Το φεμινιστικό ξέσπασμα και η μεταφεμινιστική μελαγχολία

Ακουσα το απόλυτο φεμινιστικό τραγούδι, Δέσποινα Βανδή: “Κορίτσι Πράμα“ και έμεινα άφωνος. Πρόκειται για μία άκρως ρεαλιστική και ταυτόχρονα γλαφυρή περιγραφή των συνθηκών που βιώνει μία σύγχρονη γυναίκα στην πατριαρχική ελληνική κοινωνία. Από τη στιγμή της γέννησης και των διαφορετικών, ανισόμερων υποκειμενοποιήσεων που προδιαγράφει η επίλυση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, έως την ενηλικίωση και την επάνδρωση υποδεέστερων θέσεων στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Πρόκειται για την τελευταία λέξη του ριζοσπαστικού φεμινισμού, αφού εντοπίζει την κοινωνική κατασκευή του φύλλου, πρώτα στον θεσμό (ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους) οικογένεια, μέσα από μία εκλεπτυσμένη ψυχαναλυτική προσέγγιση της διαδικασίας υποκειμενοποίησης, περνώντας κατόπιν στον αμέσως επόμενο ιδεολογικό μηχανισμό που συναντάει το παιδί: την εκπαίδευση και τους διαφορετικούς ρόλους και αντιμετώπιση που επιφυλάσσει στα φύλλα, καταλήγοντας στην καπιταλιστική αγορά εργασίας, όπου εντοπίζει τις οικονομικές συνέπειες της θηλυκότητας, υπονοώντας ταυτόχρονα και τις ιδεολογικές προεκτάσεις που έχει η διάσπαση της εργατικής τάξης σε άνδρες και γυναίκες με τα “ψυχικά” προνόμια με τα οποία επιβραβεύει τους άνδρες οι οποίοι βρίσκονται σε θέση ισχύος. Προνόμια όμως που σε τελική ανάλυση αναπαράγουν τη διαίρεση της εργατικής τάξης διασφαλίζοντας την υπαγωγή της εσαεί στο κεφάλαιο. Τέλος κλείνει μαχητικά, αρνούμενη να αποδεχτεί την κατώτερη μοίρα που της επιφυλάσσει η κοινωνία, επηρεασμένη κατά πάσα πιθανότητα από τον Μπένγιαμιν δίνοντας έμφαση στη προτεραιότητα, με αξιακούς όρους, της επερχόμενης απελευθέρωσης (οι στίχοι: ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΤΟ ΝΑΙ ΝΑ ΛΕΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕΝΕΙ Η ΕΛΠΙΔΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ), απέναντι στο ζοφερό παρόν, το οποίο όμως εμπεριέχει τους όρους υπέρβασης του, με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει η έννοια του sublation (Aufhebung)του Χέγκελ (που σημαίνει ταυτόχρονα διατήρηση και αλλαγή).Αισθάνομαι, έτσι, δικαιωμένος, διότι στο αιώνιο και καθοριστικό για την υποκειμενική συγκρότηση του καθενός μας δίλημμα: Βίσση ή Βανδή, είχα από μικρός επιλέξει Βανδή.

Μετά το φεμινιστικό ξέσπασμα της Βανδή, ακολουθεί ένα άσμα της Χρύσπας (Άντρες 100%) που αναδεικνύει την μεταφεμινιστική μελαγχολία για την απώλεια της παραδοσιακής αρρενωπότητας, η οποία υπονομευμένη από δεκαετίες φεμινιστικών αγώνων, στοιχειώνει τις σύγχρονες γυναίκες, ως ένα επίμονο αντικείμενο επιθυμίας που αρνείται να πεθάνει.

Για να κατανοήσουμε τον μηχανισμό αυτής της μελαγχολίας πρέπει να ανακαλέσουμε την διαφορά που εισάγει ο Λακάν ανάμεσα στο αντικείμενο της επιθυμίας, δηλαδή το αντικείμενο – πρόσωπο στο οποίο στρέφεται η επιθυμία μας και στο αντικείμενο – αιτία της επιθυμίας μας. Το στοιχείο δηλαδή ή χαρακτηριστικό εκείνο που καθιστά επιθυμητό το παραπάνω αντικείμενο – πρόσωπο. Από αυτή την άποψη, η μελαγχολική Χρύσπα δεν παραμένει προσκολλημένη στην παραδοσιακή αρρενωπότητα που έχει προ πολλού χαθεί, ανίκανη να αποδεχτεί αυτή την απώλεια διαμέσου της εργασίας του πένθους. Αλλά αντίθετα είναι το υποκείμενο εκείνο που κατέχει το αντικείμενο επιθυμίας, δηλαδή τους άντρες, μέσα από την χειραφέτηση της και την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας της που της επιτρέπει να σχετίζεται ελεύθερα με τους άντρες που επιθυμεί. Που όμως αυτό το αντικείμενο (οι άντρες), έχασαν το στοιχείο, την ποιότητα εκείνη που τους καθιστούσε επιθυμητούς στην Χρύσπα και σε κάθε Χρύσπα – μεταφεμινιστικό υποκείμενο, που συγκροτήθηκε δηλαδή ως τέτοιο στη βάση των αγώνων και των επιτυχιών των προηγούμενων φεμινιστικών κινημάτων. Εδώ έγκειται η λειτουργία της μελαγχολίας λοιπόν, στην σύγχυση ανάμεσα στην απώλεια του αντικειμένου στο οποίο σταθεροποιούνταν η επιθυμία, με την έλλειψη αυτή καθεαυτή, το κενό δηλαδή γύρω από το οποίο συγκροτείται η επιθυμία. Όσον αφορά τη Χρύσπα δεν έχουμε να κάνουμε με την άρνηση της επιθυμίας, (για ένα τύπο άντρα ο οποίος δεν υφίσταται πλέον), να πεθάνει, αλλά στην ύπαρξη – κατοχή του αντικειμένου, των αντρών δηλαδή, οι οποίοι όμως είναι πλέον αποστερημένοι από αυτό που τους καθιστούσε επιθυμητούς. Η μελαγχολία λοιπόν εγκαλεί μία στάση κατά την οποία κατέχουμε το αντικείμενο το οποίο επιθυμούμε,( στην περίπτωσή μας η δυνατότητα των σύγχρονων γυναικών να σχετίζονται ελεύθερα με όσους και όποιους άνδρες επιθυμούν), αλλά είμαστε απογοητευμένοι από αυτό.

Η επιθυμία πολύ λίγο σχετίζεται με την υλική σεξουαλικότητα, με τη “φυσική” σεξουαλική έλξη ανάμεσα στα φύλα, διότι είναι πιασμένη στην φανταστική εκδοχή της πραγματικότητας, στους κοινωνικούς νόμους (τυπικούς και άγραφους) και δομές που καθορίζουν τη ζωή μας από τη στιγμή που μπαίνουμε στο βασίλειο του συμβολικού, δηλαδή στη γλώσσα. Ακόμα και οι ασυνείδητες επιθυμίες μας είναι οργανωμένες από τη γλώσσα, συνιστούν την αφήγηση του Μεγάλου Άλλου σύμφωνα με το Λακάν. Κατασκευάζοντας τη φαντασιακή μας εκδοχή της πραγματικότητας (δια μέσω της γλώσσας) καθορίζουμε τις συντεταγμένες που ορίζουν την επιθυμία μας, δηλαδή το αντικείμενο της επιθυμίας μας καθώς και τη σχέση μας με αυτό. Διαμέσου της φαντασίας μαθαίνουμε πως να επιθυμούμε. Και καθώς η επιθυμία μας απορρέει από την φαντασία μας, η οποία εξ ορισμού δεν αντιστοιχεί σε κάτι το πραγματικό, συγκροτείται από την έλλειψη αυτή κάθε αυτή. Το μικρό αντικείμενο “α” είναι αυτό που διαμορφώνει τις συντεταγμένες της επιθυμίας μας και δεν πρέπει να συγχέεται με κάποιο υπαρκτό αντικείμενο η πρόσωπο. Στον πυρήνα της επιθυμίας μας βρίσκεται μία αίσθηση πληρότητας που δεν είναι παρά το είδωλο των ναρκισιστικών μας προβολών. Το να έρθουμε πολύ κοντά στο αντικείμενο – αιτία της επιθυμίας μας, απειλεί να ξεσκεπάσει την έλλειψη γύρω από την οποία αυτή αρθρώνεται. Είναι αυτή η έλλειψη που εξασφαλίζει πως θα συνεχίσουμε να επιθυμούμε.

Εδώ βρίσκεται η παραγνώριση της Χρύσπας. Συγχέει το contigent αντικείμενο “άντρες” στο οποίο σταθεροποιείται η επιθυμία της, με το αντικείμενο – αιτία της επιθυμίας (μικρό αντικείμενο α), που στην περίπτωσή της δεν είναι άλλο από τη ναρκισσιστική προβολή του δικού της χειραφετημένου και σεξουαλικά assertive εαυτού, στους άντρες. Οι άντρες λοιπόν για την Χρύσπα έχουν χαθεί πριν καν σχετιστεί μαζί τους. Υπάρχουν ως τέτοιοι μόνο στην απώλειά τους. Γι αυτό και είναι μελαγχολική – ναρκισσιστική η στάση της, διότι η λίμπιντο της έχει υποχωρήσει στο Εγώ Από αυτή την οπτική, όπως θα παρατηρούσε και ο Ζίζεκ, η αδυναμία της Χρύσπας να αντλήσει απόλαυση και να κορέσει την επιθυμία της, από οποιονδήποτε υπαρκτό άντρα, συνιστά την αρχή της φιλοσοφίας, αποτέλεσμα της οποίας είναι και αυτό το βαθυστόχαστο άσμα…

δες - άκου:
http://www.youtube.com/watch?v=BSGMx25vCvk&feature=player_embedded
http://www.youtube.com/watch?v=TO6_HVgZ138&feature=player_embedded

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου