Πόσο νέο είναι το νέο πολιτικό αφήγημα;


Αν αναλύσει κανείς τη βασική αφήγηση του ναζιστικού κόμματος στα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης θα διαπιστώσει πως, παρά την παντελώς ατεκμηρίωτη επιχειρηματολογία της, υπάρχει ένα μοτίβο που δεν κατορθώνει μόνο να συγκολλήσει εννοιολογικά τον παραληρηματικό τους λόγο, αλλά και να τον κάνει ιδιαίτερα θελκτικό στις λαϊκές μάζες. 

αντεστραμμένη ψυχανάλυση




Μαθήματα Aυτομόρφωσης - ψυχανάλυση και πολιτική.
Μαζική κουλτούρα: αντεστραμμένη ψυχανάλυση 




Μαθήματα αυτομόρφωσης: Ρόζα Λούξεμπουργκ


Μαθήματα αυτομόρφωσης: 
Ρόζα Λούξεμπουργκ

Άσμα Ασμάτων


Μέσα στα μάτια της
βλέπω μια θάλασσα πράσινη
αδυνατώ να κοιμηθώ
δίχως την περιδίνηση
λευκών μανιταριών

καταδύομαι στο όνειρο
πάνω σε καπέλα δερβίσηδων
και μυρωδιές νεκρών βράχων
στη μέση του Ινδικού

τέρατα προϊστορικών
επιθυμιών κατακλύζουν
τον κόσμο μου
με ήχους σειρήνων

η πρόοδος
έχει φροντίσει για όλα:
το κερί στα αυτιά των σκλάβων
και τις αλυσίδες μου

Αγχος και Πολιτική

πάνω στο βιβλίο του Franz Neumann


Με δύο μικρά κείμενα του Franz Neumann (1900-1954) από τις εκδόσεις Ερασμος, αυτοτελή δοκίμια από το βιβλίο του The Democratic and the Authoritarian State (The Free Press of Glencoe, 1957), οι συντελεστές της έκδοσης Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και Γιώργος Μερτίκας επιχειρούν να μας γνωρίσουν τη σκέψη ενός από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες και θεωρητικούς του δικαίου τού 20ού αιώνα. Οσοι στις ημέρες μας εκστασιάζονται με ονόματα όπως του John Rawls ή ακόμη πιο ασήμαντων υπηρεσιακών διανοουμένων, που η εμβέλειά τους μεγεθύνεται εκκωφαντικά από την ισχύ της αγγλοσαξονικής ηγεμονίας και μετριέται με το πόσα χωρία τους παρατίθενται στις αγορεύσεις της Γερουσίας ή της Βουλής των Λόρδων, καλά θα έκαναν να αντιληφθούν από πού έρχονται οι ιδέες που με τόση ευκολία αραιώνονται σήμερα μέχρις ότου καταστούν απελπιστικές κοινοτοπίες για κάθε χρήση: ακριβώς από τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση της κοινωνικής θεωρίας, της ζυμωμένης με τους κοινωνικούς αγώνες και το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, της οποίας το μάθημα από την αναμέτρηση με τον ανερχόμενο ολοκληρωτισμό προδιαγράφει τους τρόπους με τους οποίους κατανοούν και αναλύουν τις εσωτερικές εξελίξεις της αστικής κοινωνίας.
Ο Franz Neumann υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες νομικές αυθεντίες της Βαϊμάρης. Εμβαπτισμένος στη σκέψη του Μαξ Βέμπερ, του Μαρξ και των κλασικών θεωρητικών του φυσικού δικαίου, βγαίνοντας από την εμπειρία των εργατικών συμβουλίων μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, θα προσχωρήσει στην αριστερή πτέρυγα του SPD και -παρά τις συχνές διαφωνίες του με την κυβερνητική γραμμή- θα αναδειχθεί σε κύριο νομικό σύμβουλο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Το 1933 θα συλληφθεί από τους ναζί και, ύστερα από ένα διάστημα στη φυλακή, θα δραπετεύσει στην Αγγλία και θα συνεργαστεί με τον Harold Laski. Το 1937 θα καταλήξει στις ΗΠΑ, όπου θ' αναπτύξει στενότερες σχέσεις με το επίσης εξόριστο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης και θα συνεχίσει εκεί μιαν ακαδημαϊκή σταδιοδρομία μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό του. Με τον κύκλο του Ινστιτούτου θα τους ενώσει το επείγον μέλημα να κατανοήσουν τη φύση του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους και μια κρίσιμη διαφωνία σε αυτό ακριβώς το ζήτημα με τον Φρίντριχ Πόλοκ (τον οποίον ακολουθούσαν ο Χορκχάιμερ, ο Αντόρνο και ο «εσωτερικός κύκλος» του Ινστιτούτου) θα τους χωρίσει μετά το 1942, όταν ο Neumann θα εκδώσει τη μείζονα συμβολή του στο θέμα, τον ογκώδη τόμο με τίτλο Βεεμώθ: η δομή και η πρακτική του Εθνικοσοσιαλισμού (ο κοινωνιολόγος Τσαρλς Ράιτ Μιλς θα έγραφε αργότερα πως ο Βεεμώθ τού έδωσε τα εργαλεία για να συλλάβει και ν' αναλύσει την όλη κοινωνική δομή, καθώς και μια προειδοποίηση του τι έμελλε να συμβεί στη μοντέρνα καπιταλιστική δημοκρατία).
Τούτο το μικρό σημείωμα γράφεται με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του Αγχος και πολιτική, αξίζει όμως να το διαβάσει κανείς παράλληλα με το προηγούμενο Η έννοια της πολιτικής ελευθερίας (παρά την εικοσαετία που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο εκδόσεις), διότι θα δει αμέσως τα νήματα που συνδέεουν τη συλλογιστική των δύο δοκιμίων: υπάρχουν συγκεκριμένα χωρία στο πρώτο που αναγγέλλουν την ανάλυση του δεύτερου, και ταυτόχρονα το εντάσσουν στην ευρύτερη θεωρητική οπτική του συγγραφέα, που περιστρέφεται διαρκώς γύρω από το πρόβλημα μιας καθ' ύλην (δηλαδή, περιεχομενικής και όχι απλώς τυπικής) δημοκρατίας. Για παράδειγμα, έχοντας υπερφαλαγγίσει τη νομική έννοια της ελευθερίας, που την περιορίζει στην «αρνητική», φιλελεύθερη εκδοχή της («Νομικός θετικισμός δεν είναι, όπως συνήθως μας μαθαίνουν, η αποδοχή της πολιτικής εξουσίας ως έχει, αλλά και η προσπάθεια να μεταμορφώσουμε τις σχέσεις της πολιτικής και της κοινωνικής εξουσίας σε νομικές σχέσεις» [σελ. 25]) και αφού επεκτείνει την έννοια στις «θετικές», γνωσιακές και βουλητικές διαστάσεις της (επαρκής γνώση της αναγκαιότητας και ετοιμότητα του πολιτικού σώματος για συλλογική δράση) πέρ' από τις τυπικές εγγυήσεις «δικαιωμάτων», οι οποίες μολαταύτα είναι απαραίτητες, παρατηρεί με ανησυχία την κρίση της πολιτικής ελευθερίας, που είναι ταυτόχρονα κρίση της πολιτικής συμμετοχής, στις σύγχρονες κοινωνίες, τις χαρακτηριζόμενες από τη μονοπωλιακή συσσώρευση κεφαλαίου και ισχύος· το φαινόμενο αυτό, εκτιμά, είναι που ανοίγει τον δρόμο για τον «καισαρισμό» στην πολιτική (όρο με τον οποίον εννοεί τις ολοκληρωτικές μορφές εξουσίας): «Η φασιστική πολιτική σκέψη υποστηρίζει ότι η δημιουργία μιας εθνικής κοινότητας καθορίζεται από την ύπαρξη ενός εχθρού, τού οποίου τη φυσική εξόντωση πρέπει να επιθυμούμε. Ετσι η πολιτική σημαίνει όχι την οικοδόμηση μιας καλής κοινωνίας αλλά την εξόντωση ενός εχθρού. [...] Αν οι έννοιες "εχθρός" και "φόβος" συνιστούν πράγματι τις κινητήριες αρχές της πολιτικής, τότε ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα είναι αδύνατο, ανεξαρτήτως του αν ο φόβος παράγεται εκ των έσω ή εκ των έξω. Ο Μοντεσκιέ παρατήρησε συγκεκριμένα ότι ο φόβος είναι αυτό που δημιουργεί και στηρίζει τις δικτατορίες. Αν ελευθερία είναι η απουσία περιορισμών, οι περιορισμοί που πρέπει να καταργηθούν σήμερα είναι πολλοί· και πρώτος έρχεται ο ψυχολογικός περιορισμός που γεννάται από τον φόβο» (σελ. 56).
Το ζήτημα έχει τεθεί: ο φόβος είναι ο αντίποδας ακριβώς και η κυριότερη απειλή της πολιτικής ελευθερίας, στου οποίου τη λεπτομερέστερη διερεύνηση αποσκοπεί το δεύτερο δοκίμιο. Το ονομάζει ορθότερα εδώ «άγχος» (Angst: αγωνία, άγχος, αόριστος φόβος), ακολουθώντας την κλινική διάκριση ανάμεσα στον δικαιολογημένο φόβο και τον απροσδιόριστο νευρωτικό, τη λεγόμενη φοβία. Τούτο το δεύτερο, όταν καταστεί συλλογικό ανακλαστικό, αντιπροσωπεύει το πιο επικίνδυνο ανορθολογικό στοιχείο στην πολιτική, το οποίο μοιραία οδηγεί στην -ασυνείδητη και τυφλή, απρόσβλητη από την έλλογη κρίση- συγκινησιακή ταύτιση με μια ηγετική φιγούρα (το φαινόμενο που ο Neumann αποκαλεί «καισαρισμό»). Είναι η κλασική μορφή του ολοκληρωτισμού: η πολιτική «φιλοσοφία» που της αντιστοιχεί είναι τυπικά μια συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας. Γεννημένο υπό συνθήκες ιστορικής αδιαφάνειας και αδυναμίας των μαζών να συλλάβουν την πραγματική φύση και τα αίτια των δεινών τους, να ελέγξουν σε κάποιον βαθμό την κοινή μοίρα τους, το αίσθημα αυτό υπεροξύνεται από ανενδοίαστες ηγεσίες σε πραγματικό άγχος καταδίωξης μέσ' από την κλιμάκωση του κύκλου εγκλήματος - ενοχής - εγκλήματος: «Ο ηγέτης διατάζει την τέλεση εγκλημάτων· πρόκειται όμως για εγκλήματα που εναρμονίζονται με την ηθική που επικρατεί στην ομάδα. [...] Το αίσθημα ενοχής απωθείται και προκαλεί ένα άγχος στα όρια του πανικού, το οποίο μπορεί να υπερνικηθεί μόνο με την άνευ όρων υποταγή στον ηγέτη, που καθιστά υποχρεωτική τη διάπραξη νέων εγκλημάτων» (σελ. 62).
Διαβλέπει κανείς πίσω απ' όλη αυτή την ανάλυση μια επεξεργασία της βεμπεριανής έννοιας της χαρισματικής εξουσίας (φέρνει αρκετά ιστορικά παραδείγματα που δεν προλαβαίνουμε να συζητήσουμε εδώ), αλλά η αναπόφευκτη χρήση φροϋδικών, ψυχαναλυτικών εννοιών δίνει μια πολύ πιο ακριβόλογη ανάλυση των πτυχών της - και φέρνει ακόμα μία φορά, βέβαια, τον συγγραφέα κοντά στη Σχολή της Φραγκφούρτης... Ακόμα πιο σημαντικό, θεωρώ, είναι η προσπάθεια του Neumann να ανιχνεύσει τις ρίζες αυτής της πολιτικής παθολογίας των νεωτερικών κοινωνιών -μέσ' από μια εμπνευσμένη, μολονότι λακωνική, περιδιάβαση στη διαγνωστική του Ρουσό, του Σίλερ, του Χέγκελ, του Φόιερμπαχ και του Μαρξ- ακριβώς στον εξοντωτικό καταμερισμό της εργασίας, που στερεί από τους ανθρώπους μια αίσθηση ελέγχου του κόσμου τους και των ίδιων των πράξεών τους, την εμπορευματική αποξένωση που πλέκει ένα όλο και πυκνότερο δίχτυ αδιαφάνειας γύρω τους, τη μονοπωλιακή συσσώρευση δύναμης, τέλος, που καθιστά κενές περιεχομένου όλες τις φιλελεύθερες νομικές ρυθμίσεις ή τις μεταστρέφει ευθέως στο αντίθετό τους... Και δεν χρειάζεται να τονίσω πόσο επίκαιρη είναι η εικόνα που σκιαγραφεί για τη δική μας ιστορική στιγμή: παρ' ότι ο ίδιος έχει στο μυαλό του τον εθνικοσοσιαλισμό και τον φασισμό (κάποιων όψεων του σταλινισμού μη εξαιρουμένων), ποιος από μας δεν βλέπει ανάγλυφα, φέρ' ειπείν, πίσω από τον κύκλο έγκλημα - ενοχή - έγκλημα, τον στηριγμένο στον μεθοδικά υποκινούμενο φόβο, τη σημερινή κοσμοπολιτική των ΗΠΑ ή την περιφερειακή της μικρογραφία, τη γεωπολιτική του Ισραήλ; Ή, για να εστιάσουμε πολύ πιο κοντά τον φακό, πίσω από εγκληματικές εκρήξεις της ραγδαία εξαχρειούμενης μικροαστικής κοινωνίας που μας περιβάλλει εναντίον μεταναστών και ξένων, πίσω από συνωμοσιολογικά σενάρια εθνοκτονίας που επικαλούνται Λεωνίδες και Παλαιολόγους και μεταφράζονται σε εκλογικά κέρδη της ακροδεξιάς, όπως και αλλού στην Ευρώπη, την αδιαφάνεια του άκαμπτου μηχανισμού κεφαλαιακής συσώρευσης και των διεθνών οικονομικοπολιτικών ανταγωνισμών ισχύος που συνθλίβουν αυτή τη στιγμή οικονομικά μία χώρα όπως (μεταξύ άλλων) η Ελλάδα;
Η σκέψη του Neumann είναι οπωσδήποτε λιγότερο ριζοσπαστική από της Σχολής της Φραγκφούρτης κατά το ότι δεν θεωρεί υπερβάσιμο έναν ορισμένο βαθμό αποξένωσης στην πολιτική (και από αυτή την άποψη θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται κάπως πιο κοντά στον Χάμπερμας)· επειδή αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το ριζικό αίτημα του μη διαχωρισμού κυβερνώντων/κυβερνωμένων, εμμένει σε ζητήματα πολιτικής διαμεσολάβησης και, άρα, διατηρεί ένα ίζημα της αστικής προβληματικής περί «κράτους δικαίου», την οποία πασχίζει βεβαίως να διευρύνει. Η απαράγραπτη αξία της έγκειται, ωστόσο, στην ανεξάντλητη λεπτότητα, τη στηριγμένη σε βαθιά ιστορική γνώση και γνώση της ιστορίας του δικαίου και των πολιτικών ιδεών, με την οποία συλλαμβάνει και πραγματεύεται τις αντιφατικές όψεις κανόνων και αρχών, ειδικά σε μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες, τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη δικαιική, την κοινωνική και την ηθική σφαίρα, τον ρόλο του ψυχολογικού στοιχείου και των οικονομικών καταναγκασμών στην πολιτική, τον ουσιώδη συσχετισμό -τελικά- της πολιτικής ελευθερίας με έναν βαθμό περιεχομενικής ισότητας, δίχως τον οποίον όλες οι νομικές εγγυήσεις της πρώτης καθίστανται κενό γράμμα.
Φώτης Τερζάκης 

Ασκήσεις ολοκληρωτισμού ΙΙΙ και IV: Η αισθητική διάσταση.



Ο σχολιασμός των πολιτικών δομών με αισθητικούς όρους θα μπορούσε από την αρχή να κατηγορηθεί για αναγωγισμό. Και είναι αλήθεια πως δεν είναι καθόλου νόμιμο να συζητάς πολιτικά συμβάντα με αισθητικές επεξεργασίες. Υπάρχει όμως ένα ιστορικό γεγονός που θα ήταν λάθος να ξεφύγει της προσοχή μας: το γεγονός πως ο φασισμός είναι το πρώτο πολιτικό ρεύμα που αισθητικοποίησε την πολιτική σφαίρα. Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός, ως ο συνεπέστερος κληρονόμος του φασιστικού μαθήματος, τείνει σήμερα να άρει κάθε διάκριση αισθητικού και πολιτικού.

Και αν στο επαναστατικό κίνημα η συζήτηση για το αισθητικό ταλανίστηκε ανάμεσα στην πολυσήμαντη έννοια της πολιτικοποίησης της τέχνης και στο αίτημα για την κατάκτηση της καλλιτεχνικής αυτονομίας, στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο ολοκληρωτισμός βρήκε στην ανάπτυξη των μαζικών μέσων την ευκαιρία να θεμελιώσει κολοσσιαίους μηχανισμούς πολιτικής χειραγώγησης. Πολιτικό μήνυμα με ψευδαισθητική μορφή. Με άλλα λόγια το ολοκληρωτικό κράτος αντιλήφθηκε πως πίσω από την ακατανίκητη έλξη του αισθητικού[1] κρύβεται μια χρυσή ευκαιρία για ανάπτυξη μηχανισμών καθυπαγόρευσης αναγκών και απόσπασης συναινέσεων.

Από τις ταινίες της Ρίφενσταλφ, τη μεγαλόσχημη αρχιτεκτονική της σταλινικής περιόδου, μέχρι το δημοφιλές και ανέμελο τραγούδι της μεταπολεμικής Αμερικής – προϊόν μαζικής αλυσίδας παραγωγής και αποχαύνωσης – διαφαίνεται μια κοινή γραμμή πλεύσης για τα καθεστώτα: η υπόμνηση μιας ορθολογικότητας περιεχομένου μέσα από την προβολή μιας άψογης, στυλιζαρισμένης και μεγαλεπήβολης εικόνας. Με άλλα λόγια, πρώτος όρος της αισθητικοποίησης της πολιτικής είναι η συγκάλυψη του περιεχομένου από τη μορφή, του υλικού από την συσκευασία, της φρικαλεότητας των καθεστώτων από την «τελειότητα» των στρατιωτικών βηματισμών στις παρελάσεις.

Ο Edward Bernays, ανιψιός του Φρόιντ, ανέλυσε ίσως καλύτερα από τον καθένα τις τεχνικές της προπαγάνδας. Με την αντιστροφή της ψυχαναλυτικής θεωρίας από εργαλείο θεραπείας σε εργαλείο χειραγώγησης, η διαφήμιση και η «πολιτική επικοινωνία» στοχεύει στην δημιουργία και στην συνέχεια εσωτερίκευση από τα άτομα μίας ψυχολογικής σπάνης [μέσα από την δημιουργία και την άμεση ματαίωση επιθυμιών] και άρα διαμόρφωσης υποκειμένων για τους σκοπούς της αγοράς. Ο Bernays καταφέρνει να επιβάλει τις καταναλωτικές συνήθειες των αμερικανών για δεκαετίες και να υπαγορεύσει τις πολιτικές τους επιλογές. Ο μηχανισμός που παράγει νευρώσεις αντιστρέφεται και αντί να απελευθερώνει εντείνει τη εξάρτηση διοχετεύοντας όλη τη ματαιωμένη ορμή στο προϊόν. Η προπαγάνδα δημιουργεί μαζοχιστικές χαρακτηροδομές έτσι ώστε να δέχονται ή ακόμα και να αναζητούν αυταρχικές μορφές εξουσίας.  

Στη σύγχρονη μεταμοντέρνα κατάσταση όπου η ασάφεια των αισθητικών μορφών μέσω της δήθεν απελευθέρωσης της γλώσσας από την υλική βαθμίδα των αναγκών, η αναγνώριση των αισθητικών ιδιωμάτων του πολιτικού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ιδεολογική αντίσταση στον ολοκληρωτισμό. Γιατί δεν είναι μόνο η αναγωγή του περιεχομένου στη συσκευασία, της πραγματικότητας στην εικονική της τηλεοπτική αποτύπωση, χαρακτηριστικό του γνώρισμά. Εξίσου πρέπει να εντοπίσουμε την υπνωτιστική επανάληψη μορφικών κλισέ, για την οριστική απονέκρωση του αισθητικού κριτηρίου και τον εγκλωβισμό της εκφραστικής δημιουργίας στο βρόχο της αυτιστικής αναπαραγωγικότητας. Είναι επίσης η λατρεία των ερειπίων, μια πλαστής εικόνας ενός φανταστικού παρελθόντος που σερβίρεται ως φάρμακο δια πάσαν νόσων και δια πάσαν μαλακία. Είναι τέλος ο απόλυτος σχετικισμός, η ελευθερία στη μεταμοντέρνα κατάσταση, η ελευθερία στο πλαστό της ομοίωμα. Με άλλα λόγια: για να νιώθει «ελεύθερος» ο υπήκοος του ολοκληρωτισμού πρέπει να αρνηθεί κάθε δυνατότητα, κάθε νόημα, στην ίδια την ελευθερία.


ΙV

Ο Μάνος Χατζηδάκις χρωστάει τις θεωρητικές του αναφορές στο Νίτσε όταν στην αγωνία του για την κοινωνία που συνήθισε σταδιακά το «πρόσωπο του τέρατος» παρατηρεί: «από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του». Γιατί ήταν ο Νίτσε ο πρώτος που διαισθάνθηκε πως πίσω από την γοητεία που ασκεί η άβυσσος κρύβεται μια επιθυμία ταύτισης, μια ανομολόγητη επιθυμία να ενωθούμε λυτρωτικά μαζί της.

Και το λέω αυτό γιατί αν θέλουμε να εξηγήσουμε την απήχηση που έχουν, και είχαν ανέκαθεν – ας μην εθελοτυφλούμε, οι φασιστικές μορφές στην κοινωνία, πριν την αποδώσουμε σαν αφ’ υψηλού κομπλεξικοί στην αμάθεια και την αγραμματοσύνη των λαϊκών τάξεων, θα πρέπει να φωτίσουμε το βαθύ μίσος που τρέφουν αυτές οι τάξεις για την αστική κοινωνία, για το κράτος και τον καπιταλισμό της αγοράς. Και είναι ένα μίσος εξηγήσιμο αν αναλογιστεί κανείς πως η ανοιχτή αστική δημοκρατική κοινωνία είναι ένα φαιδρό ψέμα που αναπαράγει και ενισχύει κολοσσιαίες ανισότητες και αποκλεισμούς.

Η αριστερή ρητορική συνηθίζει να συνδέει το φαινόμενο με την απουσία αυτοσυνειδησίας της τάξης: Το κράτος με την προπαγάνδα του κρύβει απ' τους φτωχούς την αλήθεια. Όμως ζούμε στην εποχή που όλα έχουν ειπωθεί και κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν μοίρασε πολλά κείμενα ή δεν κόλλησε πολλές αφίσες. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «φιμώθηκε» και «αποκλείστηκε» από τα κυρίαρχα θέματα – ούτε καν οι συνήθως παραπονούμενοι αναρχικοί. Φαίνεται λοιπόν πως αλλού πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία του «κακού».

Ο Νίτσε πάλι είναι αυτός που παρατήρησε την ευθύγραμμη σχέση αισθητικής και πολιτικής. Γιατί δεν είναι το πεδίο του λόγου αυτό που κάνει τον ολοκληρωτισμό θελκτικό στις μάζες· είναι η πλήρης επικράτησή του εδώ και δεκαετίες σε αισθητικό επίπεδο. Εκεί που έπαιζε και παίζει χωρίς αντίπαλο. Η αριστερά αρνήθηκε να κατανοήσει πως η προβολή μιας εναλλακτικής προοπτικής προϋπέθετε μια ανειρήνευτη πολεμική στο πεδίο του αισθητικού, μια προβολή της ιδέας μιας άλλης ζωής, μιας νέας αισθητικής ηθικής.

Κανονικά δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει πως σήμερα όσοι διαμόρφωσαν αποφασιστικά τον αισθητικό παράδεισο των τελευταίων δεκαετιών, της life style καταναλωτικής νιρβάνας και των τηλεοπτικών εκτρωμάτων, πέρασαν χωρίς πρόβλημα από τα νεανικά αβεντγκάντ υπόγεια της αμφισβήτησης και της αντικουλτούρας στο εκσυγχρονιστικό μπλοκ του Σημίτη και εσχάτως στη Χρυσή Αυγή. Μας παραξενεύει, όμως, γιατί  ουδέποτε αναζητήσαμε τις εκλεκτικές συγγένειες του φασισμού με τον καπιταλιστικό - καταναλωτικό πολιτισμό και την ηθική του, γιατί δεν οριοθετήσαμε μια πολιτική αισθητική στάση, γιατί δεν αντιταχθήκαμε στα μέσα, τους σκοπούς, στο πρόσωπο του τέρατος. Γιατί το συνηθίσαμε.

Απέναντι στη ξεπεσμένη αστική χριστιανική ηθική της εποχής του, τη μικρόνοα, την εχθρική προς τη ζωή, ο Νίτσε αντιπαραβάλλει την αισθητική στάση. Για αυτό για όλους εμάς, εμάς που κουβαλάμε μέσα μας το νέο κόσμο, η αισθητική μας δεν είναι - ούτε μπορεί να είναι - ζήτημα που αφορά μόνο ζωγράφους, γυψινάδες και γραφίστες, αλλά ζήτημα κατά βάση ηθικό. Μέχρι την οριστική διάλυση του κράτους και της αγοράς, μέχρι η δουλειά να μην είναι εργασία αλλά το ελεύθερο δημιουργικό παιχνίδι των ελεύθερα συνεταιρισμένων δημιουργών, η πάλη ενάντια στην αισθητική βαρβαρότητα είναι η πάλη ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Η αισθητική μας οφείλει να είναι η ηθική του μέλλοντος κόσμου.






[1] Καθόλου τυχαία, η ιδέα ότι η έλξη του αισθητικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο για την διαμόρφωση των ανθρώπων εισήχθη στην δυτική σκέψη από τον Πλάτωνα. Τον πρώτο στην ιστορία και ίσως διαχρονικότερο πολιτικό δάσκαλο του ολοκληρωτισμού.

Οι «ραβίνοι» των «γραφείων αλληλοβοήθειας» ή ποιος φοβάται την Αυτοδιαχείριση.



Του Άρη Τσιούμα

Ήρθε λοιπόν η εποχή, -ή καλύτερα επιστρέφει δειλά-, όπου οι λέξεις θα ξαναποκτήσουν το χαμένο νόημα. Μοιάζει να πλησιάζει διαρκώς η στιγμή όπου μέσα από το βίαιο ξεπέρασμα της πλαστικής ευμάρειας, θα προκύψουν ξανά τα αντίπαλα στρατόπεδα. 

Σε αυτές τις εποχές, και με βάση τις ιστορικές νίκες και ήττες, τα συμπεράσματα και τους αφορισμούς, θα κληθούμε να εξοπλίσουμε ξανά την επαναστατική κληρονομιά, όχι ως καπρίτσιο αλλά ως ανάγκη για λύσεις στα προβλήματα των φτωχών. Αυτό είναι που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει, αυτό μας ενδιαφέρει γιατί αυτό ενδιαφέρει τον λαό. Ο επανακαθορισμός της ορθής διαλεκτικής της επαναστατικής στάσης διεκδικεί την ανατροπή, όχι ως ουτοπία, ως έφοδο ενός απογεύματος, αλλά ως καθημερινή διαλεκτική της άρνησης στο υπάρχον με την κατάφαση της δημιουργίας του νέου μέσα στο παλιό. Πασχίζουμε να ξανακάνουμε την επανάσταση πραγματική διαδικασία. 

Η ήττα, από τη μια μεριά, της συνδιαλλαγής άνευ όρων, αλλά και της πτώσης των νομοτελειών από το ύψος του υπαρκτού στο βόρβορο του ανύπαρκτου, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της πιο συγκροτημένης και εξοντωτικής επίθεσης που έχει εξαπολύσει το κράτος και το κεφάλαιο εις βάρος του κόσμου της εργασίας, αφήνει να διαφανεί η μειοψηφική -προς ώρας- αλλά υπαρκτή με την έννοια αλλά και την αισθητική του ενστικτώδους, επιλογή της αυτοοργάνωσης, ως δομή, και το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης ως εμπράγματης διαλεκτικής της καθημερινής επαναστατικότητας. 

Μπροστά σε αυτή την δίοδο που ανοίγει μπροστά στα μάτια των πιο προωθημένων εργατών, στέκεται μια ετερόκλητη λυκοσυμμαχία των προθύμων που τους φράζει το δρόμο. Η παρουσία τους εκεί δεν είναι τωρινή ούτε πρωτόφαντη. Ήταν πάντα εκεί. Το ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είχε παρατηρηθεί επαρκώς οφείλεται στην απουσία της προοπτικής της κοινωνικής χειραφέτησης, καθώς οι φωνές και οι πράξεις των φορέων της θάβονταν μεθοδικά κάτω από τόνους «εθνικής ασφάλειας», «διαρκούς ανάπτυξης», «διευρυμένης συναίνεσης», «εκσυγχρονισμένης καταστολής», «ανεξάρτητης δημοσιογραφίας», και λοιπών σκουπιδιών και παραγώγων της προηγούμενης διαχείρισης, η οποία υπήρξε ο θάλαμος αναμονής για τούτη εδώ την εποχή των δολοφόνων.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζει να σημειωθεί και σε αυτό το σύντομο άρθρο είναι το εύρος αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όλων αυτών -και του καθένα ξεχωριστά- που στελεχώνουν τη συμμορία η οποία προσπαθεί με χίλιους τρόπους να αρνηθεί την οποιαδήποτε προοπτική χειραφέτησης της εργατικής τάξης με οποιοδήποτε κόστος. 

Αρχικά, στη φυσική τους θέση βρίσκονται η δεξιά η ακροδεξιά, η αριστερή δεξιά και οι λοιποί παρατρεχάμενοι. Όσοι σήμερα συγκροτούν την κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά και τι διακυβεύεται αλλά και τι έχουν να περισώσουν. Με κάθε κόστος πρέπει να περισωθούν τα κέρδη των αφεντικών, καθώς επίσης και την αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης με εντονότερους ρυθμούς. Είναι οι εγγυητές που θα διασφαλίσουν ότι αυτή η διαδικασία διαρκούς εξαθλίωσης και εκμετάλλευσης δεν πρόκειται να ανατραπεί από την έφοδο των εργατικών μαζών και των ανέργων στο προσκήνιο, μέσω μιας αυτόνομης πολιτικής που θα έχει κέντρο τα συμφέροντά τους. Δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν εδώ, η ιστορία έχει μιλήσει κι όποιος δεν έχει αυτιά για ν’ ακούσει γύρω απ’ τον τάφο του κυκλοφορεί. Το μόνο που έχει ίσως νόημα να επισημανθεί είναι η αναλλοίωτη επιχειρηματολογία της «δεξιάς διανόησης» εδώ και δυο αιώνες περίπου, η οποία περιστρέφεται γύρω από αυτισμούς του τύπου «οι εργάτες δεν μπορούν να διαχειριστούν την εργασία τους», «οι εργάτες δεν ξέρουν», «δεν υπάρχει επιχείρηση χωρίς αφεντικό», «τα αφεντικά είναι απαραίτητα», κλπ. Παραδοσιακές εκλαϊκεύσεις δηλαδή της κλασσικής φιλοσοφίας της υποταγής, όταν ακόμη και μικρά παιδιά θα μπορούσαν να καταθέσουν πειστικά επιχειρήματα που θα υποστήριζαν ακριβώς τις αντίθετες θέσεις και τα λογικά συμπεράσματα που θα προέκυπταν από αυτές. 

Ας έρθουμε στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι εκεί που οι «λεπτές» αποχρώσεις διαφοροποίησης και οι δήθεν καλόβολες κριτικές γδύνονται μπροστά στη λαική ανάγκη και ντύνονται το κουστούμι είτε του ιδεολόγου-επαναστάτη, είτε του πονηρού μεσολαβητή, είτε του πολιτικού κάπελα είτε απλά του ραβίνου των γραφείων αλληλοβοήθειας στην καρδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η καθεστωτική αριστερά εκδηλώνεται πάνω στο ζήτημα της αυτοδιαχείρισης, και ειδικότερα της αυτοδιαχείρισης εδώ και τώρα, με βάση τα ιστορικά πολιτικά χαρακτηριστικά της. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ του 30% συνεχίζει να φορά την προβιά του συμμάχου των αδυνάτων στα λόγια, προσπαθώντας να απορροφήσει δυνάμεις από οποιοδήποτε κοινωνικό κίνημα βάσης, κάνοντας το μοναδικό πράγμα που ξέρει, να παίζει το ρόλο του πονηρού μεσολαβητή, αυτού που θα «ανοίξει πόρτες» θα καταθέσει επερωτήσεις θα «θίξει το ζήτημα» και άλλα πολλά, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να διαμορφώσει νέα εκλογική πελατεία στη βάση της λογικής που λέει ότι «τώρα δεν γίνεται» αλλά με μια «αριστερή διακυβέρνηση» όλα θα λυθούν και θα διορθωθούν. 

Την ίδια ώρα ο Ιανός ΣΥΡΙΖΑ λέει αυτά και πράττει τα αντίθετα, δεν στηρίζει ποτέ κανέναν αγώνα που διευρύνει τα χαρακτηριστικά πάλης που αναβαθμίζει το πλαίσιο των διεκδικήσεων και θίγει την ίδια την καρδιά του καπιταλιστικού τέρατος, την ιδιοκτησία. Τα μελίσσια των βουλευτών του που συνωστίζονται στους αγώνες για τα χρυσωρυχεία και το περιβάλλον και το ζήτημα της διαχείρισης των σκουπιδιών κ.α. προσπαθώντας να τονίσουν τα διαταξικά χαρακτηριστικά των αγώνων αυτών, απουσιάζουν εκκωφαντικά από τους αγώνες που θέτουν ζητήματα για ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο που μιλούν δηλαδή για την ταμπακέρα. 

Η δε πιθανή εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θέση, μαζί με τον οπορτουνιστικό του χαρακτήρα, είναι αυτή ακριβώς που όχι μόνο δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα, [καθώς ποτέ τα ζητήματα που θέτουν την προοπτική της συνολικής ανατροπής δεν υπήρξαν διαχειριζόμενα από καμιά ηγεσία εν τη απουσία της βάσης], αλλά είναι και ο βασικός λόγος που τεκμηριώνει την απουσία των ρεφορμιστών από αυτούς τους αγώνες. Η αναντιστοιχία των λεγομένων τους πριν, με τις πράξεις μετά θα ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και ο πιο πεπεισμένος ψηφοφόρος του οπορτουνισμού θα καταλάβαινε, ότι για άλλη μια φορά έπεσε θύμα των αυτονομημένων πολιτικών συμφερόντων. 

Ο δεύτερος κοινοβουλευτικός πόλος της αριστεράς, είναι που βρίσκεται σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο. Το ΚΚΕ με εδραιωμένη την αλλοίωση στην ταξική του σύνθεση προς όφελος των μικροαστικών στρωμάτων, εδραιώνει ταυτόχρονα και την δισυπόστατη πολιτική του κενού. Στη διαλεκτική της πραγματικότητας με την ανατροπή, δηλαδή τη σύγκρουση της σημερινής συγκυρίας με αυτό που θα έπρεπε να είναι η σημερινή συγκυρία, ή με τις πιθανότητες να διαμορφωνόταν κάτι διαφορετικό μέσα στη συγκυρία, το ΚΚΕ υιοθετεί το ρόλο του φιλοσόφου-παρατηρητή που μιλά για λαική εξουσία χωρίς την διαμόρφωση πεδίων πάλης, αντικαθιστώντας αποτυχημένα αυτό το έλλειμμα προωθώντας διαταξικές συμμαχίες με τους μικρομεσαίους, δηλαδή με τον εαυτό του. Γι’ αυτό στο ΑΑΔΜ δεν συσπειρώνεται ψυχή. Το μόνο που έχει μείνει σταθερό είναι η πολιτική συμβολοποίηση αυτής ακριβώς της ταξικής σύνθεσης που εκπροσωπεί. Σε τελική ανάλυση αυτό συμβαίνει με την σταθερή προσήλωση στη μοναδική συνέπεια απέναντι στην οποία θα έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να μένει ασυνεπής, στην αστική νομιμότητα αφ’ ενός και στην μανία αντιπροσώπευσης σε έναν κόσμο που οι συμφωνίες των από πάνω με τους από κάτω είναι πια κενά γράμματα. 

Η 90χρονη πείρα του ΚΚΕ, το έχει διδάξει ότι η χειραφέτηση των εργατών από τη μεσολάβηση των πολιτικών επιτελείων που πραγμοποιούν την δυναμική της ταξικής πάλης και πριονίζουν τις αιχμές των νέων συσχετισμών που αυτοί φέρουν, έχει άμεσα αρνητικά αποτελέσματα για την επιβίωση του ίδιου του κομματικού μηχανισμού. Η αυτοδιαχείριση των εργατών αποτελεί πράξη αποστοίχισης από την διαδικασία της πολιτικής μεσολάβησης. 

Αυτή όμως η αλήθεια δεν λέγεται ανοιχτά από τον Περισσό. Οπότε έπρεπε η αδυναμία αυτή να αναχθεί σε μια νέα τακτική και επιχειρηματολογία, εντελώς άσχετη και εντελώς προσωρινή σε σχέση με τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της κομματικής πορείας των προηγούμενων χρόνων. 

Οι καθοδηγητές ανοίξανε τα μεγάλα μπαούλα με τις παλιές θεωρίες των κλασσικών και αφού ψάξανε καλά-καλά τι θα βολέψει στη συγκυρία, αγγίξανε μετά από 60 χρόνια ξανά την μαξιμαλιστική θεωρία για να εξηγήσουν ότι τα πάντα πέρα της μεγάλης προλεταριακής επανάστασης είναι μάταια άσκοπα, ρεφορμιστικά και οπορτουνιστικά, είναι μια ανοησία!

Οποία αποκάλυψη. Και από ποια χείλη. Όλες αυτές οι θεωρίες των σταδίων, οι οποίες σταδιακά βέβαια μετουσιώθηκαν σε θεωρίες αδράνειας, όλοι αυτοί οι διάφοροι προθάλαμοι που χρειαζόντουσαν ώστε να «αναβαθμίσει η τάξη τα χαρακτηριστικά της», ή να δώσει μάχες στενά οικονομικού χαρακτήρα «γιατί έτσι έχουν οι συσχετισμοί σήμερα» όλα αυτά πετάχτηκαν -προσωρινά βέβαια- στην άκρη ώστε να ασκηθεί μια νέου τύπου «αριστερίστικη» κριτική στα πρώτα σκιρτήματα της εργατικής χειραφέτησης, στην πρώτη εκδήλωση πραγματικής νοηματοδότησης του συνθήματος «χωρίς αφεντικά», στην πρώτη μάχη στην οποία ο κριτής για την «πολιτική αναβάθμιση» της τάξης δεν θα οι αριθμοί που θα συνθέτουν το μισθό, αλλά ποιος θα διαχειρίζεται τα μέσα παραγωγής. 
Με βάση λοιπόν αυτή την «κριτική» το ΚΚΕ σκάρωσε το σχήμα αντιπαράθεσης: «oι εργάτες θα μετατραπούν σε μικροϊδιοκτήτες θα χάσουν τα ταξικά χαρακτηριστικά τους», «εργοστάσια υπό αυτοδιαχείριση αποτελούν νησίδες στον καπιταλισμό δεν μπορούν να νικήσουν», «ο μόνος τρόπος για τη νίκη του λαού είναι η λαική εξουσία, άρα πρέπει να σταθεί ενάντια στην πρόταση αυτοδιαχείρισης». 

Ας δούμε εδώ πως το ΚΚΕ και οι υπόλοιποι πολέμιοι διαρρηγνύουν ανοιχτές θύρες, όταν επικοινωνούν αυτή την κριτική θεωρώντας ότι την απευθύνουν σε κάποιον Όουεν ή σε κάποιον Σαιν-Σιμόν κάπου στα 1830. 

Όσοι συμμετέχουν στους αγώνες για κοινωνική και εργατική χειραφέτηση όσοι καταθέτουν την πρόταση για αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής σήμερα γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτή η πρόταση αποκομμένη από το σύνολο της ταξικής διαπάλης είναι άλλη μια συντεχνιακή προσέγγιση. Είναι ένας άλλου τύπου ρεφορμισμός από τη βάση προς τα πάνω. Ακριβώς γι’ αυτό η πρόταση που καταθέτουν μιλά για την διαμόρφωση ενός εργατικού και κοινωνικού κινήματος, το οποίο θα βασίζεται και στους τομείς αυτοδιαχείρισης, με τελικό σκοπό την ολοκληρωτική καταστροφή του καπιταλισμού. Την καταστροφή της οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσης, την εξαφάνιση της πολιτικής ως εποικοδόμημα διαχείρισης των άνισων πόρων διαβίωσης. Μιλούν δηλαδή για τον κομμουνισμό. Όποιος κάνει ότι δεν κατάλαβε αυτή την πρόταση, αυτή τη διαφορά δεν μπορεί να μιλά για καλοπροαίρετη κριτική γιατί είναι ήδη ένας συκοφάντης. 

Ας δούμε τώρα αφού λύσαμε αυτή τη βασική «παρεξήγηση», τι θετικό προκύπτει από τους αγώνες για την αυτοδιαχείριση στο εδώ και στο τώρα και πως απαντούν σε αυτούς οι νεόκοποι θιασώτες του “vogliamo tutti”. Μετά λοιπόν, από μια συνεχή αλυσίδα λουκέτων στα εργοστάσια, σε μερικά από τα οποία ο ειδικός συσχετισμός συνδικαλιστικής δύναμης ήταν συντριπτικά υπέρ των «ταξικών δυνάμεων» και του ΠΑΜΕ, φτάνουμε στην προοπτική της απάντησης της αυτοδιαχείρισης στο κλείσιμο των παραγωγικών δομών που προτείνουν τα αφεντικά. 

Με την ανεργία λοιπόν να έχει φτάσει ήδη στο 30%, και χωρίς να προσμετρούμε την παγιωμένη επισφάλεια και την προσωρινή ανεργία, σε συνθήκες που οι δυνατότητες αναπαραγωγής της εργατικής τάξης έχουν πιάσει πάτο, η πρόταση για την αυτοδιαχείριση έρχεται ακριβώς να δικαιώσει το σχήμα της ρεαλιστικής ριζοσπαστικής πολιτικής με κατεύθυνση την επαναστατική ανατροπή τόσο σε νοηματικό όσο ακόμα και σε αισθητικό-ψυχολογικό σημείο. Πιο συγκεκριμένα, το πλαίσιο αυτοδιαχείρισης σε κλειστό εργοστάσιο δημιουργεί ξανά πεδίο ταξικής πάλης μεταφέροντας την αντίθεση ανάμεσα σε εργάτη-αφεντικό στην αντίθεση εργάτη-κράτους. Ουσιαστικά διατηρεί ένα επίπεδο ταξικής πάλης από εκεί που δεν θα υπήρχε κανένα, πέρα από τη νομική ζητιανιά των χρωστουμένων χωρίς κανένα εφόδιο πολιτικού-ταξικού εκβιασμού απέναντι στο χειρότερο αστικό-νομικό οπλοστάσιο της μεταπολίτευσης. 

Επιπλέον χωρίς να τρέφει αυταπάτες για μικροιδιοκτησία ή πλουτισμό, το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης, απαντά υπό όρους στο ζήτημα της αναπαραγωγής της τάξης ακόμα και μέσα σε καπιταλιστικά πλαίσια στις χειρότερες συνθήκες επίθεσης του κεφαλαίου, αποτελεί εργατική και κοινωνική αυτοάμυνα αλλά και εφαλτήριο για την κοινωνική αντεπίθεση. 

Ταυτόχρονα στο εσωτερικό του χώρου δουλειάς προεικονίζονται διαδικασίες και καταστάσεις από ένα απελευθερωμένο μέλλον καθώς η προοπτική του «χωρίς αφεντικό» αποτελεί το σχολείο για την κομμουνιστική χειραφέτηση. Οι συζητήσεις των εργατών, αναβαθμίζονται, ξεπερνούν τα συντεχνιακά ζητήματα και φτάνουν στο επίπεδο του ποιος ασκεί εξουσία, και πως αυτή πρέπει να ανατραπεί στο σύνολό της. Ταυτόχρονα έξω από τους εργατικούς χώρους στο διευρυμένο κοινωνικό πεδίο δίνεται μια κατεύθυνση αγώνα με ελπίδες για πλατύτερη ταξική συσπείρωση στη βάση της αυτοοργάνωσης και με αίτημα την αυτοδιαχείριση, διαμορφώνεται ένα λαϊκά κατανοητό πρόγραμμα με άμεσα οφέλη το οποίο ταυτόχρονα πυροδοτεί κρίσιμες απαντήσεις στην πιο χρήσιμη ερώτηση που μπορεί να θέσουν οι ίδιοι οι εργάτες στους εαυτούς τους: «τι χρειαζόμαστε τα αφεντικά»;

Το ζήτημα λοιπόν της «λαικής εξουσίας», ή της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης καλύτερα και του ελευθεριακού κομμουνισμού τότε και με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται από εγκεφαλικό πλάνο της «επαναστατικής πρωτοπορίας» σε βιωμένο σχέδιο διαλεκτικής αντίληψης μέσα στο εργατικό κίνημα για την διαμόρφωση ενός επαναστατικού κοινωνικού κινήματος. 

Στο δε ψυχολογικό επίπεδο θα ήταν μάλλον εκ των ων ουκ άνευ, να επισημάνουμε πόσο τεράστιας σημασίας για την εργατική τάξη θα ήταν η κατάκτηση κάποιων επιμέρους νικών στη σημερινή συγκυρία. 

Στο σημαντικότερο επίπεδο, οι επικριτές της πρότασης της αυτοδιαχείρισης αδυνατούν να συλλάβουν το ουσιωδέστερο ζήτημα το οποίο θίγει η όλη διαδικασία. Φυσικά όπως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εργατικού αγώνα όπως παραδείγματος χάριν για την διάσωση κάποιας θέσης εργασίας, ή μια επαναπρόσληψη, το μέχρι σε πιο σημείο θα διαμορφωθεί η ταξική συνείδηση του υποκειμένου δεν υπάγεται σε κάποιο προκαθορισμένο νόμο της διαλεκτικής. Όμως η διαδικασία με την οποία διεξάγεται μια μάχη, τα μέσα πάλης δηλαδή μπορούν να αναδείξουν νέες διεξόδους, και να ανοίξουν νέες προοπτικές συνολικότερα. Η διαδικασία και τα μέσα πάλης που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη της αυτοδιαχείρισης, αλλά και το ίδιο το πρόταγμα, ακριβώς επειδή θίγει εμβρυακά το ζήτημα της ιδιοκτησίας σε υλικό επίπεδο αλλά συνολικά στο φαντασιακό, ανοίγει το δρόμο για μια σύγκρουση, η επιτυχής κατάληξη της οποίας διαμορφώνει τους όρους για τη σημαντικότερη αναβάθμιση της μάχης σε επίπεδο δυαδικής εξουσίας. Είναι στο χέρι του επαναστατικού κινήματος να μετατρέψει τα συμβούλια διαχείρισης των κατειλημμένων εργοστασίων σε πρόπλασμα του νέου κόσμου μέσα στα σπλάχνα του παλιού, να ξεδιπλωθεί η στρατηγική της οριστικής μάχης με το καπιταλιστικό υπάρχον, μέσα από τη γενίκευση της στράτευσης στο αγώνα για την ολιστική απαλλοτρίωση της αστικής τάξης. 

Δυστυχώς όποιος δεν αντιλαμβάνεται το βάθος αυτών των αγώνων, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος των καιρών. Τα φληναφήματα μπαίνουνε βίαια στην άκρη. Οι «προβληματισμοί» ότι η αυτοδιαχείριση μπορεί να γεννήσει μικροαστική συνείδηση έχει λιγότερη βάση ακόμη και από τον ιστορικό προβληματισμό ότι η ανεργία γεννά το φασισμό. Γιατί τι δε λένε όλοι οι επικριτές της αυτοδιαχείρισης και της εργατικής χειραφέτησης; Ξεχνούν να μας πουν τι συμβαίνει όταν ηττώνται οι αγώνες, και ειδικότερα αγώνες που αφορούν σε παραγωγικές δομές που κλείνουν. Συρρικνώνεται η ίδια η παραγωγική βάση, εξαφανίζονται μαχητικά σωματεία, οι εργάτες πετιούνται σε μια διόλου προσωρινή ανεργία, στη χειρότερη περίπτωση εξαθλιώνονται και σκορπίζονται στις ετερόκλητες μάζες των ανέργων και των λουμπεν, στην καλύτερη παίρνουν μια μικρή αποζημίωση για να ανοίξουν κάποιου είδους ψιλικατζίδικο για να μπολιαστούν με την μικροαστική αντίληψη του μικροϊδιοκτήτη χωρίς καν να απολαμβάνουν κάποια κέρδη στη σημερινή συγκυρία όπου οι μικρομεσαίοι τσακίζονται επίσης από την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και την νέα κεφαλαιακή συσσώρευση. Η ήττα και η πικρία τους αποστοιχίζουν από τους επόμενους αγώνες, η απουσία ενός πεδίου πραγματικής πάλης για τα συμφέροντα τους, τους απομακρύνει από τα προωθημένα σχέδια των πρωτοποριών. Έννοιες όπως «ρεαλισμός», «ευρωπαϊσμός», «ρατσισμός», «ανταγωνισμός» κλπ θολώνουν την ταξική συνείδηση την μαραζώνουν, την νεκρώνουν. Να για ποιο πράγμα τελικά αγωνίζονται οι επικριτές της εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης είτε το κατανοούν είτε όχι. Να γιατί τελικά είτε το επιθυμούν είτε όχι παίρνουν τη θέση τους δίπλα στη λυκοσυμμαχία και γίνονται ένα μ’ αυτούς, τόσο που να μην μπορείς πια να τους ξεχωρίσεις. Κι αν η ηγεσία δείχνει αδύναμη ή απρόθυμη να αντιληφθεί τη σημαντικότητα των καταστάσεων για άλλη μια φορά είναι η βάση που πρέπει να αποστοιχηθεί από την λανθασμένη αντίληψη, και να σταθεί πρώτα-πρώτα στο πλάι των εργατών που αγωνίζονται να πάρουν στα χέρια τους την παραγωγή.

Ολοκληρώνοντας αυτόν τον κύκλο κριτικής στο πολιτικό φάσμα με αφορμή τη στάση του απέναντι στους αγώνες για την αυτοδιαχείριση και εν γένει την εργατική χειραφέτηση και την κοινωνική αυτοδιεύθυνση, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο τόξο των απόψεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά κυρίως ομαδοποιήσεων και αντιλήψεων που προέρχονται από τον αναρχικό χώρο. 

Είναι γνωστό ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν γενικευμένες κατηγοριοποιήσεις πάνω στην πληθώρα αντιλήψεων που προέρχονται από πολιτικούς χώρους με διευρυμένα χαρακτηριστικά οργανωτικής ρευστότητας, σε βαθμό τέτοιο ώστε να μπορεί να παρατηρήσει κάποιος -με δόση υπερβολής- ότι κάθε ομάδα καλλιεργεί μια εντελώς ιδιαίτερη και υποκειμενική αντίληψη για το ένα ή το άλλο θέμα, σε αυτή την περίπτωση για το πρόταγμα της εργατικής αυτοδιαχείρισης. 

Για τον χώρο παρόλα αυτά του εξωκοινοβουλευτικού μαρξισμού τα πράγματα είναι πιο απλά. Η πεποίθηση επιβολής του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό, παρότι διαμορφώνει μια πρώτης τάξεως αντίφαση στην πράξη καθώς η όποια συσπείρωση αυτού του πολιτικού χώρου εκφράζεται στο κοινωνικό πεδίο και ελάχιστα έως και καθόλου στο κεντρικό πολιτικό ακολουθείται πιστά, συμπληρώνοντας την ιδεοληπτική αντίληψη του «μοναδικού ορθού», που οδηγεί σε αδιέξοδο καθώς δεν μπορεί να διακρίνει το κοινωνικά αναγκαίο και να το εντάξει σε μια ευρύτερη στρατηγική πέρα από το κομματικό-εκλογικό πρόγραμμα. 
Αυτή η αδυναμία οδηγεί στην κατεύθυνση και πάλι της συμμαχίας από-τα-πάνω με άλλες -και πάλι- πολιτικές δυνάμεις οι οποίες και δεν θέλουν και δεν μπορούν να συμπορευτούν με το εξωκοινοβούλιο καθώς αναπτύσσουν ένα πρόγραμμα το οποίο ή είναι εντελώς διαφορετικό ή καλύπτει καλύτερα τις ανάγκες του κομματικού μηχανισμού ή απλά έχει ήδη ξεπεράσει σε όγκο και ποιότητα την ίδια την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και των συνιστωσών της, ή της ΟΚΔΕ και των υπολοίπων χώρων της εκτός των τειχών αριστεράς. 

Με λίγα λόγια η στρατηγική του εξωκοινοβουλίου είναι να ελπίζει στην σύμπραξη -έστω ως κομπάρσος- με το ΚΚΕ το οποίο έχει πάρει θέση κάθετης άρνησης υποστήριξης των εγχειρημάτων εργατικής αυτοδιαχείρισης, ή να προσπαθεί να «επηρεάσει» το ΣΥΡΙΖΑ μέσω της σύμπραξης στα πρωτοβάθμια, ή απλά να ικανοποιήσει το πρόγραμμα του το οποίο μιλά μόνο για εθνικοποιήσεις και κρατικοποιήσεις και τοποθετεί τον εργατικό έλεγχο ως γαρνιτούρα, ως απλή διαδικαστική λειτουργία στο εσωτερικό των χώρων δουλειάς στη μετά-σοσιαλιστική πραγματικότητα. Αυτή όμως η στρατηγική που φοβάται την σύγκρουση με το ΚΚΕ, που τελικά επηρεάζεται αντί να επηρεάζει τον ΣΥΡΙΖΑ και αδυνατεί να βρει οποιονδήποτε χώρο που να ταυτίζεται με το εγκεφαλικό μακρόπνοο σχέδιο του επιτελείου της, είναι που μοιραία υποβαθμίζει τους αγώνες για την εργατική αυτοδιαχείριση, αποσυσπειρώνει τον κόσμο της σε σχέση με αυτούς και εν τέλει ακυρώνει στην πράξη της μεγαλόστομες και μεγαλόσχημες διακηρύξεις υποτιθέμενης αλληλεγγύης, στους αγώνες για την εργατική και κοινωνική χειραφέτηση. 

Την ώρα που ο κόσμος της εργασίας ψάχνει λύση για να διασωθεί από το ναυάγιο και την ολοκληρωτική καταστροφή, ελπίζοντας σε κάποιου είδους «ανεύθυνη αριστερά», που θα έβαζε φωτιά στα επιτελεία, και ο μικρότερος θύλακας της αριστερής σκέψης και πράξης το πρώτο που επιζητά είναι η τιτλοφόρησή του σε «υπεύθυνη δύναμη». Ξεχνούν ότι οι τέτοιου είδους εμβαπτισμένες υπευθυνότητες, όπως οι κατατεθειμένοι «προβληματισμοί» για την αυτοδιαχείριση σπρώχνουν διαρκώς την αντίληψη της τάξης προς τα δεξιά, δεν είναι τυχαίο ότι τα σκήπτρα της «υπεύθυνης αριστεράς» κρατά η συμμορία του Κουβέλη, και οι εργαζόμενοι έχουν μπουχτίσει από κουβέληδες. 

Στο πιο δύσκολο κομμάτι και υπό τον φόβο των άστοχων γενικεύσεων θα προσπαθήσω την κατηγοριοποίηση των αντιλήψεων που προέρχονται από την αντιεξουσιαστική σκέψη. 
Σε αυτό το σημείο το ύφος της ανάλυσης πρέπει να αλλάξει και να μεταφερθεί το βάρος του κριτηρίου της κριτικής από την πολιτική αντίθεση στην ταξική σύνθεση. Αυτή η αλλαγή στα εργαλεία ανάλυσης πρέπει να συμβεί για να έχουμε κάποιες πιθανότητες να αποκωδικοποιήσουμε την ασύλληπτη αντίφαση του γεγονότος ότι πολλοί αντιεξουσιαστές, ή ακόμα και «αναρχοσυνδικαλιστές» (!) στέκονται απέναντι σε έναν από τους βασικούς πυλώνες συγκρότησης της ελευθεριακής σκέψης, την εργατική αυτοδιαχείριση. Ο πολιτικός επηρεασμός ακόμα και κομματιών του αναρχικού χώρου από τη σταλινική και τριτοδιεθνιστική αντίληψη της ιστορίας, της πάλης, και της καθημερινής ζωής μπορεί να ισχύει σε κάποιον βαθμό [παρότι ο αναρχικός χώρος έχει δείξει ταυτόχρονα τα καλύτερα αντανακλαστικά άρνησης αυτής της αντίληψης], αλλά δεν μπορεί από μόνος του να εξηγήσει την στάση αυτών των κομματιών, παρά μόνο ίσως κάποιων «αναρχοσυνδικαλιστών». 

Μια πρώτη παρατήρηση πάντως επιβεβαιωτική της διείσδυσης της μαρξιστο-λενινιστικής αντίληψης στο σώμα του αναρχισμού έχει να κάνει με το παράδειγμα του τρόπου αντίληψης της έννοιας του ρεφορμισμού από την πλειοψηφία του αναρχικού χώρου. Συγκεκριμένα η επιβολή του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό αφορά αυτό το παράδειγμα, όπου οι αναρχικοί σύντροφοι προσμετρούν τον ρεφορμισμό μόνο με την πολιτική του σημασία δηλαδή ως μεταρρυθμισμό, χρησιμοποιώντας ως μοναδικό σχεδόν κριτήριο την επιθυμία σύγκρουσης, την στάση απέναντι στη βία, τη δυναμική των σχημάτων και την απτή ένδειξη επαναστατικού βολονταρισμού. Κάτω όμως από αυτή την ανάλυση κρύβεται θαμμένη μια απρόσμενη πραγματικότητα που αλλοιώνει πολύ τη σκέψη και τη δράση των δρώντων υποκειμένων. Πρόκειται για την άρνηση προσμέτρησης του ρεφορμισμού με βάση το κοινωνικό κριτήριο, δηλαδή της συνεργασίας των τάξεων, και ειδικότερα της συνεργασίας των τάξεων στη βάση, ώστε να επιτευχθεί και η συνεργασία σε πολλά επίπεδα και να καταστεί εφικτός ο στόχος της μεταρρύθμισης αφού έχει εδραιώσει αυτή την αναγκαία προϋπόθεση. Δεν υπάρχει λοιπόν διευρυμένο το κριτήριο της ταξικής σύνθεσης μέσα στον αναρχικό χώρο. Έτσι στην ίδια συνέλευση μπορεί να συμμετέχουν εργάτες, άνεργοι, μικροκαταστηματάρχες, ακόμα και άνθρωποι που έχουν επιχειρήσεις με υπαλλήλους σε πιο ακραίες περιπτώσεις σχηματισμών που έχουν αποθεώσει την μετα-βιομηχανική αντίληψη, ή πιο απλά νεολαίοι με μεσο-αστική ακόμα και μεγαλοαστική καταγωγή. Πρόκειται για έναν ρεφορμισμό από τα κάτω, στη βάση. Κι αυτή η ελλειπτικότητα αντίληψης οδηγεί στην αποθέωση των πολιτικών κριτηρίων. Επειδή όμως ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου δεν επιθυμεί να παράξει πολιτική και ειδικά κεντρικού επιπέδου μετατρέπει την πολιτική σε ιδεολογία, δηλαδή σε κούφια πολιτική, σε φαντασιακή θέσμιση μιας κοινότητας που τη συγκροτεί ο συμπεριφορισμός και οι «κοινωνικές σχέσεις» παρά τα κοινά ταξικά συμφέροντα. Πίσω από το life style της underground κουλτούρας κρύβονται επιμελώς οι ίδιες, οι κυρίαρχες ταξικές διαφοροποιήσεις, πίσω από τις διάφορες εναλλακτικές σχέσεις και συμπεριφορές κρύβεται η θλίψη της τελικής αναπαραγωγής του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής. Μισθωτή εργασία, και άνεργη σκλαβιά για κάποιους, αντι-καταναλωτική ισορροπία και άρνηση εργασίας για άλλους. 

Τρεις ιδιαίτερες στάσεις και αντιλήψεις μπορούμε να αντιληφθούμε να ξεπηδούν από τον αναρχικό χώρο. Και οι τρεις προκύπτουν ως λογική συνέπεια της ταξικής σύνθεσης των ομαδοποιήσεων που τις επικοινωνούν. Συγκροτούνται με βάση το πια ταξική θέση και αντίληψη έχει τους συσχετισμούς και επηρεάζει την πολιτική [ή ιδεολογική] κατεύθυνση των συλλογικοτήτων των αναρχικών. Καθεμιά από τις τρεις αυτές κατηγορίες ταυτίζονται επίσης με τα τρία βασικά κοινωνικά στρώματα που εμφανίζονται στις δυτικές κοινωνίες και απηχούν τις ιδιαίτερες αντιλήψεις που αυτές φέρουν. 

Οι αναρχικές ή αυτόνομες συλλογικότητες η ταξική σύνθεση των οποίων είναι μπολιασμένη με μεσοαστικά στοιχεία έχει δώσει μια πληθώρα θεωρητικών σχηματισμών οι οποίοι ως κοινό τόπο έχουν την «υπέρβαση των ταξικών διαχωρισμών» και την συσπείρωση σε κάποια νέα βάση. Λογική συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι οι αποστοίχιση από τους εργατικούς αγώνες ακόμα και από αυτούς οι οποίοι δεν έχουν συντεχνιακά χαρακτηριστικά και θέτουν την εργατική αυτοδιαχείριση δηλαδή μια κορυφαία μορφή της κοινωνικής χειραφέτησης επί τάπητος. 

Πρόκειται για την αποστροφή της εργασίας και της ταυτότητας του υποκειμένου της που ενοποιεί την αστική τάξη απλά από «αντιεξουσιαστική» σκοπιά. Αρκεί να αντιλαμβάνεται κανείς τον αντιεξουσιασμό ως «φουκωικό αντιολοκληρωτισμό», ή απλά ως «εκσυγχρονισμένη κοινωνική μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση βάσης στον μετα-βιομηχανικό καπιταλισμό», σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες "αφηγήσεις". 

Σε αυτή τη μήτρα σκέψης στριμώχνονται οι πιο αντιθετικές παραστάσεις αντίστασης, οι οποίες πολλές φορές έρχονται ακόμη και σε σύγκρουση μεταξύ τους. Από τα μεσοαστικά στρώματα θα προέλθει ο «εναλλακτισμός» ως τρόπος βίωσης της ζωής τάχα έξω από την αισθητική του καπιταλισμού αλλά μέσα από την ουσία των παραγωγικών σχέσεων που φέρει αυτός και το κάθε άτομο ξεχωριστά. Αλλά ακριβώς και πάλι από τους «μεσοαστικούς προβληματισμούς σε κρίση» θα προέλθει και η εγωπαθής μηδενιστική τάση που θα αποθεώσει την γελοιότητα της «άρνησης της εργασίας». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι περισσότεροι «αρνητές εργασίας» είναι συνήθως άτομα που δεν δούλεψαν ποτέ. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράλογο. Οι γόνοι των μεσοαστικών οικογενειών που βρίσκονται σε κρίση και εκπέφτουν από την εποχή της προηγούμενης ευμάρειας θεωρούν υποχώρηση αν όχι προσβολή την προοπτική της εργασίας, ειδικότερα όταν πρόκειται για μια εργασία που δεν ανταποκρίνεται στις περίφημες και ακριβοπληρωμένες σπουδές τους ή δεν βρίσκεται σε μια σχετική αντιστοιχία με τα εισοδήματα της οικογενείας. Κάπως έτσι η «άρνηση εργασίας» και η δομική αποστοίχιση από τον κόσμο της εργασίας και τους αγώνες του για χειραφέτηση, αυτοδιαχείριση και ελευθερία παίρνει τη θέση της ως απλά μια πιο μειοψηφική και ίσως πιο παράτολμη επιλογή σε σχέση με την κυρίαρχη «λύση» της αστικής κουλτούρας, την απόδραση δηλαδή στο εξωτερικό.

Από την άλλη μεριά μια δεύτερη κατηγοριοποίηση έχει να κάνει με την μικροαστική αναρχία, την οποία συγκροτούν ομάδες στις οποίες είτε η ταξική σύνθεση ταυτίζεται πιο εύκολα με τους ελεύθερους επαγγελματίες, και άλλα μικροαστικά στρώματα ή απλά πρόκειται για μεσοαστούς με πιο οξυμμένη και πιο κοινωνική πολιτική θεώρηση. Ή ακόμα, [για να ειπωθεί και αυτό] πρόκειται για κόσμο ο οποίος παρότι μπορεί να ανήκει στα κατώτερα στρώματα παπαγαλίζει αρχές και αξίες που προέρχονται από την αστική νοοτροπία, ακριβώς όπως γίνεται και στην μακροκοινωνική κυρίαρχη παράσταση. 

Η μικροαστική αυτή αντίληψη είναι που πατάει -όπως συμβαίνει και μακροκοινωνικά- σε δυο βάρκες. Από τη μία υποστηρίζει τα εγχειρήματα της αυτοδιαχείρισης και εργατικής χειραφέτησης, τα πετσοκόβει όμως πρώτα επιμελώς από τα συνολικά δηλαδή τα εν δυνάμει ανατρεπτικά χαρακτηριστικά τους, τόσο όσο αφορά την ταυτότητα των δρώντων υποκειμένων, όσο και το περιεχόμενο της τελικής στόχευσης. 

Από αυτή τη μήτρα σκέψης θα προκύψουν τα θεωρητικά σχήματα που θα αποθεώσουν τη μερικότητα, το μικρο-, τη νησίδα ως τέτοια, θα την αποκόψουν από το σύνολο της παραδειγματικής της δυναμικής για την τάξη θα την μετατρέψουν σε μια «απελευθερωμένη νησίδα» που από μόνη της σημαίνει τα πάντα. Είναι η μεταφορά του κυρίαρχου μικροαστισμού του μικροκαταστηματάρχη στην αντιεξουσιαστική αντίληψη. Ταυτόχρονα προσπαθώντας να «επιδιορθώσουν» αυτήν την ξεκάθαρη αποστοίχιση από την επαναστατική και ριζοσπαστική παράδοση και πρακτική θα καταφύγουν στη θεωρητικοποίηση της στάσης αυτής. Θα βρουν καταφύγιο ώστε να προστατέψουν αυτόν τον αναποδογυρισμένο ρεφορμισμό κάπου ανάμεσα στο Μάη του ’68 και τον Holloway, στο μεσοδιάστημα του Negri του ’77 και του Negri της «Αυτοκρατορίας», όπου ακόμα και σε επίπεδο «ταυτότητας» ο εργάτης διαμορφώνεται σε ένα πολύχρωμο «πλήθος». Η ίδια αντίληψη είναι αυτή που θα γεμίζει τις άδειες σελίδες των επικριτών της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της αυτόνομης χειραφέτησης της τάξης με κριτικά επιχειρήματα για την μικροαστική βάση του εγχειρήματος. 

Φυσικά οι κριτικές ήταν έτοιμες να γραφούν από καιρό, τώρα απλά χρησιμοποιούν τον αδύναμο κρίκο της κουλτούρας της αυτοδιαχείρισης για να έχει κάποια βάση η κριτική τους. Αυτή η στάση δίνει βάση στα τσακάλια της Αριστεράς να μιλούν για Οουενισμό και άλλα παραμύθια. 

Κι όμως ακόμη και μέσα σε αυτή την τόσο αλλοπρόσαλλη κατάσταση μέσα από τον αναρχικό χώρο 
που μετατρέπεται σε κοινωνικό κίνημα και τις συμμαχίες που αυτό θα γεννήσει μπορεί κανείς να περιμένει καλύτερες αναλύσεις, καλύτερες θέσεις μάχης, και πιο ουσιώδης μάχες καθαυτό. 

Η τρίτη τάση στην οποία όχι μόνο συσπειρώνονται τα περισσότερα σύγχρονα προλεταριακά στοιχεία (άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι, φτωχοί, εργαζόμενοι σε συνεταιρισμούς) αλλά -το σημαντικότερο- άσχετα με την ιδιαίτερη ταξική προέλευση του κάθε ανθρώπου καταφέρνει να εκφράζει σε πολιτικό επίπεδο τα συμφέροντα και την κουλτούρα των εργατών και των ανέργων, των φτωχών και όχι των μεσοαστικών προβληματισμών. 

Αυτή η τάση δυναμώνει μέρα με τη μέρα, βγαίνει από το λήθαργο στη οποία την είχε καταδικάσει η πρόσκαιρη δανεισμένη ευμάρεια, και η πολιτική της συνθηκολόγησης όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Η κρίση καταδεικνύει την αναγκαιότητα τόσο των σκοπών όσο και των μέσων της για τους καταπιεσμένους ενώ ταυτόχρονα η συσπείρωση εργαζομένων γύρω από τις θέσεις της, δηλαδή σε θέσεις ουσιαστικής και πολιτικής μάχης με το κράτος και το κεφάλαιο καταδεικνύει ότι η τάση χειραφέτησης και αυτοδιαχείρισης είναι ένα καλά ριζωμένο ένστικτο της εργατικής τάξης. Είναι η τάση που συγκροτούν διάφορες ομάδες είτε αναρχικές-αναρχοκομμουνιστικές, είτε καταληψίες, είτε εργατικές συλλογικότητες, είτε επαναστατών μαρξιστών, είναι η δυναμική της επαναστατικής διαλεκτικής στην υπηρεσία των φτωχών και των καταπιεσμένων. Είναι η τάση διαμόρφωσης ενός εφικτού, πολιτικά διαπραγματεύσιμου και λαϊκά κατανοητού σχεδίου που στον πυρήνα της σκέψης του εκτρέφει ασίγαστα το όραμα του ελευθεριακού κομμουνισμού, προσπαθώντας παράλληλα να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη την αντίληψής του: άμεση δημοκρατία, αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση, ισότητα, κοινοκτημοσύνη. 

Είναι το συνειδητοποιημένο εκείνο κομμάτι που όντας μέρος της εργατικής τάξης στέκεται απέναντι στη λυκοσυμμαχία των προθύμων είτε πρόκειται κυρίως για το σύνολο των εκμεταλλευτών και βασανιστών του λαού, των κυβερνητών των ντόπιων και ξένων κυβερνητικών καθαρμάτων, είτε πρόκειται για τους πονηρούς μεσολαβητές του ΣΥΡΙΖΑ, των κομιστών των σωτηρίων νομοσχεδίων, είτε πρόκειται για τους όψιμους ιδεολόγους-επαναστάτες αλλά κατά βάση βουλευτοφύλακες του ΚΚΕ, είτε πρόκειται για όλους τους υπόλοιπους ότι χρώμα κι αν φέρουν οι οποίοι κριτικάρουν «καλόβουλα» τις πράξεις αντίστασης, χειραφέτησης και αυτοδιαχείρισης, καθώς τις θεωρούν αντιπαραθετικές στα «γραφεία αλληλοβοηθείας εβραίων» που στήνουν ως σωτήριο μέτρο αυτοί οι ραβίνο της πολιτικής που σιγοψυθιρίζουν στα αυτιά των εγκλείστων πως «δεν ήρθε η ώρα ακόμη». Αυτό που δεν έχουν καταλάβει προφανώς είναι ότι οι καπνοί από τα λιωμένα πτώματα των εργαζομένων έχουν ήδη αρχίσει να μαυρίζουν τους ουρανούς πάνω από τα σύγχρονα σαπωνοποιεία των όπου γης «Άουσβιτς-Μπίρκεναου».

Η Ρητορεία των «άκρων»



του Φώτη Τερζάκη

Το άρθρο του Ανδρέα  Πανταζόπουλου στη Νέα Εστία (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1012) με τίτλο «Ο εθνικολαϊκισμός ως ιδεολογία. Η διεθνής εμπειρία και η ελληνική περίπτωση» είναι η λόγια εκδοχή τής ευτελούς δημοσιογραφικής ρητορείας περί «κινδύνου των άκρων». Παρουσιάζεται σαν μια ψύχραιμη, «επιστημονική» κριτική μιας πολιτικής ιδεολογίας, αλλά δυσκολεύεται να κρύψει τον δικό του ιδεολογικό χαρακτήρα καθώς ολισθαίνει σε μια σειρά θεωρητικών ατοπημάτων που τον εκθέτουν και στο πιο ανυποψίαστο μάτι. «Σκοπός μας είναι», λέει προγραμματικά, «να δείξουμε τη συστατική σχέση τού λαϊκισμού με τον εθνικισμό, ότι δηλαδή είναι αδύνατον να κατανοήσουμε μια λαϊκιστική κινητοποίηση, λαϊκιστικό κίνημα, λαϊκιστικό κόμμα ή και “κοσμοαντίληψη” χωρίς τη συμφυή εθνικιστική της διάσταση» (σελ. 214)· και λίγες γραμμές πιο κάτω: «Ακόμα και […] όταν θεωρείται ότι έχουμε να κάνουμε με “αμιγώς” κοινωνιολαϊκιστικές κινητοποιήσεις ή “ιδεολογίες”, όταν δηλαδή ο υποδεικνυόμενος και καταγγελλόμενος από τους λαϊκιστές εχθρός είναι μόνο οι “αποπάνω” (οι “΄λίγοι”, η “πλουτοκρατία”, η “ελίτ”, οι “ισχυροί”, το “κατεστημένο”) ακόμα και τότε, ο εθνικισμός ή ο εθνοτισμός (οι οποίοι υποδεικνύουν ως εχθρό τον “απέναντι”, τον ξένο, με τον οποίον συνεργάζονται οι ντόπιες “ελίτ”) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως προς τη δόμηση των αιτημάτων των κυριαρχουμένων». Από πού προκύπτει αυτό, αλήθεια; Γιατί κάθε αμιγώς ταξική σύγκρουση θα πρέπει να δεχθεί καταστατικά τη ρετσινιά τού εθνικισμού; Μήπως για να πούμε ότι, εξ αντιστρόφου, η μόνη αθώωση από το εθνικιστικό στίγμα θα ήταν η συναίνεση στον κοινωνικό δαρβινισμό τού φιλελευθερισμού τής αγοράς; Δεν εκπλήσσει λοιπόν ο τρόπος με τον οποίον βιάζει καταφανώς τα δεδομένα του ώστε να στηρίξει την ιδεολογική προπαραδοχή του: μιλώντας για τους ρώσους ναρόντνικους στη σελ. 216, ας πούμε, γράφει «με βάση αυτές τις αξίες θα προτείνουν να οργανωθεί η αντίσταση του ρωσικού λαού, ναρόντ, που είναι το ισοδύναμο του γερμανικού Volk, και που ταυτόχρονα σημαίνει “λαός” και “έθνος”». Μόνο που στα ρωσικά υπάρχει μια άλλη έννοια ειδικώς για το έθνος, νάτσιγια, που σημαίνει ακριβώς το έθνος-κράτος· η επιλογή τού όρου ναρόντ συνδηλώνει την αυτοδιοικούμενη και από παραγωγική άποψη σχετικώς αυτάρκη λαϊκή κοινότητα, υποδεικνύοντας ότι το πραγματικό διακύβευμα πίσω από τις αντιπαρατιθέμενες διεκδικήσεις τού «εθνικού» ήταν ακριβώς η αντίσταση των λαϊκών κοινοτήτων στην «εκσυγχρονιστική» βία τού κράτους, η οποία σημαίνει πάντα υπαγωγή στην κεφαλαιοκρατική αγορά και τον γραφειοκρατικό/αστυνομικό έλεγχο – άλλωστε όλος ο ρωσικός αναρχισμός πήγασε από το λίκνο τού ναροντνικισμού: μήπως θα πρέπει να εκχωρήσουμε και αυτόν στις «εθνικιστικές ιδεολογίες»; Ομοίως, στη σελ. 220, η παράθεση ενός χωρίου τού Αϊζάια Μπέρλιν που αναφέρεται στον Χέρντερ ––«Η πίστη στην αξία τού ανήκειν σε κάποια ομάδα ή κουλτούρα που, για τον Χέρντερ τουλάχιστον, δεν είναι πολιτική και μάλιστα είναι αντιπολιτική, διαφορετική από τον εθνικισμό και αντιτιθέμενη σε αυτόν»–– ερμηνεύεται από τον συγγραφέα ως επίταση των χαρακτηριστικών εκείνων που ο Χέρντερ ρητά αρνείται! Κοκ.  

            Το κεντρικό πρόβλημα με το άρθρο τού Πανταζόπουλου είναι ότι ερμηνεύει διασταλτικά την έννοια του «λαϊκισμού» ώστε να συμπεριλάβει ουσιαστικά όλες τις  συλλογικές επιδιώξεις που αντιτίθενται στη φιλελεύθερη συναίνεση και στον κοινοβουλευτικό συνταγματισμό. Και κάνοντας αυτό, συγχέει σκόπιμα τεραστίως αποκλίνουσες ως προς την πολιτική τους σημασία τάσεις και κινήματα: τον ρωσικό ναροντνικισμό του δέκατου ένατου αιώνα, τον Περονισμό στην Αργεντινή, την εμπειρία τής αλγερίνικης επανάστασης, το κίνημα του Πουζαντισμού στη Γαλλία τής δεκαετίας τού ’50, μέχρι τα σύγχρονα ακροδεξιά κινήματα της Ευρώπης. Είναι προφανές ότι μ’ ένα τέτοιο άνοιγμα η ίδια η έννοια «σπάει» και χάνει την όποια ερμηνευτική της δύναμη. Για να το πω όσο πιο συνοπτικά μπορώ, ο όρος λαϊκισμός κατασκευάστηκε όντως αναφορικά με τον ρωσικό ναροντνικισμό για να περιγράψει ορισμένα στοιχεία τής ρητορικής του, τονίζοντας ειδικά την απόκλιση ανάμεσα στην προπαγανδιστική χρήση λαϊκών στερεοτύπων και την ταξική βάση (μικροαστική, εν προκειμένω) της πολιτικής που τα χρησιμοποιεί. Γι’ αυτό και καθιερώθηκε έκτοτε ως ενδείκτης μιας χειραγωγικής πολιτικής έναντι των λαϊκών μαζών δήθεν στο όνομά τους – και αυτό αποκρυσταλλώνεται ακριβώς στην εννοιολογική διαφορά μεταξύ «λαϊκισμού» και «λαϊκότητας» (όπως, ας πούμε, μεταξύ «ισλαμισμού» και «ισλάμ»…). Με αυτή την έννοια κλασική ενσάρκωση, κατά κάποιον τρόπο ιδεότυπος, της λαϊκιστικής ιδεολογίας και πολιτικής είναι ο Περονισμός (και ό,τι τού μοιάζει: το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα τής δεκαετίας τού ’80 πληροί οπωσδήποτε τα κριτήρια της έννοιας, όπως και πολλές ακροδεξιές ρητορικές στην Ευρώπη σήμερα, ή το ρεύμα τής «Νεορθοδοξίας» και πάλι στην Ελλάδα). Όταν όμως κάποιος επιχειρεί να συμπεριλάβει στην έννοιά του οιαδήποτε έκκληση για συσπείρωση των λαϊκών μαζών έναντι κάποιου υπαρκτού δυνάστη (όπως στην περίπτωση της αλγερίνικης επανάστασης μέσ’ από το συγκινητικό προσκλητήριο του Φραντζ Φανόν, και σε πολλά αντιαποικιακά και αντιιμπεριλιστικά κινήματα μέχρι της ημέρες μας σε ολόκληρο τον κόσμο), διαπράττοντας μάλιστα το ολέθριο ατόπημα να εξισώσει την «εκ των κάτω» ανατρεπτική και λυτρωτική βία με την κατασταλτική βία τής ακροδεξιάς, τότε όχι μόνο έχει διαρρήξει τα όρια ισχύος τής έννοιας, αλλά έχει προπαντός διασχίσει την κρίσιμη ––και πολύ λεπτή–– γραμμή που χωρίζει το κριτικό σκέπτεσθαι από την ιδεολογία.  

Ποια ακριβώς ιδεολογία είναι αυτή; Στο τελευταίο κομμάτι τού άρθρου του, όπου ο Ανδρέας Πανταζόπουλος φτάνει στο «δια ταύτα», όπως λέμε, τη σημερινή Ελλάδα και τις αντιμνημονιακές διαμαρτυρίες, ακτινογραφείται άπλετα η πολιτική του δέσμευση. Οικοδομείται εξ ολοκλήρου σε μια θλιβερή επανάληψη της φιλελεύθερης ρητορείας περί «ταυτίσεως των άκρων», που το πρακτικό της νόημα είναι να διασύρει κάθε αριστερή ριζοσπαστική πολιτική ως ταυτόσημη με την ακροδεξιά. Δύσκολα μπορεί να προβάλει σοβαρή ένσταση, μας εξομολογείται, στην ακόλουθη επισήμανση κάποιου ολιγόνοος αρθρογράφου τής Καθημερινής: «Είναι αξιοσημείωτο ότι οι θέσεις τής Χρυσής Αυγής, του βαθέως ΠΑΣΟΚ, της λαϊκιστικής Δεξιάς, της εθνικιστικής Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο Μνημόνιο ταυτίζονται απολύτως» (σελ. 237). Ε και; Αν η λαϊκιστική δεξιά σφετερίζεται και λεηλατεί για δικούς της λόγους τα λαϊκά αιτήματα, πρέπει η αριστερά να προσυπογράψει ομολογία πίστεως στον γραφειοκρατικό «εκσυγχρονισμό», στη θεολογία των αγορών και στη νομιμότητα των σύγχρονων κεφαλαιοκρατικών θεσμών;     

Όσες εκκλήσεις για «θεσμική νομιμότητα», «λαϊκή κυριαρχία», «συνταγματικό πατριωτισμό» ––αναρίθμητα ηχηρά παρόμοια–– κι αν ακούγονται από φιλελεύθερα χείλη, είναι δύσκολο να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι μια κοινωνία τής αγοράς είναι κατ’ ανάγκη μια κοινωνία τής θεσμοποιημένης ανισότητας, ότι όλο το θεσμικό και δικαιικό πλέγμα των σύγχρονων κοινωνιών είναι ένας μηχανισμός σφαγιασμού των αδυνάτων στον στίβο τού ανταγωνισμού ιδιοτελών συμφερόντων, ένας μηχανισμός εξάρθρωσης κάθε υγιώς εννοούμενης ατομικότητας ως αυτοκαθορισμού και αυτενέργειας, και βεβαίως ένας μηχανισμός λεηλασίας τού φυσικού περιβάλλοντος σε βαθμό προγραμματισμένης οικοκτονίας. Αν ζητούμενο όλης αυτής τής συζήτησης είναι σε ποιον θα χρεωθεί ως ανεπιθύμητος συγγενής η ακροδεξιά, η απάντησή μας δεν είναι δύσκολη: στον αστικό φιλελευθερισμό, φυσικα! Ας μου επιτραπεί εδώ να θυμίσω μια ρήση τού Μαξ Χορκχάιμερ (από το δοκίμιό του Οι Εβραίοι και η Ευρώπη, 1938) που έλεγε «Η “επιβίωση του ισχυροτέρου”, πριν γίνει ιαχή για την συντριβή των κατώτερων φυλών, υπήρξε ο θεμέλιος λίθος τής φιλελεύθερης λογικής τής αγοράς»· και, σε τελευταία ανάλυση, «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για καπιταλισμό, δεν πρέπει επίσης να μιλάει για τον φασισμό». Αντί να διασπείρουν τον συσκοτισμό τού προφανούς και τη εσκεμμένη νοητική σύγχυση, τα φερέφωνα του φιλελευθερισμού χρεώνονται την αναίρεσή της. 

Ψυχανάλυση και πολιτική: Μάθημα Δεύτερο: B’ μέρος




Μαθήματα Aυτομόρφωσης 
πρώτος κύκλος: ψυχανάλυση και πολιτική
Μάθημα Δεύτερο: B’ μέρος

μάθημα πρώτο εδώ

Η εξουσία και η σκέψη σχετικά με την αντίσταση - subcomandante Marcos

.
To κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το γράμμα του subcomandante Marcos προς τον Don Luis Villoro κατά την ανταλλαγή ιδεών πάνω στην Ηθική και την Πολιτική και  δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Rebeldia το Δεκέμβριο του 2011. το κείμενο βασίζεται σε σκέψεις του ποιητή και υποστηρικτή των ζαπατίστας Tomas Segovia τις οποίες ο Marcos μεταφέρει στο γράμμα του. Oι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι του Marcos

μετάφραση: Μαρίνα 


Πάντα όταν θριαμβεύει η μια ή η άλλη μορφή του φασισμού, η αλήθεια και η δικαιοσύνη παίρνουν τη μορφή της αντίστασης.

Μπορεί να ειπωθεί ότι η αριστερά συνδέεται καταστατικά με την έννοια της αντίστασης. Αναμφίβολα η αριστερά έκανε στον αιώνα μας ένα ιστορικό λάθος, το λάθος ήταν η πεποίθηση ότι μπορούσε να πάρει την εξουσία. Η αριστερά στην εξουσία είναι όμως μια αντίφαση, και αυτό μας το έχει διδάξει αρκετά η ιστορία του 20ου αιώνα (…)

Σήμερα είναι σαφές, μου φαίνεται, ότι η αριστερά δεν είναι το άλλο (το διαφορετικό) της δεξιάς,  αφού είναι τοποθετημένες αμφότερες σε μια σχέση αντίθετη αλλά συμμετρική ως προς την εξουσία.  Η αριστερά θα έπρεπε να σημαίνει πάνω απ΄όλα κάτι άλλο από την εξουσία, ο άλλος σκοπός, η άλλη σημασία της κοινωνικής ζωής, αυτό που μένει θαμμένο και ξεχασμένο στη συνταγματική εξουσία, η επιστροφή του καταπιεσμένου, η πνιγμένη φωνή της κοινής ζωής,  η φωνή των αποκλεισμένων πριν από αυτή των φτωχών (και αυτή των φτωχών μόνο επειδή είναι στην πλειοψηφία τους, αλλά όχι αποκλειστικά, οι αποκλεισμένοι) – η αριστερά είναι η φωνή των πεθαμένων.

Μια από τις ιδέες που μας έκανε περισσότερο κακό ήταν αυτή του «αντιδραστικού» που μας επέτρεψε να σκεφτούμε ότι η δεξιά αντιτίθεται στην πρόοδο, ότι είναι αντίδραση και μιλά εν ονόματι του παρελθόντος. Έτσι η αριστερά πείσθηκε ότι στόχος της αντίστασης είναι η εξουσία στο βαθμό που σε αυτή παραμένει η δεξιά (η δεξιά που αντιτίθεται στον "προοδευτισμό" της αριστεράς) με την απελπισμένη προσπάθειά της να συντηρήσει τα προνόμια και την κυριαρχία της. Χωρίς να γίνεται ορατό ότι η εξουσία, τόσο από τα δεξιά  όσο και από τα αριστερά, είναι μόνο αντίσταση. Αντίσταση όμως με μια διαφορετική έννοια , πολύ πιο απλή: το να αντιστέκεσαι για να αντικατασταθεί η μια εξουσία από μια άλλη. Όμως για την Ιστορία, η εξουσία ήταν πάντα προοδευτική.

Στο Μεξικό αυτό φαίνεται με ιδιαίτερη οξύτητα δεδομένης της ωμότητας των σχέσεων εξουσίας. Σήμερα μπορούμε να πούμε ξεκάθαρα ότι καμία κυβέρνηση δεν υπήρξε πιο αποφασισμένη και πιο ενεργά προοδευτική από την κυβέρνηση του  Porfirio Diaz και που στις μέρες μας είναι το PRI (θεσμικό επαναστατικό κόμμα, είχε την εξουσία περίπου 100 χρόνια στο Μεξικό) αυτό το οποίο μονοπωλεί και εκμεταλλεύεται όλη τη ρητορική της προόδου, της αλλαγής, του εκσυγχρονισμού, του ξεπεράσματος των νοσταλγικών και των «απεσταλμένων» του παρελθόντος, μέχρι και της έννοιας της δημοκρατίας. 

Και αυτό με κάνει να σκέφτομαι ότι επίσης η δημοκρατία στην εξουσία είναι μια αντίφαση: η δημοκρατία δεν είναι «δημοαρχία» - ο λαός στην εξουσία είναι μια ουτοπία ή μια μεταφορά, πολύ επικίνδυνη για να εκληφθεί κυριολεκτικά, επειδή «ο λαός», αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει παρά ως ενδελέχεια, είναι εξ ορισμού αυτό που δεν βρίσκεται στην εξουσία, είναι το άλλο της εξουσίας.

Οι γοητευτικοί μου συνάδελφοι, όμως, όταν «παραδόθηκαν» στην Κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι οι υποσχέσεις της ήταν κάλπικες, βρέθηκαν παραπλανημένοι;  Αδύνατον: η παραπλάνηση είναι επιθυμία στην πιο καθαρή της μορφή που συνεπάγεται το εκθαμβωτικό όραμα ότι η απόλαυσή σου είναι η δική μου απόλαυση. Δεν είναι δυνατό ένα όραμα στο οποίο η απόλαυση της εξουσίας να είναι η απόλαυση του λαού.

(1994)

Σε μια χώρα που δεν ασκείται πια η βίαιη απαγόρευση της άμεσης έκφρασης της κοινωνικής ζωής, η ιδεολογία της εξουσίας θα μας εκβιάσει αποκαλώντας μας πουτάνες –δηλαδή εκλεπτυσμένους, αρνητικούς, μνησίκακους, ευέξαπτους – ή θα προσπαθήσει να μας πείσει, όπως προσπαθούν να πείσουν τους πολιτικολόγους και άλλους διανοούμενους σε σxέση με τους ζαπατίστας, όπως προσπαθούν οι συνάδελφοί μου (ξεκινώντας από τον Octavio Paz) να πείσουν εμένα, ότι ο «αληθινός» δρόμος για να εκφραστούμε και να ασκήσουμε επιρροή στην κοινωνική ζωή είναι να μπούμε στους θεσμούς – ή γενικά στο πεδίο του θεσμισμένου.

(1996)