του Αύγουστο Κορτώ
Μαθαίνεις νωρίς στη ζωή ν’ αποστρέφεις το βλέμμα – απ’ τον γέρο που με σκυφτό κεφάλι θαρρείς περιμένει τον Χάρο, απ’ τον ακρωτηριασμένο ζητιάνο με την αδιανόητη μοίρα του, απ’ τη γυναίκα που κοιμάται στο παγκάκι μ’ όλα της τα υπάρχοντα μες σε φθαρμένες πλαστικές σακούλες. Και είναι ανθρώπινο: καθώς δεν νοείται ύπαρξη χωρίς τον πόνο της, πρέπει κάπως να αμυνθείς ενάντια στον κατακλυσμό της οδύνης που απειλεί να σε πνίξει έτσι κι αφήσεις τις πόρτες της καρδιάς ορθάνοιχτες στα βάσανα των άλλων.
Κι όπως αν υψώσεις τον αντίχειρά σου μπρος στα μάτια σου μοιάζει πιο μεγάλος κι απ’ το βουνό που στέκεται στο βάθος, έτσι και το δικό μας βάσανο, ο σταυρός που κουβαλάμε, φαντάζει ο πιο ασήκωτος του κόσμου – και τις στιγμές της μοναξιάς και του αυτοοικτιρμού αναρωτιόμαστε, μονολογώντας δραματικά, «Γιατί σε μένα;», λες κι ο καημός μας ξεδιάλεξε απ’ όλη την πλάση για να μας επισκεφθεί.