Υπό… Κριτική τέχνη : η διεκδίκηση της ελευθερίας

Για το Γάλλο θεωρητικό Ζαν Ντιβίνιο «στο πρόσωπο του ηθοποιού συνοψίζονται οι δυνατότητες της κάθε εποχής και της κάθε κοινωνίας για ελευθερία». Αυτή η θέση έχει βάση αν σκεφτούμε όχι τους φυλακισμένους στη ματαιοδοξία ηθοποιούς άλλα τα προτάγματα της ίδιας της υποκριτικής θεωρίας. Μερικά από αυτά, όπως η απελευθέρωση του ασυνείδητου, η αναβίωση της μνήμης, η χωρίς ενοχή αποκάλυψη του εαυτού, η δημιουργία μιας ενιαίας εσωτερικής ταυτότητας και η αναζήτηση του πραγματικού χρόνου της αναπνοής και της ύπαρξης, συγκρούονται με το πρότυπο του τεμαχισμένου ανθρώπου σε αντιφατικές υποχρεώσεις και κοινωνικούς ρόλους, που προωθούν οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες για να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Ειδομένη από αυτή τη σκοπιά η υποκριτική θεωρία μπορεί να θεωρηθεί επαναστατική καθώς στοχεύει στη δημιουργία ενός ατόμου απελευθερωμένου από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς.

Στους μετα-μαρξιστές, και ιδίως στο Φουκώ, τονίζεται το ζήτημα της καταστολής της ατομικής ελευθερίας από τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του «ενός» και «μοναδικού» λόγου, ο χειρισμός της «μιας» ορθής σεξουαλικότητας από την εκάστοτε εξουσία και η παράλογη έννοια της τιμωρίας φτιάχνουν ένα αντιδραστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η απελευθέρωση του ασυνειδήτου που προβάλλει ο ηθοποιός θυμίζει τρομοκρατική ενέργεια.

Ποιες είναι όμως οι πιθανότητες παρέμβασης της ελευθερίας που υπερασπίζεται ο ηθοποιός στον ιστό της καθημερινής ζωής της κοινωνίας; Αναθεωρητές και θεμελιωτές της σύγχρονης υποκριτικής θεωρίας, με σημαντικότερο τον Γέρζυ Γκροτόφσκι, έφτασαν να αρνηθούν το κοινό και να ενδιαφερθούν μόνο για την ατομική απελευθέρωση του ηθοποιού κατά την διαδικασία των προβών. Οι πρόβες γίνονται χωρίς να φτάνουν ποτέ σε κάποιο σκηνικό αποτέλεσμα. Αυτή η στάση μπορεί να διασφαλίζει τον ποιοτικά ανατρεπτικό πυρήνα της υποκριτικής τέχνης και να τον προφυλάσσει από τις αντιδραστικές απλοποιήσεις που γίνονται από τους μηχανισμούς ελέγχου της μαζικής κουλτούρας για χάριν –δήθεν- της εμπορικότητας, όμως δεν παύει να τοποθετεί την πραγματική τέχνη εκτός της κοινωνίας. Το πρότυπο μιας πιο απελευθερωμένης κοινωνίας μένει κλειδωμένο στο ντουλάπι κάποιων εσωστρεφών καλλιτεχνών και η συμβολή της υποκριτικής τέχνης στη συλλογική επαναστατική συνείδηση είναι δυστυχώς μηδαμινή.

Αντιστροφή Προοπτικής

Φαίνεται ότι συνηθίσαμε πια στην αντιστροφή της προσομοίωσης, στη θεαματική ψευδαίσθηση και έτσι κάθε τι ζωντανό μοιάζει με εικονική πραγματικότητα. Ο Στοκχάουζεν χαρακτήρισε την 11η Σεπτεμβρίου το ύστατο έργο τέχνης. Ήταν η απαίτηση για μια τέτοιου είδους κλιμάκωση ώστε το συμβάν να μην έμοιαζε με χολιγουντιανή παραγωγή.

Το θέαμα που απέκτησε μονοπώλιο πάνω στην ίδια την πραγματικότητα έστησε την τέλεια παγίδα. Το πάθος για το πραγματικό έκανε τους αντάρτες των πόλεων να αιτηθούν τη συμμετοχή στο πυροτέχνημα. Απομακρύνθηκαν από το πρόγραμμα της ολικής ανατροπής, πέταξαν στα σκουπίδια την οδύνη της επαναστατικής δημιουργίας για να γευτούν τον οργασμό της άμεσης εισβολής στο θέματα. Ο κειμενογράφος της Σέχτας φαίνεται να αυνανίζεται με την τσόντα της Αλεξανδράτου που ο επιβήτορας δεν μας αποκαλύπτει ποτέ το πρόσωπό του.

Θέαμα όχι για την ανατροπή αλλά για την αναμόχλευση του ίδιου του βούρκου. Η συμμετοχή στην πορνογραφία της εποχής οριοθετεί την απόλυτη φαντασίωση του. Η απουσία θεωρίας είναι σύμπτωμα της απουσίας νοήματος για μια πράξη που την ορίζει αποκλειστικά ο σαδιστικός κυνισμός της προκήρυξης.

Αν επαναοριοθετούσαμε τη σχέση μας με το θέαμα, αν αποφασίζαμε να υπερβούμε το σκόπελο της εύκολης παραίτησης, αν σταματούσαμε να μας φοβίζουν τα όπλα του εχθρού, αν αρνηθούμε την εύκολη ταύτιση με τον «κουκουλοφόρο» πορνοστάρ, αν στρατεύσουμε τις ευαίσθητες ματιές μας στήνοντας αισθητικά οδοφράγματα, αν υπονομεύσουμε την ασχήμια του τέρατος με την πρόκληση της ομορφιάς του πραγματικού, αν εισβάλαμε στους τηλεοπτικούς δέκτες με ακάλυπτο το βλέμμα μας τότε ίσος – λέω ίσος – μπορούνε να επιχειρήσουμε τη φυγή προς τα άστα.

Υ.Γ. Το μεγάλο πρόβλημα των «τρομοκρατών» είναι κατά βάση αισθητικό. Κατά τα φαινόμενα είναι μανιακοί καταναλωτές φτηνού αμερικάνικου κινηματογράφου άθλιας μεταγλώττισης ενώ είναι εθισμένοι παρακολουθητές του Alter και του Τρωκτικό.

Το τέλος των υποσχέσεων στην αυγή της ελευθερία

Να η υποσχεση που μας εδωσε το Κρατος: Αν εγκαταλειψουμε καθε δικαιωμα συλλογικης διαχειρησης των υποθεσεων μας, θα εχουμε εξασφαλισμενα τα βασικα που χρειαζομαστε για να ζησουμε. Και η υποσχεση που μας προσεφερε ο καπιταλισμος: οτι θα μπορουσαμε να ζησουμε σα βασιλαδες αν ημασταν διατεθειμενοι να αγοραζουμε απο το στοκ της συλλογικης μας υποτελειας. Ολα αυτα όμως καταρρεουν. Αυτο που μενει, ειναι οτι ειμαστε ικανοι να δινουμε υποσχεσεις μεταξυ μας. Αμεσα. Χωρις τη μεσολαβηση των οικονομικων και πολιτικων γραφειοκρατιων. Η επανασταση ξεκινα ρωτωντας: τι ειδους υποσχεσεις κανουν οι ελευθεροι ανθρωποι μεταξυ τους, και πως κανοντας τες, ξεκιναμε να φτιαχνουμε εναν καινουργιο κοσμο;

Happy End

Αγάπη μου,
αφού και οι δυο μας είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό
που πλάθονται τα όνειρα,
μοιραία κάθε απόγευμα χάνουμε
το τρένο της μέρας.

Το ξέρουμε και οι δύο
πιασμένοι χέρι – χέρι
στα πίσω καθίσματα άδειων σινεμά
με την πλάτη στον τοίχο
και το βλέμμα στον παράδεισο•
το happy end είναι ένα
απάνθρωπο εφεύρημα του σκηνοθέτη
και τίποτα παραπάνω.

Πιάνω το χέρι σου
μα εσύ βλέπεις αλλού.
Φωνάζω μέσα στα αφτιά σου
μα εσύ δε με ακούς.

Ο μόνος εχθρός του έρωτα είναι ο χρόνος.

Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή

Η πρωτόγνωρη πανελλαδική απαξίωση του σκληρού πυρήνα του καθεστώτος, των μπάτσων και των δικαστών, που εκδηλώθηκε μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και σήμερα με την ένταση της εξελισσόμενης κρίσης συνεχίζεται ενάντια στους πολιτικούς και σε όλο το καθεστωτικό φάσμα κομμάτων και συνδικαλιστικών φορέων, αποτελεί την καλύτερη απάντηση σε όλους τους θιασώτες του πολιτικού καρακατσουλιού –τεχνοκράτες, γραφειοκράτες, οικονομολόγους, διανοούμενους- που σπεύδουν να στηρίξουν το καταρρέoν καθεστώς, προτείνοντας κεϋνσιανικές λύσεις διεξόδου από την κρίση και κυρίως σε όλη την αριστερά, καθεστωτική ή εξωκοινοβουλευτική.

Σήμερα με την απαξίωση όλου του πολιτικού συστήματος, των πολιτικών, των κομμάτων ή ακόμα και της εκκλησίας δημιουργούνται δυνατότητες υπέρβασης της κοινοβουλευτικής χούντας και αναζητούνται τρόποι οικοδόμησης της κοινωνικής ζωής στις γειτονιές και στις τοπικές κοινωνίες πέρα κι έξω από την επικράτεια κράτους και κεφαλαίου. Τα αντικαθεστωτικά πολιτικά συνθήματα «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», «Κάτω οι κλέφτες» είναι πλέον παντού και ως πολιτικό περιεχόμενο επικαιροποιούν την πανκοινωνική αντίσταση. Δεν τα συναντάς μόνο γραμμένα σε τοίχους των πόλεων και σε μαντρότοιχους χωριών, αλλά αποτελούν θέμα συζήτησης στις γειτονιές και στα καφενεία, κυρίως για το τι ακριβώς θα ακολουθήσει αν αυτά υλοποιηθούν. Εκεί ακριβώς που εστιάζεται το διακύβευμα της «από τα κάτω» πολιτικής των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, παίρνοντας τη ζωή στα χέρια τους. Ο πραγματικός φόβος όλων των κρατικών και κομματικών επιτελείων τα οποία αντιλαμβάνονται τις ραγδαίες κοινωνικές διεργασίες που συντελλούνται στην ελληνική κοινωνία και προσπαθούν να τις αποτρέψουν με γκαιμπελική προπαγάνδα, ψέματα και συκοφαντίες.

Τι κι αν η Παπαρήγα και ο Τσίπρας σπεύδουν να κάνουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης και ζητούν περισσότερη αστυνόμευση και καταστολή των αγώνων που δεν ελέγχουν; Τι κι αν οι «ριζοσπάστες» διανοούμενοι έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους για τα τεκταινόμενα και όσοι με μισόλογα μιλούν ή λένε αρλούμπες ή επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ της συκοφάντησης των διαδηλωτών, ότι τάχα φωνάζουν τυχοδιωκτικά συνθήματα ή ότι η Βουλή δεν πρέπει να αποτελεί στόχο γιατί δεν είναι το κυρίαρχο κέντρο των αποφάσεων και ότι οι βουλευτές της αριστεράς δεν είναι το ίδιο με τους άλλους; Τι κι αν οι κρατικοσυνδικαλιστές επιμένουν στις συνταγές της διαμεσολάβησης για τη διαχείριση της μεγαλύτερης ήττας και την άμβλυνση της κοινωνικής οργής, εκπορνεύοντας τους αγώνες; Τι κι αν τα αριστερίστικα δεκανίκια προτείνουν την επιστροφή στην προηγούμενη καπιταλιστική κατάσταση προτείνοντας εθνικοποιήσεις των τραπεζών;

Όλα συγκλίνουν ότι οι μεγάλες ριζικές αλλαγές θα γίνουν από ορμητικά ποτάμια διαδηλωτών-όπως αυτό της 5ης Μάη- που θα συμπαρασύρουν στο διάβα τους τα πάντα και θα στείλουν στο διάολο τα κόμματα και την ίδια την αριστερά. Ο κυρίαρχος λαός -που όλοι τους τη μια μέρα πίνουν νερό στο όνομά του, νομιμοποιώντας την εξουσία τους μεγάλη ή μικρή και την αμέσως επόμενη τον αποκαλούν προβοκάτορα ή τυχοδιώχτη- έχει όλο το αναφαίρετο δικαίωμα να κάνει εκτεταμένη χρήση της μαζικής επαναστατικής ή της αυθόρμητης βίας. Να κάψει τη Βουλή και τα σύμβολα της εξουσίας, ακόμα και να την ισοπεδώσει με μπουλντόζες και γκρέιντερ ή να την κάνει λαϊκό εστιατόριο αν χρειαστεί. Να καταλάβει τα καθεστωτικά κανάλια και τις παραγωγικές μονάδες, να απαλλοτριώσει τις τράπεζες και τις περιουσίες των ολιγαρχών μανδαρίνων, να καταστρέψει όλο τον κρατικό μηχανισμό και να οργανώσει αμεσοδημοκρατικά την κοινωνική ζωή.

Όλα συγκλίνουν ότι η σημερινή λαϊκή οργή αναζητεί τη δική της διέξοδο στην απόδοση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν πείθεται από την καθεστωτική πολιτική αλητεία που το έργο της είναι να καταγγέλλει και να καταστέλλει σύσσωμη τις αντιδράσεις του λαού για τα μέτρα, να κουκουλώνει τις απάτες και τα σκάνδαλα στις εξεταστικές επιτροπές, να περιθωριοποιεί και να καταδικάζει τον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία σε διαρκή απόγνωση, ανεργία και δουλειά μέχρι τα γεράματα για μια πενιχρή σύνταξη.

Όλα συγκλίνουν ότι το μέλλον έρχεται με ρυθμούς καταιγίδας. Και «τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία.»