Η αυλακιά του Ρεμπώ

Η συντροφιά του ταξιδιώτη είναι ο θάνατος. Όχι μόνο για τον κοινότοπο λόγο, που είναι εν μέρει αλήθεια, ότι τα ταξίδια είναι επικίνδυνα: πως μέσα στην αλληλουχία των κυμάτων σε μια πλεύση χωρίς ορίζοντα, στην ταχύτητα που θρυμματίζει τα τοπία, στο κενό του αιθέρα που αψηφά τη γλυκύτητα μιας γης γνώριμης, η ζωή γίνεται απροσμέτρητα φτηνή… Το γνώριζαν άλλωστε καλύτερα από μάς τους σημερινούς ταξιδιώτες εκείνοι που σε άλλους καιρούς με παρηγοριά ένα άλογο κι έν' αστέρι, μια καμήλα ή ένα κέδρινο πλεούμενο, πριν ακόμα ο κόσμος μετρηθεί με τον χάρτη και την πυξίδα, με το στροφόμετρο, το βυθόμετρο και το χιλιομετροδείκτη, έσχισαν με μία αποφασιστική κίνηση, μολονότι τρέμοντας από τη συγκίνηση και τον φόβο, το παραπέτασμα του σύμπαντος για να μπουν στις σκιερές λόχμες της φαντασίας - και τί ήταν άλλωστε τότε η φαντασία, άλλο από την πιθανότητα μιας μοιραίας συνάντησης στο τρομερό πέρα που κάνει τα πάντα δυνατά, η περίτρομη στάση στο αχαρτογράφητο και στο τερατώδες, ένα βήμα πιο 'κεί από τον οικισμένο κόσμο των ανθρώπων και των θεών, ένα βήμα πιο 'δω από τον ανελέητο μορφασμό του ερέβους; Είναι πάντα ο θάνατος, αλλά όχι κυρίως γι' αυτό…

Υπάρχουνε όμως ακόμα ταξίδια, συναντάει κανείς ακόμα στις μέρες μας ταξιδιώτες; Τώρα που ο κόσμος μετρήθηκε, καταγράφτηκε, μπήκε στους χάρτες και στα χωροταξικά διαγράμματα, στα συμβόλαια και στους τίτλους ιδιοκτησίας, όταν ακόμα και η πιο απείθαρχη διάσταση του ταξιδιού, ο χρόνος, που οι απρόβλεπτες διογκώσεις και περιστροφές του μπορούσαν να καταβάλουν την πιο ακοίμητη θέληση και το πιο άγρυπνο μάτι να γείρει απ' τον μοιραίο ύπνο, έγινε με τη σειρά του τροφή των ταξιδιωτικών γραφείων, προσχεδιασμένη μέχρι το τελευταίο της δευτερόλεπτο ανάπαυλα στον ρυθμό της μηχανής που χτυπάει ακατάπαυστα στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στην Αμβέρσα, στο Τόκιο, που η γη παραδόθηκε πληγωμένη, ετοιμοθάνατη, στις ορδές των τουριστών για την τελευταία λεηλασία, τώρα που η Μπανγκόκ μοιάζει κακόφημη συνοικία του Παρισιού και οι ινδιάνοι πίνουν φτηνή μπύρα τ' απόβραδα στο λιμάνι της Βέρα-Κρους --στα μάτια τους γέρνει μια έρημος νεκρών βουβαλιών-- κοντολογίς, τώρα που ο κόσμος τελείωσε, ποιος δρόμος απομένει να διασχίσουν ακόμα τα κουρασμένα πόδια της μοναξιάς, να ακουμπήσει η έγνοια που ήλπισε για τελευταία φορά κάτω από τον ήλιο; Ό,τι κι αν πείτε, τα ταξίδια έχουν τελειώσει από καιρό και στους αρχαίους δρόμους των ταξιδιωτών τα τουριστικά μίνι-μπας αφήνουν πίσω τους ατελείωτη ουρά στραγγαλισμένα τενεκεδάκια Pepsi-Cola: ένα σύμπλεγμα ερωτικό λύνεται στο Κατζουράο και μια ελεφάντινη μάσκα στον Άνω Νείλο κλείνει με οδύνη τα βλέφαρα, μαστιγωμένα από τ' ανελέητα φωτογραφικά φλας. Τα τελευταία δείγματα σπάνιων ειδών σπαρταρούν με αγωνία μέσα στα λευκώματα.

Και όμως, το χλωμό είδος τού ταξιδιώτη δεν έχει εξαφανιστεί. Πώς επέζησε μέχρις εδώ, πώς αντέξανε τα κουρασμένα πόδια τα φορτωμένα με τη σκόνη βουνών κατακρημνισμένων και βυθισμένων ηπείρων, μυστήριο… Νάτος όμως μπροστά μας, γνώριμος από την αρχή και πάντα ξένος, με τον σάκο του μαρτυρίου του και με τη βαθιά χαρακιά της απόγνωσης που χωρίζει το μέτωπο στα δύο. Σήμερα που ο τουρισμός είναι πλέον μαζικός, και λαϊκός, αν η λέξη δεν διαμαρτύρεται σε τέτοια χρήση, είναι εύκολο να τον μπερδέψει κάποιος με τον τουρίστα. Πάντως το έμπειρο μάτι δεν γίνεται να γελαστεί: σημεία αδιάψευστα μαρτυρούν, από τα δάχτυλα ώς τη μνήμη, δίπλα σε στίφη ανύποπτων τουριστών και παιδιών που θα ζητιανεύουν αμερικάνικα τσιγάρα, το ίχνος μιας πολλαπλής μοναξιάς, μιας ανάμνησης που πυορροεί, μιας ελπίδας πρώιμα ρυτιδωμένης. Ξέρει λοιπόν να υποδεχθεί αυτή τη σκιά που αντάλλαξε τον χώρο με χρόνο, και που στο τέλος εξορίστηκε κι από 'κεί, καταδικασμένη να γυροφέρνει σε κύκλους ατέρμονους, στα βουβά περάσματα ανάμεσα στους κόσμους… Ποτάμι αδιάβατο κυλάει πίσω της, το σπίτι ξεμακραίνει οι γέφυρες κόβονται, βήμα με βήμα στραγγίζονται στη μνήμη. Καμιά γη δεν θα την καλοδεχτεί, ολόιδια ξένη στον καινούργιο της κόσμο, και δυο φορές ξένη σήμερα, όπως την ξεκουφαίνουν τα τσιριχτά τής αγορασμένης απόλαυσης των κίβδηλων ταξιδιωτών που καμώνονται πως της μοιάζουν.

Γιατί, το είπαμε, θ' αναγνωρίσουμε άσφαλτα τον ταξιδιώτη από τη μόνη του συντροφιά: τον θάνατο. Κορδέλα που στεφανώνει το ιδρωμένο μέτωπο, διάδημα από μοναξιά και από τη σκόνη τού δρόμου… Και όχι βέβαια επειδή τα ταξίδια είναι κάποτε επικίνδυνα: μάλλον επειδή για εκείνον που φεύγει το σώμα δεν έχει πλέον άγκυρα στον κόσμο. Χωρίς χρόνο οικείο, από καιρό δίχως εδώ, τινάζεται απελπισμένα έξω από την ίδια του τη ζωή όπως το φίδι από τη φλεγόμενη φωλιά του. Το είπαμε: όταν ανοίξει ο κύκλος των δραπετεύσεων δεν υπάρχει τέρμα - πρέπει να σπάσουν ένας ένας οι κρίκοι της οικειότητας, να λυθούν έως τέλους οι δεσμοί με τον κόσμο, το φοβισμένο μαλάκιο που σάλευε διστακτικά μέσ' στο καύκαλό του να χυθεί στο μεγάλο ποτάμι, που δεν επιστρέφει. Πίσω, μακριά, χαμηλώνουν τα φώτα του κόσμου πολιτείες βουλιάζουνε σε κρύα σκοτάδια, η πλάση ξαναγυρίζει στο άμορφο. Το ταξίδι ακυρώνει το σύμπαν.

Και όμως, το χλωμό είδος τού ταξιδιώτη δεν έχει εξαφανιστεί. Πώς επέζησε μέχρις εδώ, πώς αντέξανε τα κουρασμένα πόδια τα φορτωμένα με τη σκόνη βουνών κατακρημνισμένων και βυθισμένων ηπείρων, μυστήριο… Νάτος όμως μπροστά μας, γνώριμος από την αρχή και πάντα ξένος, με τον σάκο του μαρτυρίου του και με τη βαθιά χαρακιά της απόγνωσης που χωρίζει το μέτωπο στα δύο.

1. Αποσπάσματα από το βιβλίο Η αυλακιά του Ρεμπώ, πρώτο μέρος σχεδιαζόμενης ταξιδιωτικής τριλογίας με τίτλο "Οι δρόμοι της αδύνατης διαφυγής".

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου