Αγχος και Πολιτική

πάνω στο βιβλίο του Franz Neumann


Με δύο μικρά κείμενα του Franz Neumann (1900-1954) από τις εκδόσεις Ερασμος, αυτοτελή δοκίμια από το βιβλίο του The Democratic and the Authoritarian State (The Free Press of Glencoe, 1957), οι συντελεστές της έκδοσης Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και Γιώργος Μερτίκας επιχειρούν να μας γνωρίσουν τη σκέψη ενός από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες και θεωρητικούς του δικαίου τού 20ού αιώνα. Οσοι στις ημέρες μας εκστασιάζονται με ονόματα όπως του John Rawls ή ακόμη πιο ασήμαντων υπηρεσιακών διανοουμένων, που η εμβέλειά τους μεγεθύνεται εκκωφαντικά από την ισχύ της αγγλοσαξονικής ηγεμονίας και μετριέται με το πόσα χωρία τους παρατίθενται στις αγορεύσεις της Γερουσίας ή της Βουλής των Λόρδων, καλά θα έκαναν να αντιληφθούν από πού έρχονται οι ιδέες που με τόση ευκολία αραιώνονται σήμερα μέχρις ότου καταστούν απελπιστικές κοινοτοπίες για κάθε χρήση: ακριβώς από τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση της κοινωνικής θεωρίας, της ζυμωμένης με τους κοινωνικούς αγώνες και το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, της οποίας το μάθημα από την αναμέτρηση με τον ανερχόμενο ολοκληρωτισμό προδιαγράφει τους τρόπους με τους οποίους κατανοούν και αναλύουν τις εσωτερικές εξελίξεις της αστικής κοινωνίας.
Ο Franz Neumann υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες νομικές αυθεντίες της Βαϊμάρης. Εμβαπτισμένος στη σκέψη του Μαξ Βέμπερ, του Μαρξ και των κλασικών θεωρητικών του φυσικού δικαίου, βγαίνοντας από την εμπειρία των εργατικών συμβουλίων μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, θα προσχωρήσει στην αριστερή πτέρυγα του SPD και -παρά τις συχνές διαφωνίες του με την κυβερνητική γραμμή- θα αναδειχθεί σε κύριο νομικό σύμβουλο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Το 1933 θα συλληφθεί από τους ναζί και, ύστερα από ένα διάστημα στη φυλακή, θα δραπετεύσει στην Αγγλία και θα συνεργαστεί με τον Harold Laski. Το 1937 θα καταλήξει στις ΗΠΑ, όπου θ' αναπτύξει στενότερες σχέσεις με το επίσης εξόριστο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης και θα συνεχίσει εκεί μιαν ακαδημαϊκή σταδιοδρομία μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό του. Με τον κύκλο του Ινστιτούτου θα τους ενώσει το επείγον μέλημα να κατανοήσουν τη φύση του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους και μια κρίσιμη διαφωνία σε αυτό ακριβώς το ζήτημα με τον Φρίντριχ Πόλοκ (τον οποίον ακολουθούσαν ο Χορκχάιμερ, ο Αντόρνο και ο «εσωτερικός κύκλος» του Ινστιτούτου) θα τους χωρίσει μετά το 1942, όταν ο Neumann θα εκδώσει τη μείζονα συμβολή του στο θέμα, τον ογκώδη τόμο με τίτλο Βεεμώθ: η δομή και η πρακτική του Εθνικοσοσιαλισμού (ο κοινωνιολόγος Τσαρλς Ράιτ Μιλς θα έγραφε αργότερα πως ο Βεεμώθ τού έδωσε τα εργαλεία για να συλλάβει και ν' αναλύσει την όλη κοινωνική δομή, καθώς και μια προειδοποίηση του τι έμελλε να συμβεί στη μοντέρνα καπιταλιστική δημοκρατία).
Τούτο το μικρό σημείωμα γράφεται με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του Αγχος και πολιτική, αξίζει όμως να το διαβάσει κανείς παράλληλα με το προηγούμενο Η έννοια της πολιτικής ελευθερίας (παρά την εικοσαετία που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο εκδόσεις), διότι θα δει αμέσως τα νήματα που συνδέεουν τη συλλογιστική των δύο δοκιμίων: υπάρχουν συγκεκριμένα χωρία στο πρώτο που αναγγέλλουν την ανάλυση του δεύτερου, και ταυτόχρονα το εντάσσουν στην ευρύτερη θεωρητική οπτική του συγγραφέα, που περιστρέφεται διαρκώς γύρω από το πρόβλημα μιας καθ' ύλην (δηλαδή, περιεχομενικής και όχι απλώς τυπικής) δημοκρατίας. Για παράδειγμα, έχοντας υπερφαλαγγίσει τη νομική έννοια της ελευθερίας, που την περιορίζει στην «αρνητική», φιλελεύθερη εκδοχή της («Νομικός θετικισμός δεν είναι, όπως συνήθως μας μαθαίνουν, η αποδοχή της πολιτικής εξουσίας ως έχει, αλλά και η προσπάθεια να μεταμορφώσουμε τις σχέσεις της πολιτικής και της κοινωνικής εξουσίας σε νομικές σχέσεις» [σελ. 25]) και αφού επεκτείνει την έννοια στις «θετικές», γνωσιακές και βουλητικές διαστάσεις της (επαρκής γνώση της αναγκαιότητας και ετοιμότητα του πολιτικού σώματος για συλλογική δράση) πέρ' από τις τυπικές εγγυήσεις «δικαιωμάτων», οι οποίες μολαταύτα είναι απαραίτητες, παρατηρεί με ανησυχία την κρίση της πολιτικής ελευθερίας, που είναι ταυτόχρονα κρίση της πολιτικής συμμετοχής, στις σύγχρονες κοινωνίες, τις χαρακτηριζόμενες από τη μονοπωλιακή συσσώρευση κεφαλαίου και ισχύος· το φαινόμενο αυτό, εκτιμά, είναι που ανοίγει τον δρόμο για τον «καισαρισμό» στην πολιτική (όρο με τον οποίον εννοεί τις ολοκληρωτικές μορφές εξουσίας): «Η φασιστική πολιτική σκέψη υποστηρίζει ότι η δημιουργία μιας εθνικής κοινότητας καθορίζεται από την ύπαρξη ενός εχθρού, τού οποίου τη φυσική εξόντωση πρέπει να επιθυμούμε. Ετσι η πολιτική σημαίνει όχι την οικοδόμηση μιας καλής κοινωνίας αλλά την εξόντωση ενός εχθρού. [...] Αν οι έννοιες "εχθρός" και "φόβος" συνιστούν πράγματι τις κινητήριες αρχές της πολιτικής, τότε ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα είναι αδύνατο, ανεξαρτήτως του αν ο φόβος παράγεται εκ των έσω ή εκ των έξω. Ο Μοντεσκιέ παρατήρησε συγκεκριμένα ότι ο φόβος είναι αυτό που δημιουργεί και στηρίζει τις δικτατορίες. Αν ελευθερία είναι η απουσία περιορισμών, οι περιορισμοί που πρέπει να καταργηθούν σήμερα είναι πολλοί· και πρώτος έρχεται ο ψυχολογικός περιορισμός που γεννάται από τον φόβο» (σελ. 56).
Το ζήτημα έχει τεθεί: ο φόβος είναι ο αντίποδας ακριβώς και η κυριότερη απειλή της πολιτικής ελευθερίας, στου οποίου τη λεπτομερέστερη διερεύνηση αποσκοπεί το δεύτερο δοκίμιο. Το ονομάζει ορθότερα εδώ «άγχος» (Angst: αγωνία, άγχος, αόριστος φόβος), ακολουθώντας την κλινική διάκριση ανάμεσα στον δικαιολογημένο φόβο και τον απροσδιόριστο νευρωτικό, τη λεγόμενη φοβία. Τούτο το δεύτερο, όταν καταστεί συλλογικό ανακλαστικό, αντιπροσωπεύει το πιο επικίνδυνο ανορθολογικό στοιχείο στην πολιτική, το οποίο μοιραία οδηγεί στην -ασυνείδητη και τυφλή, απρόσβλητη από την έλλογη κρίση- συγκινησιακή ταύτιση με μια ηγετική φιγούρα (το φαινόμενο που ο Neumann αποκαλεί «καισαρισμό»). Είναι η κλασική μορφή του ολοκληρωτισμού: η πολιτική «φιλοσοφία» που της αντιστοιχεί είναι τυπικά μια συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας. Γεννημένο υπό συνθήκες ιστορικής αδιαφάνειας και αδυναμίας των μαζών να συλλάβουν την πραγματική φύση και τα αίτια των δεινών τους, να ελέγξουν σε κάποιον βαθμό την κοινή μοίρα τους, το αίσθημα αυτό υπεροξύνεται από ανενδοίαστες ηγεσίες σε πραγματικό άγχος καταδίωξης μέσ' από την κλιμάκωση του κύκλου εγκλήματος - ενοχής - εγκλήματος: «Ο ηγέτης διατάζει την τέλεση εγκλημάτων· πρόκειται όμως για εγκλήματα που εναρμονίζονται με την ηθική που επικρατεί στην ομάδα. [...] Το αίσθημα ενοχής απωθείται και προκαλεί ένα άγχος στα όρια του πανικού, το οποίο μπορεί να υπερνικηθεί μόνο με την άνευ όρων υποταγή στον ηγέτη, που καθιστά υποχρεωτική τη διάπραξη νέων εγκλημάτων» (σελ. 62).
Διαβλέπει κανείς πίσω απ' όλη αυτή την ανάλυση μια επεξεργασία της βεμπεριανής έννοιας της χαρισματικής εξουσίας (φέρνει αρκετά ιστορικά παραδείγματα που δεν προλαβαίνουμε να συζητήσουμε εδώ), αλλά η αναπόφευκτη χρήση φροϋδικών, ψυχαναλυτικών εννοιών δίνει μια πολύ πιο ακριβόλογη ανάλυση των πτυχών της - και φέρνει ακόμα μία φορά, βέβαια, τον συγγραφέα κοντά στη Σχολή της Φραγκφούρτης... Ακόμα πιο σημαντικό, θεωρώ, είναι η προσπάθεια του Neumann να ανιχνεύσει τις ρίζες αυτής της πολιτικής παθολογίας των νεωτερικών κοινωνιών -μέσ' από μια εμπνευσμένη, μολονότι λακωνική, περιδιάβαση στη διαγνωστική του Ρουσό, του Σίλερ, του Χέγκελ, του Φόιερμπαχ και του Μαρξ- ακριβώς στον εξοντωτικό καταμερισμό της εργασίας, που στερεί από τους ανθρώπους μια αίσθηση ελέγχου του κόσμου τους και των ίδιων των πράξεών τους, την εμπορευματική αποξένωση που πλέκει ένα όλο και πυκνότερο δίχτυ αδιαφάνειας γύρω τους, τη μονοπωλιακή συσσώρευση δύναμης, τέλος, που καθιστά κενές περιεχομένου όλες τις φιλελεύθερες νομικές ρυθμίσεις ή τις μεταστρέφει ευθέως στο αντίθετό τους... Και δεν χρειάζεται να τονίσω πόσο επίκαιρη είναι η εικόνα που σκιαγραφεί για τη δική μας ιστορική στιγμή: παρ' ότι ο ίδιος έχει στο μυαλό του τον εθνικοσοσιαλισμό και τον φασισμό (κάποιων όψεων του σταλινισμού μη εξαιρουμένων), ποιος από μας δεν βλέπει ανάγλυφα, φέρ' ειπείν, πίσω από τον κύκλο έγκλημα - ενοχή - έγκλημα, τον στηριγμένο στον μεθοδικά υποκινούμενο φόβο, τη σημερινή κοσμοπολιτική των ΗΠΑ ή την περιφερειακή της μικρογραφία, τη γεωπολιτική του Ισραήλ; Ή, για να εστιάσουμε πολύ πιο κοντά τον φακό, πίσω από εγκληματικές εκρήξεις της ραγδαία εξαχρειούμενης μικροαστικής κοινωνίας που μας περιβάλλει εναντίον μεταναστών και ξένων, πίσω από συνωμοσιολογικά σενάρια εθνοκτονίας που επικαλούνται Λεωνίδες και Παλαιολόγους και μεταφράζονται σε εκλογικά κέρδη της ακροδεξιάς, όπως και αλλού στην Ευρώπη, την αδιαφάνεια του άκαμπτου μηχανισμού κεφαλαιακής συσώρευσης και των διεθνών οικονομικοπολιτικών ανταγωνισμών ισχύος που συνθλίβουν αυτή τη στιγμή οικονομικά μία χώρα όπως (μεταξύ άλλων) η Ελλάδα;
Η σκέψη του Neumann είναι οπωσδήποτε λιγότερο ριζοσπαστική από της Σχολής της Φραγκφούρτης κατά το ότι δεν θεωρεί υπερβάσιμο έναν ορισμένο βαθμό αποξένωσης στην πολιτική (και από αυτή την άποψη θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται κάπως πιο κοντά στον Χάμπερμας)· επειδή αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το ριζικό αίτημα του μη διαχωρισμού κυβερνώντων/κυβερνωμένων, εμμένει σε ζητήματα πολιτικής διαμεσολάβησης και, άρα, διατηρεί ένα ίζημα της αστικής προβληματικής περί «κράτους δικαίου», την οποία πασχίζει βεβαίως να διευρύνει. Η απαράγραπτη αξία της έγκειται, ωστόσο, στην ανεξάντλητη λεπτότητα, τη στηριγμένη σε βαθιά ιστορική γνώση και γνώση της ιστορίας του δικαίου και των πολιτικών ιδεών, με την οποία συλλαμβάνει και πραγματεύεται τις αντιφατικές όψεις κανόνων και αρχών, ειδικά σε μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες, τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη δικαιική, την κοινωνική και την ηθική σφαίρα, τον ρόλο του ψυχολογικού στοιχείου και των οικονομικών καταναγκασμών στην πολιτική, τον ουσιώδη συσχετισμό -τελικά- της πολιτικής ελευθερίας με έναν βαθμό περιεχομενικής ισότητας, δίχως τον οποίον όλες οι νομικές εγγυήσεις της πρώτης καθίστανται κενό γράμμα.
Φώτης Τερζάκης 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου