Οι σταυροί μας μοιάζουνε

του Αύγουστο Κορτώ


Μαθαίνεις νωρίς στη ζωή ν’ αποστρέφεις το βλέμμα – απ’ τον γέρο που με σκυφτό κεφάλι θαρρείς περιμένει τον Χάρο, απ’ τον ακρωτηριασμένο ζητιάνο με την αδιανόητη μοίρα του, απ’ τη γυναίκα που κοιμάται στο παγκάκι μ’ όλα της τα υπάρχοντα μες σε φθαρμένες πλαστικές σακούλες. Και είναι ανθρώπινο: καθώς δεν νοείται ύπαρξη χωρίς τον πόνο της, πρέπει κάπως να αμυνθείς ενάντια στον κατακλυσμό της οδύνης που απειλεί να σε πνίξει έτσι κι αφήσεις τις πόρτες της καρδιάς ορθάνοιχτες στα βάσανα των άλλων.

Κι όπως αν υψώσεις τον αντίχειρά σου μπρος στα μάτια σου μοιάζει πιο μεγάλος κι απ’ το βουνό που στέκεται στο βάθος, έτσι και το δικό μας βάσανο, ο σταυρός που κουβαλάμε, φαντάζει ο πιο ασήκωτος του κόσμου – και τις στιγμές της μοναξιάς και του αυτοοικτιρμού αναρωτιόμαστε, μονολογώντας δραματικά, «Γιατί σε μένα;», λες κι ο καημός μας ξεδιάλεξε απ’ όλη την πλάση για να μας επισκεφθεί.

Χορκχάιμερ και Αντόρνο: Ανοιχτή ή αρνητική διαλεκτική;

του Κωνσταντίνου Καβουλάκου


Στη βιβλιογραφία σχετικά με τη σχολή της Φρανκφούρτης γίνεται συχνά λόγος για την «ιστορικοφιλοσοφική στροφή» της κριτικής θεωρίας, ορόσημο της οποίας θεωρείται η Διαλεκτική του διαφωτισμού του 1944 (βλ. χαρακτηριστικά Honneth 1986, 43-69). Ωστόσο, αυτή η στροφή αφορά κατά βάση τον Χορκχάιμερ (Max Horkheimer) και όχι τον Αντόρνο (Theodor W. Adorno), το έργο του οποίου χαρακτηρίζει αξιοσημείωτη συνέχεια από τα πρώτα δοκίμιά του της δεκαετίας του ’30 έως την Αρνητική διαλεκτική και την Αισθητική θεωρία της δεκαετίας του ’60. Πράγματι, για τον Χορκχάιμερ η συγγραφή της Διαλεκτικής του διαφωτισμού σήμανε την τελειωτική εγκατάλειψη του πρώιμου προγράμματος μιας διαλεκτικά διαρθρωμένης «διεπιστημονικής έρευνας» των συνθηκών της σύγχρονης εποχής.[1] Εάν πάρουμε κατά γράμμα την κοινή δήλωση των δύο πρωταγωνιστών της «κλασικής κριτικής θεωρίας» στον “Πρόλογο στην επανέκδοση” της Διαλεκτικής του διαφωτισμού του 1969 ότι «κανένας τρίτος δεν θα μπορούσε να φαντασθεί σε ποιον βαθμό είμαστε και οι δύο μας υπεύθυνοι για κάθε πρότασή» της (Horkheimer και Adorno 1996, 15), τίθεται εκ των πραγμάτων το ερώτημα περί της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο θεωρητικών που οδήγησε στο κοινό αυτό κείμενο.