Νύχτα πρώτη... Ιούνης 2008 νησί του βορείου Αιγαίου... 
του ΑΑ
Δοκίμασα... ένιωσα το γνωστό κάψιμο στον ουρανίσκο και πιο κάτω... λικέρ σπιτικό μου είπε... κοιτώντας κάτι εξαιρετικά σημαντικό κάτω ίσως τη φάλαγγα από μυρμήγκια που είχε ξεκινήσει μια καταδικασμένη πορεία προς τη νίκη... ποια νίκη αναρωτήθηκα... ποτέ δεν καταλάβαινα τους νικητές... έστω τους πιθανούς νικητές... αντίθετα με τους χαμένους κάτι με κράταγε αιώνια δεμένο κάτι εκείνη η ταινία του Νικολαΐδη κάτι η μάνα μου που μου υποσχόταν όλα τα δεινά αν συνέχιζα να ζω έτσι τέλος πάντων ακόμα και η προτίμησή μου στους ινδιάνους ή και στους αδελφούς Ντάλτον που όλοι με διαβεβαίωναν ότι στο τέλος χάνουν μα εγώ πάντα έλπιζα... 

Υπέροχο μουρμούρισα… χωρίς να το πολυπιστεύω… η γεύση μου λειτουργούσε πια απολύτως επιλεκτικά… φοβάμαι πως είχε οριστικά αυτονομηθεί απ’ το υπόλοιπο σώμα... δεν μπορούσα να κάνω κάτι, ήμουν υπέρ των κινημάτων… όλων των κινημάτων... 

Ξέρετε έχει την ιστορία του... το’ φτιαχνε η γιαγιά μου… η σμυρνιά... αισθάνθηκα μια πρώτη αδιαθεσία… είχα τρεις μέρες να μιλήσω και όλα πήγαιναν καλά και τώρα στα καλά καθούμενα η τύπισσα φαινόταν αποφασισμένη να με κάνει να ξεστομίσω πάνω από δέκα λέξεις... αμύνθηκα προσπαθώντας να παίξω μέσα μου την αγαπημένη μου ταινία –την καυτή σάρκα του Αλμοδοβάρ –τίποτα η φωνή της τρύπησε το πλάνο και έκανε την κατάστασή μου άσχημη πολύ άσχημη έπρεπε να πιω… κατέβασα το λικέρ με τη μία… φυσικά δεν ένιωσα τίποτα χρειαζόμουν επειγόντως αλκοόλ… δειλά ψιθύρισα κάτι αβέβαιο για τη μουσική υπόκρουση... με κοίταξε έκπληκτη τι δε μ’ αρεσε ο Νταλάρας; ήθελα να ουρλιάξω... κάτι σε Μάλαμα; ναι μου είπε κι έφυγε... κι εγώ ευτυχισμένος απ’ το απρόσμενο δώρο της μοναξιάς σχεδόν φώναξα για ένα ουίσκι… το ευχάριστο είναι πως το ποτό ήρθε γρήγορα και το δυσάρεστο πως εκείνη έκατσε μαζί μου με απέραντο θράσος... Αυτές τις προσυνεννοημένες συνευρέσεις δεν τις αντέχω. Βλέπετε χρόνια τώρα πεθαίνω με αβέβαια αποτελέσματα. Βιάζομαι όμως... Ας το πάμε απ’ την αρχή... 

Ήταν εκείνη η δασκάλα (ή νηπιαγωγός δε θυμάμαι) έχω όμως την αίσθηση των χεριών της Μαρίνα ναι τώρα θυμάμαι… 

Τραχιά χέρια στο διάλειμμα μιας πορείας ή κατάληψης... ένα καφενείο και τα μάτια της πάνω από έναν σκέτο ελληνικό... τη συνάντησα ξανά μετά από χρόνια σε μια πορεία στο Ναύπλιο... αα ο Άγγελος... εσύ που βιαζόσουν... πνίγηκα σ’ ένα ανεξήγητο βουβό κλάμα ενώ ψέλλιζα τα τυπικά κι είχα κιόλας τη γεύση του αλκοόλ ανακατωμένη με λίγο αίμα και μια δόση από Coltrane το’ χετε δοκιμάσει; εξαιρετικό... 

Στο δημοπρατήριο συναισθημάτων που οικοδομείται είμαι πάντα μειοδότης... μιας και τίποτα άλλο δεν έχω να δώσω παρά την καρδιά μου... ναι λοιπόν βιάζομαι και δεν τα καταφέρνω μα δε συναινώ σε βιασμούς κανενός είδους να σαν κι αυτόν που ήρθε χρόνια αργότερα στη ζωή μου… 

Την είδα με κάποια καθυστέρηση γιατί ήταν απρόσωπα ντυμένη... την είδα όμως... Ήταν (είναι υποθέτω) εξαιρετικά όμορφη... μιλούσε μ’ όλο της το κορμί… 

Προβοκατόρισσα... ανασφαλής μέχρις αηδίας με έναν υφέρποντα μικροαστισμό άνευ προηγουμένου και... επομένου… 

Την ερωτεύτηκα θανατηφόρα και επέζησα. Φυσικά μιλάμε για τη Χριστίνα... κάθε συνάντηση μαζί της έμοιαζε με τον ήχο της μπίλιας στη ρουλέτα... κροταλίζει και σε γεμίζει ελπίδες και στο τέλος πάει αλλού... εκείνο που θυμάμαι απ’ αυτήν είναι ένα σφίξιμο στο στομάχι και η γεύση του ντραμπούι ανακατωμένη με δόσεις Ελύτη και ελιτισμού το’ χετε δοκιμάσει; εξαιρετικό... 

Ήπια το ποτό με δυο μεγάλες γουλιές... θα σε πειράξει είπε... μη δίνεις σημασία… το δεύτερο και το τρίτο είχαν την ίδια τύχη… εκεί σκέφτηκα τις αυριανές μετρήσεις στο Λυκούργιο... η μόλυνση ήταν τεραστίων διαστάσεων... κάποιος μαλάκας θα έσκιζε την αναφορά μου κι εγώ στους δρόμους θα πνιγόμουν πάλι απ’ τα χημικά τους... σκατά θα πιω... κάπου πίσω έπαιζε Αρλέτα κι εγώ ήμουν μόνος όπως τότε στα 15μου κλειδωμένος στο εφηβικό μου δωμάτιο ακούγοντας θείες μουσικές για τα πάθη των ανθρώπων... τώρα τι ήταν αυτό… ξέμπαρκοι; μπα αυτονομείται κι η ακοή μου χαλάλι της... έσκυψα να τη φιλήσω... το μόνο που θυμάμαι είναι πως μπέρδευα τον τόπο και το χρόνο… κάτι ασύμβατες εικόνες διακοπών με τη Μαρία... ύστερα κλάματα φωνές... ώρες πόνου κι οδύνης... έφυγε έχοντας πάρει κάτι από μένα... δεν ξέρω τι γιατί δε μου’ λειπε τίποτα... βλέπετε το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι να’ χα χάσει ήταν το γέλιο της Μαρίας τρία χρόνια τώρα... το φως διακόρευσε την εγκεφαλική ανία… ξαπλωμένος στην παραλία μόνος ένιωσα την πρώτη του ηλίου ζέση... 

Νύχτα τελευταία... Δεκέμβρης του 2008 Αθήνα κέντρο... 

Μετά το πρώτο πέσιμο των μπάτσων η πορεία κόπηκε στα τρία. Ήμουν με 5 συντρόφους τον Σωτήρη τον Νικόλα την Άσπα τον τρελό και τη Μάρθα... ο Σωτήρης φώναζε κάτι για αλυσίδες μου’ ρθε να γελάσω δύσκολο με τόσα χημικά… τα ματ είχαν φτάσει στα 15 μέτρα αρχίσαμε να τρέχουμε... κι όμως την επόμενη φορά που θα ρίξουν λέω να μη φύγουμε σύντροφοι... πανικός στην πλατεία στρατός από δαύτους... μα που στο διάολο τους βρίσκουν… η Άσπα έπεσε τη σήκωσα ο Σωτήρης έχασε τα γυαλιά του... είχε αίματα... ο Νικόλας έσπαγε ένα φανάρι με απέραντη εμμονή... του ούρλιαξα... κείνο το χωράφι που πάντα σκάβουμε και πάντα χέρσο μένει... ο τρελός πήγαινε προς το μέρος των δολοφόνων… η Μάρθα τον κρατούσε… αδύνατο... ο Κοσμάς στη γωνία μας φώναξε... μια πόρτα άνοιξε κι έκλεισε... ήταν όλοι εκεί... λιποθύμησα... αργότερα κάναμε συνέλευση... θα χτυπούσαμε... αύριο… θέλαμε όλοι... στο βάθος είδα τη Μαρία… με είδε ήρθε κοντά… είσαι καλά; θα μ συγχωρέσεις ποτέ; δε θυμόμουν καν γιατί μιλούσε... τη φίλησα... σ’ αγαπάω ρε γαμώτο… 

Ξέρετε η αγάπη είναι ουσιαστικό σε χρόνο διαρκείας και απολύτως προαιρετική... καθώς διαχέεται σε χωροχρόνο και πρόσωπα. Μεγάλωσα με ένα σωρό συναισθηματικούς ντετερμινισμούς που ηλίθια στήριξα μέχρι τώρα... ευτυχώς ξεμπέρδεψα μ’ αυτά... δεν έχουμε παρά μόνο ο ένας τον άλλο... ο Νικόλας φιλιόταν με την Άσπα… η Μάρθα χάιδευε τον τρελό... ξάπλωσα πίσω… σύντροφοι έχουμε μπύρες; σε λίγο έπινα… η Μαρία έφυγε προς τον Μπάμπη... ήταν κάπως χτυπημένος... στις 6 στα προπύλαια… θα’ χαμε δικό μας μπλοκ… κράνη παλούκια μάσκες... 

Στις 11 το βράδυ είχα δει τον τρελό να τρελαίνεται τη Μάρθα χτυπημένη την Άσπα κλαμένη – είχαν πιάσει τον Νικόλα... ο Σωτήρης έλειπε ανεξήγητα και τρομακτικά... έστριψα στο στενό που ήταν το στέκι... τους είδα ήταν τρεις… χρυσαυγίτες… κτηνώδεις... ο Σωτήρης ακίνητος κάτω… να μη φοβηθώ ψιθύρισα… έτρεξα προς το Σωτήρη… άκουσα τα ουρλιαχτά τους κάτι σαν φα’ τη ρε κωλόπαιδο... ένιωσα ένα γλυκό κάψιμο και αίμα να κυλάει πάνω μου... μα δεν είμαι παιδί ρε γαμώτο… δεν το βλέπουν... γέρασα και να που τώρα θα πεθάνω... τα χημικά ανακατεμένα μ’ αίμα... το’ χετε δοκιμάσει; εξαιρετικό… έτρεμα λίγο... ο Σωτήρης δεν κουνιόταν... ερημιά... φωνές μακρινές... όχι ελληνικά ήταν οι σύντροφοι μετανάστες απ’ το κίνημα αλληλεγγύης... τα τέρατα έφυγαν σαν τον κάθιδρο εφιάλτη του χωρισμού μου με τη Μαρία… τη σκέφτηκα… έκλεισα τα μάτια… πώς ήθελα λίγο αλκοόλ… ο Νικόλας έπινε πολύ έλεγε η Άσπα... χαμογέλασα… γκροτέσκα φιγούρα... 

Την επόμενη μέρα τεράστιες διαδηλώσεις συγκλόνισαν τη χώρα. δημόσια κέντρα εξουσίας καταλείφθηκαν. Τοπικά συμβούλια σε γειτονιές και χωριά υπερασπίζονταν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με αλληλεγγύη κι ανθρωπιά τα εργοστάσια πέρασαν στα χέρια των εργατών... ο Σωτήρης λίγες μέρες μετά ήταν καλά… κι εγώ στο νοσοκομείο κάθε μέρα έβλεπα τη Μαρία και κάτι στο βάθος των ματιών της να υπόσχεται τα πάντα... 

Ε δεν πιστεύω να τσιμπήσατε... ο Σωτήρης ήταν σε κώμα για μέρες... ο Νικόλας έφαγε 5 χρόνια... ο τρελός τρόφιμος ψυχιατρείου... η Μάρθα κι η Άσπα ατέλειωτες αναμονές με κρυμμένο αλκοόλ και μαύρο... μια σιδερένια φτέρνα τσάκισέ το κίνημα... αα συγγνώμη το εξεγερτικό φαινόμενο... κι εγώ… πέθανα το ίδιο πρωί σε ένα νοσοκομείο που λεγόταν ΕΛΠΙΣ… πλάκα δεν έχει... και τώρα σουλατσάρω σε κάτι παράξενα σοκάκια με τρελαμένους τύπους λίγο πιωμένος λίγο φτιαγμένος… ξέρετε δε φτάνει να ξέρουμε τι πρέπει να γίνει για να το κάνουμε... άντε γεια χαρά μάγκες Μεταξύ δυο νυχτών μεσολαβεί ένα φωτεινό διάστημα που το λέμε μέρα... στη ζωή κάποιων ανθρώπων αυτό το διάστημα εκλείπει... για άγνωστους λόγους... τότε απλά η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου