Η ποίηση ως αντίσταση


...είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία....
Θ. ΓΚΟΡΠΑΣ, 1957

Όποιος αποπειράται σήμερα να παρεμβάλει τα ερωτήματά του ή της ενστάσεις του στην “φιλοσοφία” του κέρδους η οποία κυριαρχεί υπό τη μορφή της απαστράπτουσας τιποτολογίας των ημερών, θα εισπράξει το λιγότερο, τον χαρακτηρισμό του άκυρου και άκαιρου σχολιαστή ή του ξεπερασμένου “παλαιομαρξιστή”.

Μέσα σε αυτό το κλίμα σκέπτομαι κάποτε πως κάποια πράγματα έχουν όντως τελειώσει, όση και αν η αγάπη μας για τα “παλαιά” είναι ίσως το μόνο, πλέον, μέτρο της αντοχής μας σε μια πληθωριστική πίεση που κατατείνει στην πολιτική άπνοια, την πνευματική οξείδωση και την ιστορική αμνησία.

Δεν έχω καμία όρεξη να υπερασπιστώ εδώ της παλιές γνωστές αγκυλώσεις της αριστεράς· δεν τις υιοθέτησα άλλωστε ούτε καν την ώρα της δόξας τους. Άλλα όταν βλέπω τώρα τα αναρριχητικά και τα παράσιτα ενός όψιμου κερδαλέου αντικομμουνισμού, “νοσταλγώ” πράγματι, δηλαδή τιμώ και προσκυνώ, την όρθια στάση της δρυός που κάποτε πετροβολούσα.

Πίστωση επί θανάτου - Γ μέρος


το Β μέρος εδώ 

Γιατί άραγε αυτό το σύστημα δεν έχει ακόμη καταρρεύσει πλήρως; Σε τι οφείλει την προσωρινή επιβίωσή του; Ουσιαστικά, στην πίστωση. Στη διάρκεια ενός αιώνα, απέναντι στις αυξανόμενες δυσκολίες να χρηματοδοτήσει την αξιοποίηση της εργασιακής δύναμης, και άρα να επενδύσει σε πάγιο κεφάλαιο, η προσφυγή σε όλο και πιο μαζικές πιστώσεις δεν ήταν παράλογη αλλά αναπόφευκτη. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων μονεταριστών, η σύναψη χρεών αυξήθηκε δραστικά. Δεν έχει μεγάλη διαφορά αν αυτή η πίστωση είναι ιδιωτική ή δημόσια, εσωτερική ή εξωτερική. Η συνεχής και μη αντιστρέψιμη εξέλιξη της τεχνολογίας βαθαίνει διαρκώς το ρήγμα ανάμεσα στο ρόλο της εργασιακής δύναμης –η οποία, ας το επαναλάβουμε, είναι η μοναδική πηγή αξίας και υπεραξίας– και τον ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο των εργασιακών εργαλείων, τα οποία πρέπει να πληρωθούν με την υπεραξία που παράγεται από την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στην πίστωση δεν μπορεί παρά να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και να οδηγείται σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Η πίστωση, που είναι ένα κέρδος το οποίο καταναλώνεται πριν παραχθεί, μπορεί να μεταθέσει τη στιγμή που ο καπιταλισμός θα αγγίξει τα συστημικά όριά του, αλλά δεν μπορεί να την εξαλείψει. Ακόμη και η πιο ισχυρή και επίμονη θεραπεία κάποια μέρα πρέπει να τελειώσει.

Πίστωση επί θανάτου - B μέρος

του Anselm Jappe*

Το Α μέρος εδώ

Ορισμένοι παρατηρητές φαίνεται να προχωρούν ακόμη περισσότερο, μιλώντας για έναν καπιταλισμό που καταστρέφει τον κόσμο και είναι στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής. Αυτές οι προειδοποιητικές φωνές δεν φανερώνουν άραγε μια συνειδητοποίηση για τις καταστροφές του καπιταλισμού, τόσο όταν εξελίσσεται «ομαλά» όσο και στις περιόδους κρίσης; Ωστόσο, αυτές οι επιθέσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχουν ως στόχο παρά την πρόσφατη φάση «απορρύθμισης» και «αγριότητας» του καπιταλισμού, τη νεοφιλελεύθερη φάση, και καθόλου το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης ως τέτοιο, την ταυτολογική λογική που επιτάσσει τη μετατροπή του ενός ευρώ σε δύο και καταναλώνει τον πραγματικό κόσμο σαν απλό εργαλείο γι’ αυτή την αύξηση της μορφής-αξίας.

