Η κρυφή γοητεία του κεντρικού σχεδιασμού


«Το Ανώτατο Όργανο της Εργατικής Εξουσίας έχει την ευθύνη του Κεντρικού Σχεδιασμού, του δημιουργικού έργου στην οικονομία και σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, της περιφρούρησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, των διακρατικών σχέσεων. Έχει πλήρεις εξουσίες, νομοθετικές, εκτελεστικές, δικαστικές, τις οποίες οργανώνει αντίστοιχα με επιτελικές δομές»
ΚΚΕ, Θέσεις για το 19ο συνεδρίου, αρ. 98.




Θα έπρεπε κανονικά να είναι αυτονόητο, αν η χρόνια ιδεολογική παραμόρφωση δεν είχε καταφέρει να συσκοτίσει τα νοήματα δημιουργώντας δίπολα εκεί που κανονικά υπάρχουν μόνο ταυτίσεις. Θα ασχοληθούμε εδώ με την ιδέα του κεντρικού σχεδιασμού και τη σχέση της ευρύτερης ελευθεριακής παράδοσης μαζί της. Το ζήτημα φαντάζει σήμερα περίπλοκο παρότι μια γρήγορη ματιά στην ιστορία της αναρχικής σκέψης θα υπαγορεύσει την ανειρήνευτη πολεμική απέναντι στις κεντροποιητικές πολιτικές αποβλέψεις. Φαίνεται όμως πως η ιδέα του κεντρικού σχεδιασμού, καταστατικά δεμένη κατά τη γνώμη μας με τον ολοκληρωτισμό, ασκεί μια ιδιάζουσα γοητεία σε ευρύτερα πολιτικά περιβάλλοντα βρίσκοντας συμμάχους ακόμα και εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκει μόνο εχθρούς.


Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα υποψιασμένος για να κατανοήσει πως η ιδέα του κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής συνυποθέτει μια υψηλή γραφειοκρατική συγκεντροποίηση του κράτους, καθώς και μια ιεραρχική αναμόρφωση του συνόλου της κοινωνικής ζωής. Η ιδέα μιας ελίτ (πολιτικής, γραφειοκρατικής, στρατιωτικής ή –και γιατί όχι- επιστημονικής) που καθορίζει με κεντρικό/συνολικό τρόπο την οργάνωση της παραγωγής και άρα το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων είναι μια ιδέα συνυφασμένη ιστορικά με τον ολοκληρωτισμό[1]. Γιατί όμως μια τέτοια ιδέα γοητεύει ακόμα και τους αναρχικούς;

Το δίπολο που προβάλει σήμερα ένθεν και ένθεν του κοινοβουλευτικού φάσματος σκιαγραφείται περίπου ως εξής: κεντρικός [κρατικός] σχεδιασμός της παραγωγής [και άρα της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας] ή «ελεύθερη» αυτορρύθμισή της; Το δίπολο ανάγεται - όχι τυχαία - στο σοσιαλιστική ή φιλελεύθερη οικονομική ρύθμιση, που με τη σειρά του ανάγεται στο παρεμβατικό κράτος ή ελεύθερη αγορά, για να καταλήξει στο κλασικό δίλημμα που καθόρισε τη νεωτερική πολιτική σκέψη: τι θα πρέπει να έχει τελικά την προτεραιότητα, η ατομική ελευθερία ή το συλλογικό συμφέρον;

Δίλημμα που η ελευθεριακή σκέψη ανέδειξε ως πλαστό από τότε που ο γερό Μπακούνιν έγραψε το «Θεός και Κράτος» ή για όσους δεν είναι πολύ της «φιλοσοφίας» έκανε την ιστορική διαπίστωση: ελευθερία χωρίς σοσιαλισμό είναι προνόμιο και αδικία, σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία είναι υποδούλωση και βαρβαρότητα. Ενώ αιώνες πριν το γέρο με τα χαλασμένα δόντια ο Αριστοτέλης είχε ορίσει τον άνθρωπο ως ον κοινωνικό, που σημαίνει πως η ελευθερία του υπάρχει μόνο εντός και δια την κοινωνίας. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να θεμελιωθεί η ελευθερία εκτός της κοινωνίας, άρα κάθε προσπάθεια θεμελίωσής της εντός προϋποθέτει ταυτόχρονα την ισότητα όλων των ανθρώπων, αλλά και αντίστροφα.

Η διάσπαση όμως του υποκειμένου της νεωτερικής αστικής κοινωνίας καθορίζει ακόμα και σήμερα τη διαιρεμένη και βαθύτατα αμφιθυμική συνείδηση του αστού μεταξύ του ρόλου του ως ανταγωνιστή και επιθετικού από τη μια [για να επιβιώσει στο περιβάλλον της αγοράς] και του ρόλου του ως μέρους ενός κοινωνικού συνόλου, ως πολίτη. Αυτή η αντίθεση, που επαναλαμβάνουμε βρίσκεται στην καρδιά του υποκειμένου αστός, προβάλλεται ως μια συνεχή πολιτική και φιλοσοφική ένταση των αστικών συγκρούσεων. Και λέμε των αστικών γιατί το δίλημμα είναι υπαρκτό μόνο εάν πρώτα έχεις αποδεχτεί τον πλαστό χαρακτήρα της αστικής πολιτικής που πάντα προϋποθέτει αυτό που δήθεν εμφανίζει ως τελικό συμβιβασμό, το κράτος. Γιατί το κράτος για τη φιλελεύθερη οπτική προβάλλεται ως ο θεσμός που στέκεται εκτός της κοινωνίας για να θέσει συνεχώς τα όρια της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, και έτσι, από τη μία να προστατεύσει την ατομικότητα από τις αποβλέψεις του κοινωνικού όχλου, και από την άλλη να διαφυλάσσει [ή να επιβάλλει] την ενότητα της κοινωνίας των ανταγωνιστικών συμφερόντων μέσω του κύρους και της σιδερένιας του πυγμής. Ο φιλελευθερισμός λοιπόν είναι ιδεολογία ακριβώς επειδή αντιστρέφει τη σχέση αιτίου –αποτελέσματος, προβάλλοντας το κράτος όχι ως την αιτία της ταξικής διαίρεσης, αλλά ως το αναγκαίο συγκολλητικό για να αποσοβηθεί η μετατροπή της κοινωνίας σε ζούγκλα. Η ιδέα του κεντρικού σχεδιασμού είναι ταυτόσημη με την ιδέα του κράτους. Και εδώ φυσικά δεν μιλάμε για ένα κράτος «μεταβατικό», «επαναστατικό», «λαϊκό» - ή δεν ξέρω τι άλλο τραγελαφικό μπορεί να σκεφτεί ως επιθετικό προσδιορισμό ο μέσος αστός μαρξιστής για να δικαιολογήσει τα μαρξιστικώς αδικαιολόγητα – αλλά ένα μόνιμο θεσμό που θα υπάρχει ως κεφαλίδα της «απελευθερωμένης» κοινωνίας και θα μας κάθεται στο σβέρκο εις το διηνεκές.

Η ιδέα λοιπόν του κεντρικού σχεδιασμού, που προβάλλεται σήμερα ως αντίπαλο δέος στην ιδέα του «άναρχου» καπιταλισμού της αγοράς, όχι μόνο δεν είναι μια ιδέα ελευθεριακή αλλά οδηγεί στην ίδια ή και μεγαλύτερη υποδούλωση και βαρβαρότητα. Οι αναρχικοί/ αντιεξουσιαστές/ελευθεριακοί/αναρχοσυνδικαλιστές πρέπει να κατανοήσουν βαθιά αυτή την παγίδα και να μην βιάζονται να παίρνουν στα γρήγορα θέση απέναντι σε αποπροσανατολιστικά δίπολα. Πολύ δε περισσότερο, θα πρέπει να είμαστε όλοι προσεκτικοί όταν αναθεματίζουμε ο,τι δεν υπακούει στην ιδέα του κεντρικού σχεδιασμού από τη μία ή στην ιδέα μιας «απόλυτης ελευθερίας» από την άλλη.

Είναι φυσικά λογικό να υπάρχει στις μέρες μας έντονη καχυποψία απέναντι στα κάθε είδους ελευθεριακά/συνεργατικά εγχειρήματα που ξεπηδούν σαν τα μανιτάρια. Και είναι λογικό να υπάρχει αυτή η καχυποψία, γιατί χωρίς τη συνειδητή συμπόρευση αυτών των προσπαθειών στην προοπτική ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος, τα τελευταία είναι καταδικασμένα να πέσουν στα χέρια του κράτους και της σοσιαλδημοκρατίας, αν δεν μετατραπούν σε φορείς μικροαστικών νοημάτων και επιδιώξεων. Αυτή η καχυποψία είναι λογική και πολλές φορές σωτήρια. Καμία όμως τέτοια καχυποψία δεν δικαιολογεί τη συνολική απόρριψη συνεργατικών μορφών ως εκ φύσεων «ενσωματωμένων» και «μικροαστικών». Πολύ δε περισσότερο όταν αυτή η κριτική συνοδεύεται από μια ρητή ή υπόρρητη συνηγορία υπέρ της ιδέας του κεντρικού σχεδιασμού. Γιατί αυτή η συνηγορία αποτελεί οριστική ρήξη με την αναρχική παράδοση που γεννήθηκε πάνω ακριβώς σε αυτή την κριτική.

Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως υπάρχουν πολλές οπτικές της αναρχικής παράδοσης και πως η τελευταία δεν αποτελεί μια κλειστή θεωρία. Αυτή η θέση είναι σωστή απολύτως. Επειδή όμως ζούμε σε εποχές πονηρές, όπου οι έννοιες χάνουν τη σημασίας τους καταλήγοντας να μη σημαίνουν τίποτα, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε πως κάθε πολιτικό ρεύμα γεννήθηκε μια ιστορική στιγμή και έτσι -καλώς ή κακώς-, φέρει το βάρος αυτής της στιγμής εν είδει ορισμού του. Η κριτική στον κεντρικό σχεδιασμό δεν είναι απλά τόσο παλαιά όσο και ο αναρχισμός, αλλά το βασικό θεμέλιο της αναρχική κριτικής όπως αυτή αναπτύχθηκε ως ρεύμα στην πρώτη διεθνή. Όταν κάποιος λοιπόν θεωρεί συμβατή την ιδέα του κεντρικού σχεδιασμού με τον αναρχισμό θα πρέπει να εξηγήσει με ποιον τρόπο επεξεργάζεται την ιδέα στο σήμερα επανερμηνεύοντας έννοιες που όρισαν ιστορικά το αναρχικό κίνημα. Αν πάλι αυτή η ιδέα, μην αντέχοντας στο φως της ιστορικής και φιλοσοφικής τεκμηρίωσης, αποδειχθεί ξένη ή εχθρική προς την ελευθεριακή σκέψη θα πρέπει να έχει την τόλμη να την αφήσει οριστικά στην άκρη. 


Σημειώσεις

[1] Δεν υπονοούμε πως η παραγωγικές σχέσεις παράγουν, εν είδει ενός μηχανισμού, τις πολιτικές μορφές, ούτε ότι η άρθρωση της παραγωγής αποτελεί τη βάση από την οποία εκπορεύονται όλες οι κοινωνικές σχέσεις, αλλά ότι υπάρχουν διαπιστωμένες ιστορικά εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ συγκεκριμένων μορφών παραγωγής και συγκεκριμένων πολιτικών μορφών. Υποστηρίζουμε, ότι η διάρθρωση της παραγωγής κάτω από τον έλεγχο ενός κεντρικού σχεδιασμού έχει συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Έτσι, μπορεί η ύπαρξή της να μην συνεπιφέρει μια συγκεκριμένη μορφή πολιτικής διαχείρισης – άλλωστε ο ολοκληρωτισμός έχει πάρει πολλές μορφές μέσα στην ιστορία – αλλά συνυποθέτει την ύπαρξη ενός κεντρικού μηχανισμού διαχείρισης, πολιτικής οργάνωσης και διοίκησης της κοινωνίας. Άρα, μπορεί η ύπαρξη του κεντρικού σχεδιασμού να απαντάται σε πολλές διαφορετικές μορφές καθεστώτων, όμως αποκλείει καταστατικά μορφές αντιεραρχικής, αναρχικής, ελευθεριακής ή αυτόνομης διάρθρωσης της κοινωνίας, δηλαδή πολιτικές μορφές συλλογικής αυτοκυβέρνησης χωρίς την ύπαρξη κεντρικής μορφής διοίκησης και ελέγχου.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου