Ασκήσεις ολοκληρωτισμού ΙΙΙ και IV: Η αισθητική διάσταση.



Ο σχολιασμός των πολιτικών δομών με αισθητικούς όρους θα μπορούσε από την αρχή να κατηγορηθεί για αναγωγισμό. Και είναι αλήθεια πως δεν είναι καθόλου νόμιμο να συζητάς πολιτικά συμβάντα με αισθητικές επεξεργασίες. Υπάρχει όμως ένα ιστορικό γεγονός που θα ήταν λάθος να ξεφύγει της προσοχή μας: το γεγονός πως ο φασισμός είναι το πρώτο πολιτικό ρεύμα που αισθητικοποίησε την πολιτική σφαίρα. Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός, ως ο συνεπέστερος κληρονόμος του φασιστικού μαθήματος, τείνει σήμερα να άρει κάθε διάκριση αισθητικού και πολιτικού.

Και αν στο επαναστατικό κίνημα η συζήτηση για το αισθητικό ταλανίστηκε ανάμεσα στην πολυσήμαντη έννοια της πολιτικοποίησης της τέχνης και στο αίτημα για την κατάκτηση της καλλιτεχνικής αυτονομίας, στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο ολοκληρωτισμός βρήκε στην ανάπτυξη των μαζικών μέσων την ευκαιρία να θεμελιώσει κολοσσιαίους μηχανισμούς πολιτικής χειραγώγησης. Πολιτικό μήνυμα με ψευδαισθητική μορφή. Με άλλα λόγια το ολοκληρωτικό κράτος αντιλήφθηκε πως πίσω από την ακατανίκητη έλξη του αισθητικού[1] κρύβεται μια χρυσή ευκαιρία για ανάπτυξη μηχανισμών καθυπαγόρευσης αναγκών και απόσπασης συναινέσεων.

Από τις ταινίες της Ρίφενσταλφ, τη μεγαλόσχημη αρχιτεκτονική της σταλινικής περιόδου, μέχρι το δημοφιλές και ανέμελο τραγούδι της μεταπολεμικής Αμερικής – προϊόν μαζικής αλυσίδας παραγωγής και αποχαύνωσης – διαφαίνεται μια κοινή γραμμή πλεύσης για τα καθεστώτα: η υπόμνηση μιας ορθολογικότητας περιεχομένου μέσα από την προβολή μιας άψογης, στυλιζαρισμένης και μεγαλεπήβολης εικόνας. Με άλλα λόγια, πρώτος όρος της αισθητικοποίησης της πολιτικής είναι η συγκάλυψη του περιεχομένου από τη μορφή, του υλικού από την συσκευασία, της φρικαλεότητας των καθεστώτων από την «τελειότητα» των στρατιωτικών βηματισμών στις παρελάσεις.

Ο Edward Bernays, ανιψιός του Φρόιντ, ανέλυσε ίσως καλύτερα από τον καθένα τις τεχνικές της προπαγάνδας. Με την αντιστροφή της ψυχαναλυτικής θεωρίας από εργαλείο θεραπείας σε εργαλείο χειραγώγησης, η διαφήμιση και η «πολιτική επικοινωνία» στοχεύει στην δημιουργία και στην συνέχεια εσωτερίκευση από τα άτομα μίας ψυχολογικής σπάνης [μέσα από την δημιουργία και την άμεση ματαίωση επιθυμιών] και άρα διαμόρφωσης υποκειμένων για τους σκοπούς της αγοράς. Ο Bernays καταφέρνει να επιβάλει τις καταναλωτικές συνήθειες των αμερικανών για δεκαετίες και να υπαγορεύσει τις πολιτικές τους επιλογές. Ο μηχανισμός που παράγει νευρώσεις αντιστρέφεται και αντί να απελευθερώνει εντείνει τη εξάρτηση διοχετεύοντας όλη τη ματαιωμένη ορμή στο προϊόν. Η προπαγάνδα δημιουργεί μαζοχιστικές χαρακτηροδομές έτσι ώστε να δέχονται ή ακόμα και να αναζητούν αυταρχικές μορφές εξουσίας.  

Στη σύγχρονη μεταμοντέρνα κατάσταση όπου η ασάφεια των αισθητικών μορφών μέσω της δήθεν απελευθέρωσης της γλώσσας από την υλική βαθμίδα των αναγκών, η αναγνώριση των αισθητικών ιδιωμάτων του πολιτικού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ιδεολογική αντίσταση στον ολοκληρωτισμό. Γιατί δεν είναι μόνο η αναγωγή του περιεχομένου στη συσκευασία, της πραγματικότητας στην εικονική της τηλεοπτική αποτύπωση, χαρακτηριστικό του γνώρισμά. Εξίσου πρέπει να εντοπίσουμε την υπνωτιστική επανάληψη μορφικών κλισέ, για την οριστική απονέκρωση του αισθητικού κριτηρίου και τον εγκλωβισμό της εκφραστικής δημιουργίας στο βρόχο της αυτιστικής αναπαραγωγικότητας. Είναι επίσης η λατρεία των ερειπίων, μια πλαστής εικόνας ενός φανταστικού παρελθόντος που σερβίρεται ως φάρμακο δια πάσαν νόσων και δια πάσαν μαλακία. Είναι τέλος ο απόλυτος σχετικισμός, η ελευθερία στη μεταμοντέρνα κατάσταση, η ελευθερία στο πλαστό της ομοίωμα. Με άλλα λόγια: για να νιώθει «ελεύθερος» ο υπήκοος του ολοκληρωτισμού πρέπει να αρνηθεί κάθε δυνατότητα, κάθε νόημα, στην ίδια την ελευθερία.


ΙV

Ο Μάνος Χατζηδάκις χρωστάει τις θεωρητικές του αναφορές στο Νίτσε όταν στην αγωνία του για την κοινωνία που συνήθισε σταδιακά το «πρόσωπο του τέρατος» παρατηρεί: «από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του». Γιατί ήταν ο Νίτσε ο πρώτος που διαισθάνθηκε πως πίσω από την γοητεία που ασκεί η άβυσσος κρύβεται μια επιθυμία ταύτισης, μια ανομολόγητη επιθυμία να ενωθούμε λυτρωτικά μαζί της.

Και το λέω αυτό γιατί αν θέλουμε να εξηγήσουμε την απήχηση που έχουν, και είχαν ανέκαθεν – ας μην εθελοτυφλούμε, οι φασιστικές μορφές στην κοινωνία, πριν την αποδώσουμε σαν αφ’ υψηλού κομπλεξικοί στην αμάθεια και την αγραμματοσύνη των λαϊκών τάξεων, θα πρέπει να φωτίσουμε το βαθύ μίσος που τρέφουν αυτές οι τάξεις για την αστική κοινωνία, για το κράτος και τον καπιταλισμό της αγοράς. Και είναι ένα μίσος εξηγήσιμο αν αναλογιστεί κανείς πως η ανοιχτή αστική δημοκρατική κοινωνία είναι ένα φαιδρό ψέμα που αναπαράγει και ενισχύει κολοσσιαίες ανισότητες και αποκλεισμούς.

Η αριστερή ρητορική συνηθίζει να συνδέει το φαινόμενο με την απουσία αυτοσυνειδησίας της τάξης: Το κράτος με την προπαγάνδα του κρύβει απ' τους φτωχούς την αλήθεια. Όμως ζούμε στην εποχή που όλα έχουν ειπωθεί και κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν μοίρασε πολλά κείμενα ή δεν κόλλησε πολλές αφίσες. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι «φιμώθηκε» και «αποκλείστηκε» από τα κυρίαρχα θέματα – ούτε καν οι συνήθως παραπονούμενοι αναρχικοί. Φαίνεται λοιπόν πως αλλού πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία του «κακού».

Ο Νίτσε πάλι είναι αυτός που παρατήρησε την ευθύγραμμη σχέση αισθητικής και πολιτικής. Γιατί δεν είναι το πεδίο του λόγου αυτό που κάνει τον ολοκληρωτισμό θελκτικό στις μάζες· είναι η πλήρης επικράτησή του εδώ και δεκαετίες σε αισθητικό επίπεδο. Εκεί που έπαιζε και παίζει χωρίς αντίπαλο. Η αριστερά αρνήθηκε να κατανοήσει πως η προβολή μιας εναλλακτικής προοπτικής προϋπέθετε μια ανειρήνευτη πολεμική στο πεδίο του αισθητικού, μια προβολή της ιδέας μιας άλλης ζωής, μιας νέας αισθητικής ηθικής.

Κανονικά δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει πως σήμερα όσοι διαμόρφωσαν αποφασιστικά τον αισθητικό παράδεισο των τελευταίων δεκαετιών, της life style καταναλωτικής νιρβάνας και των τηλεοπτικών εκτρωμάτων, πέρασαν χωρίς πρόβλημα από τα νεανικά αβεντγκάντ υπόγεια της αμφισβήτησης και της αντικουλτούρας στο εκσυγχρονιστικό μπλοκ του Σημίτη και εσχάτως στη Χρυσή Αυγή. Μας παραξενεύει, όμως, γιατί  ουδέποτε αναζητήσαμε τις εκλεκτικές συγγένειες του φασισμού με τον καπιταλιστικό - καταναλωτικό πολιτισμό και την ηθική του, γιατί δεν οριοθετήσαμε μια πολιτική αισθητική στάση, γιατί δεν αντιταχθήκαμε στα μέσα, τους σκοπούς, στο πρόσωπο του τέρατος. Γιατί το συνηθίσαμε.

Απέναντι στη ξεπεσμένη αστική χριστιανική ηθική της εποχής του, τη μικρόνοα, την εχθρική προς τη ζωή, ο Νίτσε αντιπαραβάλλει την αισθητική στάση. Για αυτό για όλους εμάς, εμάς που κουβαλάμε μέσα μας το νέο κόσμο, η αισθητική μας δεν είναι - ούτε μπορεί να είναι - ζήτημα που αφορά μόνο ζωγράφους, γυψινάδες και γραφίστες, αλλά ζήτημα κατά βάση ηθικό. Μέχρι την οριστική διάλυση του κράτους και της αγοράς, μέχρι η δουλειά να μην είναι εργασία αλλά το ελεύθερο δημιουργικό παιχνίδι των ελεύθερα συνεταιρισμένων δημιουργών, η πάλη ενάντια στην αισθητική βαρβαρότητα είναι η πάλη ενάντια στον ολοκληρωτισμό. Η αισθητική μας οφείλει να είναι η ηθική του μέλλοντος κόσμου.






[1] Καθόλου τυχαία, η ιδέα ότι η έλξη του αισθητικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο για την διαμόρφωση των ανθρώπων εισήχθη στην δυτική σκέψη από τον Πλάτωνα. Τον πρώτο στην ιστορία και ίσως διαχρονικότερο πολιτικό δάσκαλο του ολοκληρωτισμού.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου