Ασκήσεις ολοκληρωτισμού VI: Να κάνουμε το δίκαιο ανάγκη


Απόρροια του διττού/πλαστού χαρακτήρα των αστικών καθεστώτων που διχάζονται συνεχώς ανάμεσα στην υπεράσπιση των κανόνων της ανταγωνιστικής αγοράς από τη μία και των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής δικαιοσύνης από την άλλη, είναι και το στοιχείο που ο Μαρξ παρατηρεί στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»: όλα τα αστικά συντάγματα προβλέπουν δύο κοινοβουλευτικά σώματα, την άνω και την κάτω βουλή, η άνω Βουλή θεσμοθετεί τα δικαιώματα όλων των πολιτών για να έρθει η κάτω να θέσει τόσες προϋποθέσεις και τροποποιητικούς όρους που το καθολικό δικαίωμα μετατρέπεται σε προνομιακό όρο μόνο της κυρίαρχης τάξης. Χαρακτηριστικότερα όλων, το δικαίωμα της τροφής, της υγείας και της στέγασης, που κατά το σύνταγμα όλοι δικαιούνται, αλλά που μόνο δια μέσου και σεβόμενοι το υπέρτερο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και τους κανόνες της αγοράς μπορούν να έχουν. Όταν το δικαίωμα στην τροφή ή τη στέγαση έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, υπερισχύει πάντα το δεύτερο ακόμα και αν έτσι θίγετε τελικά το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή. Με άλλα λόγια, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι το ψέμα, η ιδεολογία του αστικού κράτους και της τάξης που το έφτιαξε. Και εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο ιδεολογία με το ακριβές περιεχόμενο που του έδωσε ο Μαρξ. Ένα πλαστό σχήμα συνολικής περιγραφής του πραγματικού, φιλόδοξο τόσο, ώστε να προβάλλεται και να επιβάλλεται ως πραγματικότητα, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις κυριαρχίας που το θεμελιώνουν και του οποίου αποτελούν καταστατική προϋπόθεση.

Τα λέμε όλα αυτά γιατί ενώ από πολλούς έχει αναλυθεί χωρίς σοβαρό αντίλογο πως η γλώσσα των δικαιωμάτων είναι η νομιμοποιητική γλώσσα του αστικού κράτους, τελευταία η αριστερή φιλολογία επιμένει στη διατύπωση ενός λόγου με πύρινα τα ανθρώπινα δικαιώματα ως έσχατο όριο αντίστασης, όπως λέει στον σύγχρονο αυταρχισμό και στο νέο ολοκληρωτικό κράτος. Και εδώ δεν πρόκειται φυσικά για την ευφυή εκείνη στρατηγική που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πολέμα τον εχθρό με τα δικά του μέσα. Γιατί αυτή η στρατηγική θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ήταν αποτελεσματική στο βαθμό που αντιλαμβανόταν πως αυτή η γλώσσα των δικαιωμάτων αποτελεί την ιδεολογική ασπίδα του εχθρού της, την οποία χρησιμοποιεί εργαλειακά για να αποκαλύψει το ψεύδος των αντιπάλων της. Ένας αντιπερισπασμός που θα αποκάλυπτε πως τα ίδια τα αστικά κράτη είναι οι μεγαλύτεροι παραβάτες διατάξεων που θεσπίζουν. Αντίθετα, η αριστερή διανόηση αρθρογραφεί αντιλαμβανόμενη τα δικαιώματα ως πανανθρώπινη αρχή που στέκονται πέρα από συμφέροντα, επιδιώξεις και παραμορφωτικές ιδεολογικές στρεβλώσεις.

Για να το πούμε με το όνομά του. Ο εγκλωβισμός στη λογική υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όχι μόνο αποτελεί αποδοχή των όρων κυριαρχίας της εξουσίας, δηλαδή των κυρίαρχων τάξεων να ορίζουν μονομερώς τους όρους ζωής μας, αλλά και αποδοχή του θεμελιακού πεδίου πολιτικής αντιπαράθεσης του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Από τη στιγμή δηλαδή που στη θέση της ανάγκης, της αναπαλλοτρίωτης ανθρώπινης επιθυμίας και θέλησης πήρε το δικαίωμα, κάθε αντίσταση είναι δυνητικά παράνομή. Σε συνθήκες που το αστικό κράτος ορίζει μονομερώς το νόμο, κυβερνώντας με συνεχείς αντισυνταγματικές παρεμβάσεις, τη στιγμή που επικαλείται διαρκώς την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εξαίρεσης για να καταργήσει τα δικαιώματα που το ίδιο είχε κατοχυρώσει, η πολιτική που φαντάζεται πως μπορεί να στήσει δικανικό οδόφραγμα στην βαρβαρότητα προδίδει είτε αφέλεια είτε πολιτικό σχέδιο εξαπάτησης.