψουμε με το ύφος μιας πιθανής αντιπολίτευσης μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Πρέπει να είμαστε με την Αμερική ή εναντίον της; Υπέρ ή εναντίον της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης; Το να γελοιοποιείς τον αμερικάνικο καταναλωτισμό είναι ατιμωτικό εκτός αν ο αναγνώστης μπορεί με κάποιο τρόπο να κατανοήσει πώς θα πρέπει να βλέπει τέτοιου είδους πράγματα. Αλλιώς, είναι απλά κακομεταχείριση. Το ένστικτό μου είναι να μη λέω τίποτε αν δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω. Όπως βλέπεις εσύ τα πράγματα, το χρέος μας είναι το λιγότερο να αναδείξουμε την ουτοπία [που υπάρχει] στο αρνητικό της εικόνας. Εγώ θα ήθελα να σπρώξω τα πράγματα προς το σημείο όπου θα υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια στην σχέση ανάμεσα σε μια τέτοια ουτοπία και στην τωρινή πραγματικότητα.
Α.: Αν προτιμώ να γράφω για τη μουσική, είναι επειδή έχω στη διάθεσή μου όλες τις διαμεσολαβητικές κατηγορίες. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την φιλοσοφία. Αλλά δεν έχουμε τέτοιες κατηγορίες όταν ασχολούμαστε με τις εσωτερικές εξελίξεις στα πολιτικά κόμματα σε διαφορετικές χώρες. Θα έπρεπε κανείς να τις εφαρμόζει στις περιοχές όπου η εμπειρία του έχει την μεγαλύτερη συνάφεια. Πώς θα ήταν αν προσπαθούσαμε να διατυπώσουμε κάποιες καθοδηγητικές πολιτικές αρχές σήμερα;
Χ.: Αν είναι να παρουσιάσουμε τέτοιες φιλοδοξίες στον εαυτό μας, θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι για τα μέτρα σύγκρισης που εφαρμόζουμε, αλλιώς θα συνεχίζει να επανεμφανίζεται ο Μαρξ στα διάκενα. Θέλουμε να διατηρηθεί για το μέλλον κάθε τι που έχει επιτευχθεί στην Αμερική σήμερα, όπως η φερεγγυότητα του νομικού συστήματος, τα φαρμακεία, κλπ. Αυτό πρέπει να γίνεται αρκετά ξεκάθαρο όποτε συζητάμε τέτοια θέματα.
Α.: Αυτό περιλαμβάνει το να ξεφορτωνόμαστε τα τηλεοπτικά προγράμματα όταν είναι σκουπίδια.
Χ.: Πρώτον, είναι εκπληκτικά δύσκολο να μάθεις τι σημαίνουν αυτά τα προγράμματα για τους εργάτες σήμερα. Στη Γερμανία είναι μάλλον οι πιο προοδευτικοί εργάτες που αγοράζουν τηλεοράσεις. Δεύτερον, είναι ήδη αρκετά ξεκάθαρο ότι στα γερμανικά μάτια είναι ύποπτες οι σχέσεις με την Αμερική, και όχι αυτές με τη Ρωσία. Θα πρέπει να συμπεριλάβουμε μια-δυο προτάσεις που να λένε ότι ακόμα και αν τα αμερικάνικα τηλεοπτικά προγράμματα είναι πολύ παρόμοια με τα ρώσικα, δεν προωθούν άμεσα τον φόνο. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τις συμπεριφορές μας απέναντι στις διαφορετικές χώρες.
Α.: Πρέπει να καταφέρουμε με κάποιο τρόπο να υπονοούμε τέτοια πράγματα αντί να τα λέμε άμεσα.
Χ.: Οι Ρώσοι βρίσκονται ήδη στα μισά του δρόμου για τον φασισμό.
Α.: Αν ζεσταίνονται περισσότερο οι γερμανικές καρδιές για τους Ρώσους, αυτό δεν είναι απλά αρνητικό. Πιστεύουν ότι οι Ρώσοι εκπροσωπούν τον σοσιαλισμό. Ο κόσμος, κυρίως ο απλός κόσμος, δεν γνωρίζει ακόμα ότι οι Ρώσοι είναι φασίστες. Οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες το γνωρίζουν καλά. Όσο για τους Αμερικάνους, ο κόσμος νομίζει ότι νοιάζονται μόνο για τα λεφτά.






7. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ
24 Μάρτη

Χορκχάιμερ: Υπάρχει μια θεματική με την οποία θα ήθελα κάποια μέρα να ασχοληθώ: το ζήτημα της φύσης του επιχειρήματος. Είναι πάντα εφικτό να πεις οτιδήποτε για το οτιδήποτε. Αυτό συνδέεται επίσης με το ζήτημα της θεωρίας και της πρακτικής.
Αντόρνο: Η σκέψη που αποκηρύσσει το επιχείρημα—Χάιντεγκερ—μεταβάλλεται σε καθαρό ιρρασιοναλισμό.
Χ.: Μπορεί να επιχειρηματολογήσει κάποιος μόνο αν υπάρχουν πρακτικές απολήξεις από πίσω.
Α.: Αν υπάρχει μια συγκεκριμένη έλξη από πίσω. Καντ.
Χ.: Μπορείς να συζητάς την Κριτική του Καθαρού Λόγου μέχρι να μην έχει απομείνει τίποτε.
Α.: Η ουσιαστικότητά του βρίσκεται στα επιχειρήματά του. Τα επιχειρήματα είναι το εφήμερο στοιχείο, κάποια στιγμή εκπίπτουν. Μπορεί κάποιος οπωσδήποτε να ορίσει την ευφυία. Η έννοια περιέχει ένα μείγμα από αρκετά διαφορετικά πράγματα. Την ικανότητα να σκέφτεσαι ανεξάρτητα από το θέμα που είναι υπό διερεύνηση, και από την άλλη, την ενόραση που πηγάζει από τη σύλληψη αυτού του θέματος. Αυτές οι δύο όψεις συνδέονται, αλλά η συνήθης έννοια της ευφυίας αναφέρεται απλώς στην πρώτη, ενώ η δεύτερη, που έχει το πραγματικό βάρος, σέρνεται κάτω από την ταμπέλα της διαίσθησης ή κάτι παρόμοιου. Θα πρέπει να ειπωθεί ότι η τυπική ευφυία είναι η αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη, και ότι η διαίσθηση είναι απλώς ένας τύπος εμπειρίας που ενεργοποιείται ξαφνικά, και δεν είναι κατά κανένα τρόπο μη έλλογη. Θα έπρεπε να υπάρχει μια φαινομενολογία της ευφυίας στην οποία θα εμφανιζόταν ως το τρίτο συστατικό, εμφανιζόμενη επίσης και στα άλλα δύο συστατικά, αλλά με παραμορφωμένη μορφή.
Χ.: Εννοείς ότι όταν μιλάμε υπάρχει πάντα κάποιος στόχος από πίσω, το σύνολο των εμπειριών και των παθών μας. Υπάρχει κάτι απερίγραπτα αφελές στο να θέλεις να εξετάσεις την ευφυία απομονωμένα.
Α.: Υπάρχει όμως πράγματι κάτι σαν διανοητική αρετή—το να αφιερώνεσαι σε κάτι για χάρη αυτού του κάτι και το να του αποδίδεις τα δέοντα.[13]
Χ.: Η πρακτική υπονοείται από τη δικαιοσύνη.
Α.: Αυτό μάς οδηγεί στο σημείο όπου μπορεί να φανεί ότι υπάρχει κάτι απατηλό στον διαχωρισμό της θεωρίας και της πρακτικής. Το να διαχωρίζεις τα δύο αυτά στοιχεία είναι στην πραγματικότητα ιδεολογία.
Χ.: Τι εννοούμε όταν μιλάμε για το να αποδίδεις σε κάτι τα δέοντα; Θα πρέπει να βρούμε μια διατύπωση για να εκφράσουμε τι θέλει στην πραγματικότητα αυτό το κάτι. Την διάσταση της μαμής.
Α.: Αυτό υπονοείται επίσης στην ιδέα του Χέγκελ για την αυτο-κίνηση της έννοιας.
Χ.: Το πράγμα δεν έχει αναάγκη του καλού. Ενώ εμείς, αν θέλουμε να βοηθήσουμε το πράγμα, έχουμε πράγματι κάποιο καλό αντικείμενο κατά νου και βλέπουμε το πράγμα ως κάτι που χρειάζεται βοήθεια.
Α.: Το πράγμα έχει ανάγκη την έννοια. Η έννοια θα έπρεπε πράγματι να είναι η καλή όψη του πράγματος.
Χ.: Αυτό παραείναι αφηρημένο για μένα. Είναι σαν κάποιος να ψηλαφίζει στα σκοτεινά, χωρίς να γνωρίζει ότι υπάρχει φως.
Α.: Η φιλοσοφία υπάρχει για να λυτρώσει αυτό που βλέπεις στο βλέμμα ενός ζώου. Αν νιώθεις ότι μια ιδέα πρέπει να υπηρετεί έναν πρακτικό σκοπό, τότε γλιστρά μέσα στη διαλεκτική. Αν, από την άλλη πλευρά, η σκέψη σου καταφέρνει να αποδώσει στο πράγμα τα δέοντα, τότε δεν μπορείς να επιβεβαιώσεις όντως και το αντίθετο. Το σημάδι της αυθεντικότητας μιας σκέψης είναι ότι αρνείται την άμεση παρουσία των συμφερόντων κάποιου. Η πραγματική σκέψη είναι σκέψη που δεν έχει την επιθυμία να επιμείνει ότι έχει δίκαιο.
Χ.: Όταν μιλάς, μιλάς πάντα για τον εαυτό σου. Όταν υπερασπίζεσαι έναν αγώνα, υπερασπίζεσαι επίσης τον εαυτό σου. Το να κάνεις έκκληση για χάρη ενός συγκεκριμένου αγώνα δεν είναι απαραίτητα κακό. Νιώθεις βαθιά ότι διακυβεύονται τα δικά σου συμφέροντα. Όλοι νιώθουν την αδικία που θα συνέβαινε αν ένας εξολοθρευόταν. Το να κάνεις έκκληση εκ μέρους του άλλου είναι επίσης να κάνεις έκκληση εκ μέρος του εαυτού σου.
Α.: Η καχυποψία απέναντι στο επιχείρημα είναι κατά βάση αυτό που ενέπνευσε τούς Χούσερλ και τούς Χάιντεγκερ. Η διαβολική διάσταση του θέματος είναι ότι η κατάργηση του επιχειρήματος σημαίνει ότι η γραφή τους καταλήγει στην ταυτολογία και την ανοησία. Το επιχείρημα έχει τη μορφή του “Ναι, αλλά…”
Χ.: Αλλά το “Ναι, αλλά…” παραμένει στην υπηρεσία του να κάνεις κάτι ορατό στο ίδιο το αντικείμενο.
Α.: Υπάρχει κάτι κακό στην προάσπιση—το να επιχειρηματολογείς σημαίνει να εφαρμόζεις τούς κανόνες της σκέψης στα θέματα προς συζήτηση. Εννοείς ότι αν βρεθείς στην κατάσταση του να πρέπει να εξηγήσεις γιατί κάτι είναι κακό, έχεις ήδη χαθεί. Εναλλακτικά, καταλήγεις να λες, όπως ο Μεφιστοφελής: “Περιφρόνησε τη λογική, δείξε απέχθεια στη γνώση.” Τότε θα ανακαλύψεις τις πανάρχαιες δυνάμεις του είναι.
Χ.: Οι ΗΠΑ είναι η χώρα των επιχειρημάτων.
Α.: Το επιχείρημα είναι αμετακίνητα αστικό.
Χ.: Είναι το καταραμένο μας καθήκον να παντρέψουμε τη σκέψη με τη σωστή πρακτική.

[13] Ο Αριστοτέλης διέκρινε μεταξύ ηθικών και διανοητικών αρετών, δηλαδή μεταξύ πρακτικού και θεωρησιακού λόγου.



8. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

Αντόρνο: Το βασικό ζήτημα είναι πώς να συνδέσουμε θεωρία και πρακτική γενικά. Είπες ότι η σωστή θεωρία επιζητά αυτό που είναι σωστό. Μπορούμε να πάμε πέρα από αυτό. Πρώτα, πρέπει να πούμε ότι η σκέψη είναι μια μορφή πρακτικής· όταν σκέφτομαι, κάνω κάτι. Ακόμα και η πιο εκλεπτυσμένη μορφή διανοητικής δραστηριότητας περιέχει ένα στοιχείο του πρακτικού.

Χορκχάιμερ: Δεν συμφωνώ απόλυτα με αυτό.

Α.: Η σκέψη είναι μια μορφή συμπεριφοράς που, με ένα παράξενο τρόπο, έχει πάρει την όψη ενός πράγματος στο οποίο δεν περιλαμβάνεται ανθρώπινη δραστηριότητα.

Χ.: Θυμήθηκα κάτι που σχετίζεται με αυτό. Δεν μπορείς να πεις ότι η πρόσθεση είναι μια δραστηριότητα με την ίδια έννοια που είναι το να ακούς ένα μουσικό κομμάτι. Όπως υπάρχει και διαφορά ανάμεσα στο να σπρώχνεις μια καρέκλα κάπου και να κάθεσαι σ’ αυτή. Το στοιχείο της ανάπαυσης, της περισυλλογής, ανήκει στην πλευρά της θεωρίας.

Α.: Από την άλλη, ο ισχυρισμός της θεωρίας ότι είναι καθαρό είναι, απαλλαγμένο από δράση, έχει ένα στοιχείο παραίσθησης μέσα του.

Χ.: Η θεωρία είναι θεωρία με την αυθεντική έννοια μόνο όταν υπηρετεί την πρακτική. Η θεωρία που επιθυμεί να είναι αυτάκρης είναι κακή θεωρία. Από την άλλη, είναι επίσης κακή θεωρία αν υπάρχει μόνο για να παραγάγει το ένα ή το άλλο.

Α.: Επιστρέφω διαρκώς στο συναίσθημα που έχω όταν με ρωτά κάποιος πώς θα φερόμουν αν ήμουν διευθυντής ραδιοσταθμού ή υπουργός πολιτισμού. Οφείλω πάντα να παραδέχομαι στον εαυτό μου ότι θα βρισκόμουν στην πιο έντονη αμηχανία. Το αίσθημα του ότι γνωρίζουμε πάρα πολλά, αλλά ότι για λόγους κατηγοριών δεν είναι εφικτό για μας να βάλουμε την γνώση μας σε πραγματική πρακτική χρήση είναι ένα αίσθημα που πρέπει να λογιστεί στις αποφάσεις μας.

Χ.: Αυτό δεν προχωρά αρκετά μακριά. Όσο εργάζεσαι σε μια κοινωνία πλάι σε άλλους δεν μπορείς να επιστρέψεις στην έννοια της πρακτικής που ήταν ακόμα διαθέσιμη για τον Μαρξ. Η κατάστασή μας είναι ότι είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του ρεφορμισμού. Ποιο είναι το νόημα της πρακτικής όταν δεν υπάρχει πλέον κόμμα; Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν ισούται η πρακτική είτε τον ρεφορμισμό είτε τον ησυχασμό;

Α.: Η έννοια της πρακτικής για μας είναι διαφορετική από του Lazarsfeld [14]. Οι άνθρωποι προσπαθούν πάντα να μας φορτώσουν μια έννοια που είναι κατάλληλη για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Χ.: Εφόσον το Κομμουνιστικό Κόμμα υπάρχει ήδη εντός της κοινωνίας, αυτό σημαίνει την αποκήρυξη αυτού που εννοούμε ως πρακτική. Με τον όρο πρακτική εννοούμε στην πραγματικότητα ότι βλέπουμε σοβαρά την ιδέα ότι ο κόσμος χρειάζεται εκ βάθρων αλλαγή. Αυτό πρέπει να αναδεικνύεται τόσο στη σκέψη όσο και στην πράξη. Η πρακτική άποψη έγκειται στην έννοια της διαφοράς: ο κόσμος πρέπει να γίνει διαφορετικός. Δεν είναι ότι πρέπει να κάνουμε κάτι άλλο από το να σκεφτόμαστε, αλλά ότι πρέπει να σκεφτόμαστε και να δρούμε διαφορετικά. Ίσως η πρακτική αυτή να αναμένει στην πραγματικότητα να αυτοκτονήσουμε; Ίσως θα πρέπει να αρχίσουμε από την θέση του να λέμε στον εαυτό μας ότι αν δεν υπάρχει πλέον το κόμμα, το γεγονός ότι είμαστε ακόμα εδώ έχει μια κάποια αξία.

Α.: Επιπλέον, δεν είμαστε με κανένα τρόπο τόσο δυστυχισμένοι όσο άλλοι άνθρωποι.

Χ.: Και από άποψη χαρακτήρα, απέχουμε πολύ από το να θέλουμε να αυτοκτονήσουμε.

Α.: Ακριβώς εξαιτίας του εξαιρετικού της χαρακτήρα, η θεωρία είναι ένα είδος υποκατάστατου της ευτυχίας. Η ευτυχία που θα έφερνε η πρακτική δεν βρίσκει συσχετιζόμενο όρο στον σημερινό κόσμο, εκτός από την συμπεριφορά ενός ανθρώπου που κάθεται σε μια καρέκλα και σκέφτεται.

Χ.: Αυτό είναι αριστοτελική αντίληψη.

Α.: Δεν είναι αλήθεια εφόσον η ευτυχία είναι απλώς κάτι που σκεφτόμαστε και όχι κάτι πραγματικό, είναι όμως αλήθεια με την έννοια ότι αυτό το εξαιρετικό στάτους [της θεωρίας], το ότι είναι έξω από τον χώρο της καθημερινής ρουτίνας την καθιστά ένα είδος υποκατάστατου για την ευτυχία. Και με την έννοια αυτή η διαφορά ανάμεσα στο να σκέφτεσαι και να τρως πάπια ψητή δεν είναι και τόσο μεγάλη. Το ένα μπορεί να υποκσταστήσει το άλλο.

Χ.: Αλλά το να τρως πάπια ψητή δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να ασχολείσαι με τη θεωρία. Σου δίνεται η ελευθερία να κάνεις αυτό που επιθυμείς. Το γεγονός ότι η σκέψη μάς δίνει ευχαρίστηση δεν δικαιολογεί την πριμοδότηση της θεωρίας σε σχέση με την πρακτική. Εκεί όπου δεν υπάρχει σύνδεση με την πρακτική, η θεωρία δεν είναι διαφορετικό πράγμα από οτιδήποτε άλλο τυχαίνει να απολαμβάνουμε. Η διαφορά μεταξύ της σκέψης την οποία εγκρίνουμε και αυτής την οποία απορρίπτουμε είναι ότι η σκέψη την οποία εγκρίνουμε πρέπει να έχει μια σύνδεση με ένα κόσμο όπου έχει αποκατασταθεί το δίκαιο και πρέπει να κοιτά τον κόσμο από αυτή την οπτική γωνία [του δίκαιου κόσμου]. Πρέπει να σχετίζεται με το ερώτημα του πώς μπορεί να αλλάξει ο κόσμος. Αν θέλουμε να γράφουμε για την θεωρία και την πρακτική θα πρέπει να επιχειρήσουμε μια πιο διορατική ανασκόπηση αυτής της άποψης. Ορισμένες φορές, με τον όρο πρακτική εννοούμε οτιδήποτε αφορά τη διαφορά ανάμεσα στο να σκέφτεσαι και το να κάνεις. Θα πρέπει να κάνουμε κάθε προσπάθεια να βεβαιωθούμε ότι όλες μας οι σκέψεις και οι πράξεις ταιριάζουν με την έννοια της πρακτικής που αναφέραμε πρώτα. Εσύ, από την άλλη, ανθίστασαι στην ιδέα ότι μπορεί κάποιες δυνατότητες να μην επιτρέπονται στη σκέψη και επιμένεις πάντα να ρωτάς πώς μπορούμε να ξεκινήσουμε.

Σημείωση
[14] Paul Lazarsfeld (1901-1976): αυστριακός κοινωνιολόγος που έζησε στην εξορία, και κάτω από την διεύθυνση του οποίου εργάστηκε ο Αντόρνο για την έρευνα στη ραδιοφωνία του πανεπιστημίου του Πρίνστον. Είναι γνωστός για την έμφασή του στον εμπειρισμό και της επιχειρηματικές του τάσεις. Ο Αντόρνο τον περιέγραψε ως “τεχνικό της έρευνας.”


9. ΟΧΙ ΟΥΤΟΠΙΣΜΟΣ
25 Μάρτη, πρωί
Χορκχάιμερ.: Δεν θα πρέπει να φαίνεται ωσάν να προσφέρουμε ένα μεταφυσικό επιχρύσωμα για αστικές επιθυμίες.[14] Μπορεί να υπάρξει η αντίρρηση ότι αυτό που καλούμε “αλλαγή”, “αλλοτριότητα” [das Andere] δεν είναι παρά μια ιδεολογική προβολή. Οτιδήποτε εμφανιζόταν ως επιθυμητό στην βάση κάποιων κοινωνικών συμφερόντων επενδύεται τότε με το στάτους της “αλλαγής” και έρχεται σε αντίθεση με όλη την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας.

Αντόρνο: Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Μαρξ και ο Χέγκελ δίδαξαν ότι δεν υπάρχουν αφηρημένα ιδεώδη, αλλά ότι το ιδεώδες βρίσκεται πάντοτε στο επόμενο βήμα, ότι το όλο πράγμα δεν μπορεί να τύχει σύλληψης άμεσα αλλά μόνο έμμεσα, δια μέσω του επόμενου βήματος. Με άλλα λόγια, αυτό που κάνουμε είναι προ-διαλεκτικό, ένα άλμα έξω από τη διαλεκτική. Θα απαντούσα ότι αυτή η αντίρρηση είναι η ίδια αφηρημένη. Αφορά ένα κόσμο που δεν έχει ακόμα γίνει ολότητα. Σήμερα όμως, όταν τα πάντα περιλαμβάνονται και ο κόσμος αποτελεί μια ενότητα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μας, έχει έρθει καιρός για την ιδέα της “αλλοτριότητας.” Θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε ότι η διαλεκτική, η οποία διατηρεί πάντοτε ένα στοιχείο ελευθερίας, έχει ακινητοποιηθεί σήμερα γιατί δεν βρίσκεται τίποτε εκτός της. Αυτό που ο Χέγκελ και ο Μαρξ αποκαλούσαν ουτοπισμό έχει ξεπεραστεί από το παρόν στάδιο της ιστορίας. Και αυτό επειδή το στάδιο στο οποίο έχουν φτάσει οι παραγωγικές δυνάμεις θα μας επέτρεπε πράγματι να εξαλείψουμε την ανάγκη κι επειδή ο κόσμος όλος έχει συγκολληθεί σε ένα και μόνο πλαίσιο παραίσθησης και καταστροφής, έτσι ώστε η σωτηρία να βρίσκεται μόνο σε διαισθήσεις που μας οδηγούν εκτός αυτής της ολότητας.

Χ.: Αυτό είναι οπισθοχώρηση στον ουτοπισμό.

Α.: Η κριτική του ουτοπισμού βασίζεται στην ιδέα ότι δεν έχει προχωρήσει επαρκώς η τεχνολογία. Κανείς δεν μπορεί να το υποστηρίζει αυτό σήμερα. Σήμερα έχουμε την καθαρή αντίφαση ανάμεσα στις δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής.

Χ.: Ο Μαρξ το είχε ήδη υποστηρίξει αυτό.

Α.: Όμως μάλλον δεν ίσχυε στον καιρό του.

Χ.: Αλλά γιατί να επιστρέψουμε σε αστικά ιδανικά;

A.: Μπορούμε να δείξουμε ότι αυτά τα οποία αντιπαθούμε είναι ανακλαστικές μορφές της μορφής παραγωγής.

Χ.: Ο Μαρξ αντιτίθετο μόνο σε αυτά που θεωρούσε απαρχαιωμένα. Αντίθετα, εμείς είμαστε Ρομαντικοί.

Α.: Ο Μαρξ θα είχε συγκαταλέξει την τηλεόραση και τα μηχανάκια στην ιδεολογία.

Χ.: Η αντίρρησή μου είναι ότι οτιδήποτε προσφέρουμε για να ορίσουμε “το άλλο” έχει κάτι ιδεολογικό. Δεν πρόκειται για ζωικές ποιότητες τελικά; Μια ζωή όπου δεν θα μάχεσαι τόσο έντονα, το να έχεις αρκετά να φας, το να μην χρειάζεται να δουλεύεις από το πρωί ως τη νύχτα; Το να αποτρέπεις τη βία σε βάρος της ανθρώπινης φύσης; Ποια είναι η άποψη του Μαρξ για την θεωρία και την πράξη;

Α.: Ό,τι είναι ώριμο για τον καιρό παραπέμπει σε όλη την προϊστορία. Η έννοια της προϊστορίας περιέχει επίσης ένα στοιχείο αφηρημένης ουτοπίας.

Χ.: Ο Μαρξ λέει ότι πρέπει να καταργηθούν οι τάξεις επειδή έχει έρθει ο καιρός για αυτό, επειδή οι παραγωγικές δυνάμεις είναι αρκετά ισχυρές.

Α.: Αν αφήσουμε την ιστορία να πάρει το δρόμο της και απλώς της δώσουμε ένα μικρό σπρώξιμο, τότε θα καταλήξει σε καταστροφή για την ανθρωπότητα.

Χ.: Τίποτε δεν μπορεί να γίνει για να το αποτρέψει αυτό εκτός από την εισαγωγή του σοσιαλισμού.

Α.: Αυτό λέμε κι εμείς.

Χ.: Αν αναφερθεί κάποιος στην ιδέα της μέτρησης των πάντων σύμφωνα με την εικόνα του πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα, τότε φτάνει στην έννοια της ουτοπίας, μιας θεωρίας που δεν οδηγεί στην πράξη. Τι χρησιμότητα έχει μια θεωρία που δεν μας λέει πώς να φερόμαστε απέναντι στους Ρώσους και τους Αμερικάνους; Η πραγματικότητα θα έπρεπε να μετριέται με βάση κριτήρια των οποίων η ικανότητα εκπλήρωσης να μπορεί να διαφανεί σε έναν αριθμό ήδη υπαρκτών, απτών εξελίξεων στην ιστορική πραγματικότητα.

Α.: Από τη μία, η θεωρία υπάρχει για να μάς λέει τι μπορεί να γίνει για την θεμελίωση του κομμουνισμού μέσα σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων. Από την άλλη, η πίεση να σκεφτούμε με όρους τέτοιων εναλλακτικών είναι ακριβώς αυτό το οποίο συρρικνώνει τη σκέψη σε τέτοιες ανοησίες σήμερα. Πρόκειται για αντινομία.

Χ.: Δεν μπορείς απλώς να αρνείσαι αφηρημένα αυτή την αντινομία. Δεν μπορείς να λες ότι αυτή η πίεση καταστρέφει την σκέψη και να καταλήγεις να καταριέσαι τόσο την πίεση όσο και την σκέψη. Τότε χρειάζεται να πεις: κάτω τα χέρια από την πολιτική, συνέχισε να είσαι καθηγητής πανεπιστημίου. Αλλιώς θα καταλήξουμε στωικοί. Η σκέψη γίνεται η μόνη απόλαυση.

Α.: Η απόλαυση της σκέψης δεν είναι κάτι που πρέπει να συστήνεται.

Χ.: Ίσως θα πρέπει να αρνηθούμε κάθε συμβιβασμό και να πούμε ότι το να γράφεις άρθρα, όπως έκανε ο Μαρξ, είναι μάταιο σήμερα. Αναμφίβολα, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν ιστορικές στιγμές όπου τα πάντα μπορούν και πάλι να ανατραπούν. Αλλά σήμερα πρέπει να αυτο-αναγορευθούμε ηττοπαθείς. Όχι μοιρολατρικά, αλλά απλώς εξαιτίας της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε. Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορούμε να κάνουμε. Αυτό δεν πρέπει να το μετατρέψουμε σε θεωρία, αλλά πρέπει να δηλώσουμε ότι βασικά δεν μπορούμε να επιφέρουμε αλλαγή. Δεν πρέπει να φερόμαστε ωσάν να μπορούσαμε ακόμα να το κάνουμε.

Α.: Από την μία, είπες ότι νομίζεις ότι μπορεί να έρθει ο καιρός που μπορεί να γίνει εφικτό. Από την άλλη, υπάρχει κάτι ηλίθιο στο να λέμε κάτι τέτοιο. Η ιδέα ότι κάποια μέρα μπορεί να φτιάξουν τα πράγματα είναι ασύμβατη με τον Μαρξισμό.

Χ.: Αν κάποιος πει ότι κάποια μέρα θα φτιάξουν τα πράγματα, αυτό δεν με καθησυχάζει. Στο κάτω-κάτω, τα είκοσι εκατομμύρια δολοφονημένων Κινέζων είναι νεκρά, και αυτό είναι κάτι που μας χωρίζει από τον Μαρξισμό. Η πίστη ότι θα φτιάξουν όλα δεν μπορεί να μάς συμφιλιώσει με ό,τι κακό έγινε. Είναι συνέπεια τούτου ότι ο Μαρξισμός βασικά δεν είναι εφικτός εκτός και αν υπάρχει προοπτική άμεσης επανάστασης. Αν αυτό αληθεύει, τότε η ουτοπία παύει να είναι κοινωνική ουτοπία και σε αυτή την περίτπωση, η ασυμβατότητά μας με τον Μαρξισμό αυξάνεται κατακόρυφα.

Α.: Στην περίπτωση αυτή, η ουτοπία είναι μεταφυσική.

Χ.: Δεν είναι μεταφυσική, είναι κάτι πολύ πιο άμεσο. Η ιδέα της πρακτικής πρέπει να διαφαίνεται σε όλα όσα γράφουμε· μια παράξενη διαδικασία αναμονής, αλλά δεν έχει κάποιος την ικανότητα να δικαιολογεί όλα όσα έγιναν. Πρέπει να σκεφτούμε την δική μας μορφή ύπαρξης ως το μέτρο του τι σκεφτόμαστε.

Α.: Δεν θα πρεπε στην πραγματικότητα να τα ξανασκεφτούμε όλα εξ αρχής; Να γράψουμε ένα μανιφέστο το οποίο θα αποδώσει τα δέοντα στην σημερινή κατάσταση. Στον καιρό του Μαρξ, δεν ήταν ακόμα ορατό ότι η εμμένεια της κοινωνίας θα γινόταν ολική. Αυτό σημαίνει από τη μία ότι μπορεί κάποιος να μην χρειάζεται να κάνει κάτι άλλο από το να ξεφλουδίσει το εξωτερικό περίβλημα. Από την άλλη, σημαίνει επίσης ότι κανείς δεν θέλει στην πραγματικότητα να αλλάξουν τα πράγματα.

Χ.: Έχουμε ακόμα κάτι σαν χώρο να ανασάνουμε. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό όταν συζητάμε για τη θεωρία. Δεν μπορούμε να είμαστε πολιτικά ενεργοί, κι όμως κάθε λέξη που γράφουμε είναι πολιτική. Θα πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι σε τίποτε ανώτερο από τους φιλελεύθερους πολιτικούς στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία [της Γερμανίας]. Ο ισχυρισμός ότι είναι εφικτοί νέοι συσχετισμοί έχει αντηχήσεις του Τρότσκι.

Α.: Το γεγονός ότι υπάρχει η τέχνη δεν καθίσταται άνευ σημασίας από την δήλωση ότι αυτό που μετράει είναι η επανάσταση.

Χ.: Η τέχνη δεν διαφέρει στην πραγματικότητα από αυτό που έχουμε υπόψη, πρέπει όμως να το αρθρώσουμε αυτό.

Α.: Δεν πρέπει να τυφλωθούμε μ’ αυτό.

Χ.: Πρέπει να κάνουμε ρητά ζητήματα για το οποία ο Πικάσο μπορεί να παραμένει σιωπηλός. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο από τη γενική μας θέση ότι μπορεί κάποιος να γίνει κομμουνιστής κι όμως να απεχθάνεται τους Ρώσους.

Α.: Πρέπει να είμαστε ενάντια στον Αντενάουερ.

Χ.: Αλλά αυτό είναι αλήθεια μόνον εφόσον απαριθμήσουμε τους λόγους που το κάνουν εφικτό να συνεχίσεις να ζεις στη Δύση. Μια έκκληση για την επανίδρυση ενός σοσιαλιστικού κόμματος.

Α.: Με ένα αυστηρά λενινιστικό μανιφέστο.

Χ.: Τότε θα μπορούσαν να μας πουν ότι ένα τέτοιο μανιφέστο δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στη Ρωσία, ενώ στις ΗΠΑ και την Γερμανία θα ήταν άχρηστο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να έχει κάποια επιτυχία στη Γαλλία και την Ιταλία. Δεν ζητάμε από κανέναν να αναλάβει δράση.

Α.: Η πράξη είναι μια δραστηριότητα που καθοδηγείται από τη λογική. Αυτό μας οδηγεί τελικά πίσω στη θεωρία. Η πράξη οδηγείται στην θεωρία από τους δικούς της νόμους.

Χ.: Η θεωρία είναι, τρόπον τινά, ένα από τα εργαλεία της ανθρωπότητας.

Α.: Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να διαχωριστούν θεωρία και πράξη.

Χ.: Αυτό είναι κομφορμισμός.

Α.: Για να είναι μια μορφή συμπεριφοράς που να είναι πρακτική θα πρέπει να στοχάζομαι για αυτό ή για εκείνο. Αν έχω την έννοια του στοχασμού, η έννοια της πρακτικής θέτει έμμεσα αυτή της θεωρίας. Τα δύο στοιχεία είναι πράγματι χωριστά το ένα από το άλλο και την ίδια στιγμή, είναι αχώριστα.

Χ.: Είναι απαραίτητο να στοχάζεται η θεωρία. Πρέπει να ξέρει το γιατί.

Α.: Αυτό που καθιστά την θεωρία περισσότερο από ένα εργαλείο πρακτικής είναι το γεγονός ότι στοχάζεται για τον εαυτό της, και ότι κάνοντάς το αυτό ακυρώνει το ότι είναι απλώς θεωρία.

Χ.: Αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο εφόσον στοχεύει την αληθινή πρακτική.

Α.: Ο αναστοχασμός είχε νόημα όταν ακόμα είχε ως στόχο ένα αντικείμενο με τη θεολογική έννοια. Πάντα κριτικάρεις τη θεωρία στη βάση ότι μια κομμουνιστική θεωρία είναι στην πραγματικότητα παράλογη, η καθαρή παρατήρηση ενός πράγματος που δεν υπάρχει πλέον. Η έννοια της θεωρίας έχει αυτο-υποαθμιστεί μέσα από την γενικότερη έννοια του διαφωτισμού. Υπάρχει κάτι αρχαϊκό στην έννοια της θεωρίας.

Χ.: Ο Μαρξ θα έλεγε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι ιδέες αλλά παράγωγα της ανθρώπινης δραστηριότητας, με μια διττή έννοια. Πρώτα, με την έννοια ότι η προσοχή μας απασχολείται ακόμα από τις ανάγκες μας, και δεύτερο, επειδή βλέπουμε ως ονομαστικά άλυτο κάτι το οποίο δεν μπορούμε ακόμα να παράγουμε με τις μεθόδους της επιστήμης.

Α.: Το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν διαρρήξει τις σχέσεις τους με την φύση είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο. Ο κόσμος των ζώων δεν έχει επανεγκατασταθεί για το ανθρώπινο συμφέρον παρά μόνον σήμερα, υπό συνθήκες μονοπωλίου. Τα πάντα είναι κλειστά. Το βιολογικό άλμα του ανθρώπινου είδους έχει πάλι ανακληθεί.

Σημείωση
[14] Αντήχηση μιας μεταφοράς του Werner Sombart, που χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μια πρότερη περίσταση από τον Χορκχάιμερ. Βλ
. “Sie gegenwärtige der Socialphilosophie und die Aufgaben eines Instituts für Sozialforschung” (1931), στο Horkheimer, Gesammelte Schriften, τομ. 3, Φρανκφούρτη 1988, σ. 26.


10. Η ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ
 
30 Μάρτη
Χορκχάιμερ: Έχουμε θέσει το ερώτημα της σχέσης θεωρίας και πρακτικής εφόσον δεν υπάρχει πλέον κόμμα. Τώρα δεν υπάρχει κόμμα, και αυτό σημαίνει ότι εμπλέκονται δύο πηγές αβεβαιότητας αν συνεχίσουμε να λειτουργούμε στο χώρο της θεωρίας. Πρώτον, γιατί αυτό το οποίο παράγεται ως θεωρία δεν έχει πλέον τίποτε κοινό με τον Μαρξ, με την πιο αναπτυγμένη ταξική συνείδηση· οι σκέψεις μας δεν είναι πλέον λειτουργία του προλεταριάτου. Δεύτερον, μοιάζει συνεπώς σαν να εργαζόμαστε για μια θεωρία που θα κρατήσουμε ως απόθεμα.

Αντόρνο: Στην καλύτερη περίπτωση, είναι η θεωρία ως μήνυμα στο μπουκάλι.

Χ.: Ως απόθεμα. Ίσως να ξανάρθει ο καιρός που η θεωρία θα μπορεί να είναι χρήσιμη. Μια θεωρία που έχει σταματήσει να έχει οποιαδήποτε σύνδεση με την πρακτική είναι η τέχνη. Αυτό στο οποίο χρειάζεται να ανταποκριθούμε είναι το ερώτημα του αν κάνουμε φιλοσοφία ως απλό τεχνούργημα.

Α.: Αν είχα επιλογή ανάμεσα στο τεχνούργημα και το απόθεμα, θα επέλεγα πάντοτε το τεχνούργημα. Το να σκέφτεσαι επειδή είναι διασκεδαστικό μού φαίνεται πιο αξιοπρεπές.

X.: Θέση πρώτη: η επιλογή ανάμεσα στις ιδέες ως τεχνουργήματα και τις ιδέες ως απόθεμα.

Α.: Θα πρέπει να το εκφράσουμε όσο ωμά γίνεται, χωρίς να αφήσουμε τίποτε ασαφές.

Χ.: Ακόμα και αν η θεωρία μας δεν τρέφει άμεσα την πρακτική, και ακόμα και αν ο σύνδεσμος με την πρακτική είναι εντελώς νεφελώδης, παρ’ όλα αυτά θα ωφελήσει την πρακτική με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η σκέψη έχει χάσει τον προσανατολισμό της με μια πολύ ζωτική έννοια. Η φιλοσοφία διαφέρει από την τέχνη από αυτή την άποψη. Αν μιλούμε για την αδικία και το ψεύδος του κόσμου σε ένα φιλοσοφικό κείμενο και ο κόσμος αποκρίνεται ότι δεν είναι άδικος και ψευδής εφόσον στο παρόν δεν υπάρχει εναλλακτική, ότι κάνει ότι καλύτερο μπορεί, αυτό σημαίνει ότι κάτι πάει στραβά με τη θεωρία. Είναι σωστό να αναμένουμε από τη θεωρία να έχει ένα συγκεκριμένο νόημα. Αντίθετα, τη μουσική απλώς την ακούμε. Η θεωρία δεν μπορεί να έχει άγνοια του εαυτού της. Θεωρία ως αντίσταση. Βασικά και η δική σου σκέψη έχει έναν έντονα πρακτικό προσανατολισμό.

Α.: Ξέρω πως τα πάντα είναι ψευδή όσο ο κόσμος είναι όπως είναι.

Χ.: Θα μπορούσες να πεις ότι απλώς το να το λες αυτό σημαίνει ότι πετυχαίνεις πολλά. Θα πρέπει να δείξουμε την κατεύθυνση στην οποία πρέπει να ταξιδέψουμε για να βεβαιωθούμε ότι η φρίκη δεν είναι πλέον αναπόφευκτη. Με την δική σου οπτική, η θεωρία έχει κάνει τη δουλειά της εφόσον μπορούμε να το πούμε αυτό. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να διατηρήσουμε την όψη του Μαρξισμού που επιμένει ότι δεν είναι αρκετό να λέμε ότι κάτι είναι κακό. Στην πραγματικότητα, θα πρέπει ακόμα να αντιπαλέψουμε την οπτική της γαλλικής αντεπανάστασης, σύμφωνα με την οποία η εργασία που κάνει ο εκτελεστής εξακολουθεί να είναι απαραίτητη επειδή αλλιώς τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα.

Α.: Αυτό που με εκνευρίζει τόσο για την όλη σχέση θεωρίας και πρακτικής είναι κάτι αρκετά σαφές, και συγκεκριμένα η εμπειρία του γεγονότος ότι οτιδήποτε γράφουν οι Ρώσοι γλιστράει στο χώρο της ιδεολογίας, σε χοντροκομμένη, ηλίθια φλυαρία, ότι η κουλτούρα είναι ένα κάρο σκουπίδια και ότι κάπου, στο ίδιο σημείο όπως και στους Μαρξ και Έγκελς, υπάρχει ένα στοιχείο νέου εκβαρβαρισμού. Η σκέψη στα γραπτά τους [των Ρώσων] έχει γίνει πιο πραγμοποιημένη κι από ότι στην πιο αναπτυγμένη αστική σκέψη. Πάντοτε ήθελα να το επανορθώσω αυτό και να αναπτύξω μια θεωρία που να παραμένει πιστή στον Μαρξ, τον Έγκελς και τον Λένιν, ενώ να κρατά επαφή με την κουλτούρα στην πιο αναπτυγμένη της εκδοχή.

Χ.: Και ποιος θα το υποστήριζε αυτό; Θέλεις να διατηρήσεις την κουλτούρα, αλλά το να είσαι βάρβαρος και ανελέητος είναι απαραίτητο μέρος αυτής της κουλτούρας. Η στάση σου έχει κάτι Δονκιχωτικό. Θα ήθελες να παραλείψεις οτιδήποτε δεν σου κάνει, λες και η κουλτούρα θα μπορούσε να επιβιώσει υπό τις παρούσες συνθήκες χωρίς την αδικία που και οι δύο μισούμε.

Α.: Η ανηλεής κριτική αυτής της κουλτούρας είναι ένα από τα στοιχεία της δραστηριότητάς μας.

Χ.: Εγώ δεν νομίζω ότι η καθαρή πολιτισμική κριτική είναι τόσο σημαντική. Ένας Αμερικανός μπορούσε κάλλιστα να μας πει: “τι θέλετε, εμείς είμαστε οι καλύτεροι άνθρωποι, θέλουμε να οργανώσουμε τα πράγματα ώστε να βάλουμε τέλος στην βαρβαρότητα.” Αυτό πρέπει να ξεδιαλύνουμε. Ξέρεις τι είναι αυτό στην πρακτική που απορρίπτεις; Η συνταγή. Η θεωρία δεν θα πρεπε να είναι συνταγή, αλλά αν παραμείνει συνδεδεμένη με κάτι τέτοιο…

Α.: Αναιρεί τον εαυτό της. Όταν οι ιδέες παραγίνονται απτές, διαμαρτύρομαι· όταν παραγίνονται αφηρημένες, διαμαρτύρεσαι εσύ. Κόμμα δεν υπήρχε ούτε όταν ο Μαρξ και ο Έγκελς έγραψαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να ακολουθείς κάτι που υπάρχει ήδη.

Χ.: Αν παράγεις επαναστατικά κείμενα σε μια μη επαναστατική κατάσταση χωρίς να ασχολείσαι με τις θετικές όψεις μιας κουλτούρας, τα πράγματα μοιάζουν τρόπον τινά απελπιστικά.

Α.: Αλλά ο Μαρξ δεν έχει την αύρα αυτού που είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό.

Χ.: Δεν είχε τίποτε το σεκταριστικό. Δεν πρέπει να γράψουμε ούτε μια λέξη που να μην παραδέχεται ότι ζούμε σε αυτή την συγκεκριμένη κοινωνία και είμαστε μέρος της.

Α.: Ζούμε απ’ την κουλτούρα που κριτικάρουμε.

Χ.: Εννοούσα την κοινωνία.

Α.: Είπες ότι η βαρβαρότητα αυτής της κουλτούρας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με βάρβαρα μέσα. Δηλαδή, είναι τα μέσα ουδέτερα ως προς τους σκοπούς; Με άλλα λόγια, μπορεί να αντιτίθεμαι στην βαρβαρότητα αν εγώ ο ίδιος γράφω όπως οι συγγραφείς της Μαρξιστικής παράδοσης;

X.: Και ο Καρλ Κράους είναι παρόμοια βάρβαρος.

Α.: Θα πρέπει να εκφραζόμαστε με τέτοιο τρόπο ώστε οι αναγνώστες μας να μπορούν να δουν αρκετά ξεκάθαρα πώς πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά θα πρέπει να επιτρέπουμε στον αναγνώστη να δει αρκετά ώστε να μπορεί να αντιληφθεί την ιδέα ότι η αλλαγή είναι εφικτή.

Χ.: Θέση δεύτερη: Αυτό που λέμε σήμερα είναι κάτι που είναι υπόρρητο στην ηθική ή τον Χριστιανισμό. Αν υπάρχει τόση ευμάρεια όση υπάρχει στον δυτικό κόσμο, πρέπει να δίνουμε σ’ αυτούς που δεν έχουν.

Α.: Το πρόβλημα βρίσκεται αποκλειστικά στην ιδεολογία. Βασικά, πρέπει να αλλάξουμε τη συνείδηση, να διαλύσουμε το πλαίσιο της παραίσθησης στον νου των άλλων. Τότε όλα θα έφτιαχναν.

Χ.: Δεν είναι απλώς η κατάσταση της συνείδησης. Αν αυτοί που έχουν πολλά έδιναν κάποια σ’ αυτούς που το έχουν ανάγκη, στο τέλος θα τους πλημμύριζαν οι ορδές των δεύτερων. Τα ανθρώπινα όντα ζουν με τον τρόμο. Συνδέεται με την βρώση κρέατος. Το δικό σου “Ο ζητιάνος τρέχει προς την πύλη” [16] —αυτή είναι η κουλτούρα στην οποία ζούμε.

Α.: Η θεωρία είναι ήδη πρακτική. Και η πρακτική προϋποθέτει τη θεωρία. Σήμερα, τα πάντα υποτίθεται ότι είναι πρακτική και ταυτόχρονα, δεν υπάρχει έννοια της πρακτικής. Δεν ζούμε σε επαναστατική κατάσταση, και ήδη τα πράγματα είναι χειρότερα από ποτέ. Ο τρόμος είναι ότι για πρώτη φορά ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο δεν μπορούμε πια να φανταστούμε έναν καλύτερο.

Χ.: Δεν υπάρχει πλέον το κόμμα.

Α.: Καμία έκκληση για τον σχηματισμό ενός αριστερού σοσιαλιστικού κόμματος δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Ένα τέτοιο κόμμα είτε θα σερνόταν πίσω από το Κομμουνιστικό Κόμμα, είτε θα είχε τη μοίρα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ή του Εργατικού Κόμματος. Δεν είναι πολιτικό ζήτημα το ότι δεν υπάρχει κόμμα.

Χ.: Η στιγμή κατά την οποία η πολιτική είναι λιγότερο ικανή να κάνει το σωστό από ότι ποτέ στο ιστορικό παρελθόν είναι επίσης η στιγμή κατά την οποία η πολιτική δεν έχει πλέον σημασία.

Α.: Το ζήτημα είναι ποιος μιλάει.

Χ.: Μπορεί να ειπωθεί ότι σήμερα η πολιτική κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ; Δεν είναι απλώς χειρότερη. Αυτό που μας συνδέει εμάς τούς δύο και που μάς ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους είναι η ύπαρξη ενός κάποιου δισταγμού απέναντι στο να πούμε ότι φονεύονται είκοσι εκατομμύρια στην Κίνα αλλά σύντομα δεν θα υπάρχει πλέον λιμός. Αυτό το οποίο απορρίπτουμε δεν είναι η πρακτική αλλά το να λέμε στους άλλους τι να κάνουν. Επειδή μας επιτρέπεται ακόμα να ζούμε, έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε κάτι.

Σημείωση
[16] Από ένα τραγούδι στο Der Shatz des Indianer-Joe του Αντόρνο, Φρανκφούρτη 1979, σ. 33-34.