Πίστωση επί θανάτου - A μέρος

του Anselm Jappe*


«Ο Guardian σημείωνε στην ιστοσελίδα του την Παρασκευή ότι το κτίριο της Times Square, στην καρδιά του Μανχάταν, στην πρόσοψη του οποίου αναγράφεται το ύψος του δημόσιου αμερικανικού χρέους, δεν έχει πια αρκετό χώρο για να φιλοξενήσει το αστρονομικό ποσό των δισεκατομμυρίων δολαρίων, για την ακρίβεια 10.299.020.383, ένα μέγεθος τεράστιο το οποίο οφείλεται κυρίως στη χρηματοδότηση του σχεδίου Πόλσον και την ενίσχυση των ιδρυμάτων Freddie Mac και Fannie Mae. Χρειάστηκε μάλιστα να απαλειφθεί το σύμβολο $, που καταλάμβανε το τελευταίο τετράγωνο της επιγραφής, έτσι ώστε ο περαστικός να μπορέσει να πιει το πικρό ποτήρι μέχρι την τελευταία γουλιά».[1]



Ποιος θέλει να το θυμάται αυτό σήμερα; Ο μεγάλος φόβος του περασμένου Οκτωβρίου μοιάζει ήδη πιο μακρινός και από τον «μεγάλο τρόμο» των αρχών της γαλλικής επανάστασης. Κι όμως, πριν από ένα χρόνο, είχαμε την εντύπωση ότι το νερό έμπαινε από παντού και το καράβι βυθιζόταν. Είχαμε επίσης την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος, χωρίς να το λέει, το περίμενε εδώ και καιρό. Οι ειδικοί αναρωτιούνταν ανοιχτά για τη φερεγγυότητα ακόμη και των πιο ισχυρών κρατών και οι εφημερίδες δημοσίευαν στην πρώτη σελίδα την πιθανότητα μιας αλυσιδωτής πτώχευσης των ταχυδρομικών ταμιευτηρίων στη Γαλλία. Στα οικογενειακά συμβούλια συζητούσαν αν ήταν απαραίτητο να αποσύρουν όλα τα χρήματα από την τράπεζα και να τα φυλάξουν στο σπίτι. Οι χρήστες των τρένων αναρωτιούνταν αν, προαγοράζοντας ένα εισιτήριο, τα τρένα θα συνέχιζαν να κυκλοφορούν δύο βδομάδες αργότερα. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους απευθυνόταν στο έθνος, για να μιλήσει για τη χρηματοπιστωτική κρίση, με όρους παρόμοιους με εκείνους που είχε χρησιμοποιήσει μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, και η Monde τιτλοφορούσε το περιοδικό της τον Οκτώβριο του 2008: «Το τέλος ενός κόσμου». 

Η τέχνη του αφορισμού και η κριτική διαμαρτυρία της σκέψης



Η συνέχεια ανάμεσα στη μετάφραση και το προσωπικό έργο δεν είναι κάτι σπάνιο στην ιστορία των γραμμάτων. Συναντιέται τόσο στη λογοτεχνική γραφή όσο και στον θεωρητικό λόγο και αποκαλύπτει μία από τις λιγότερο φωτισμένες όψεις του μεταφραστικού εγχειρήματος, στις ευτυχέστερες στιγμές του: την ενεργητική συνομιλία, που εκ των πραγμάτων υποκινεί ανάμεσα στον μεταφραστή και τον συγγραφέα, η οποία γίνεται συχνά μοχλός δημιουργικότητας για τον πρώτο. Μία τέτοια περίπτωση συγγραφέα είναι ο Ζήσης Σαρίκας από τη Θεσσαλονίκη. Μολονότι δημοσιεύει αρκετά νωρίς το πρώτο του δοκιμιακό έργο (Μύθοι της τεχνολογίας, 1987) είναι κυρίως γνωστός ως μεταφραστής: τον ξέρουμε προπαντός από το χαλκέντερο μεταφραστικό του έργο πάνω στον Νίτσε (όλα σχεδόν τα μείζονα έργα του φιλοσόφου παρουσιασμένα την τελευταία δεκαπενταετία από τις εκδόσεις Νησίδες) και νωρίτερα πάνω στη Σχολή της Φρανκφούρτης, ιδίως τον Αντόρνο. Το 2003 μας δίνει μάλιστα σαν απόσταγμα της μεταφραστικής του πείρας ένα ερμηνευτικό έργο πάνω στον Νίτσε με άξονα τον Ζαρατούστρα (Το όραμα του υπερανθρώπου). Το συγγραφικό του καταστάλαγμα όμως αντιπροσωπεύεται από δύο μικρά βιβλία πρόζας, τα Ψίχουλα (2003) και το πρόσφατο Μακριά απ' τον κόσμο. Δύο βιβλία με αξιοσημείωτη μορφολογική, υφολογική και θεματογραφική συνέχεια, που θα μπορούσαν να διαβαστούν ως μέρη του ίδιου βιβλίου. 

Ιδεολογία, θρησκεία και επαναστατικό όραμα.



Όλη αυτή η βλακώδης φασαρία που γίνεται στις ημέρες μας γύρω από το όνομα του Παναγιώτη Κονδύλη, η άκριτη μεγέθυνσή του από ημιμαθείς οπαδούς όσο και η άσκοπη δαιμονοποίησή του από μια κατηγορία ηθικιστών της πολιτικής έχει συσκοτίσει το πραγματικό περιεχόμενο μιας σκέψης που κατ’ αρχάς μπορεί να θεωρηθεί εύληπτη και διόλου δυσανάγνωστη, πολύ περισσότερο όμως έχει συγκαλύψει το πραγματικό κλίμα ζυμώσεων, συζητήσεων και αντιπαράθεσης των ιδεών σε ορισμένους κύκλους της αιρετικής αριστεράς, περιβάλλον μέσα στο οποίο συγκροτήθηκε και χωρίς το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί πραγματικά. Διότι ο Κονδύλης, παρ’ ότι ο ίδιος υιοθετούσε ένα ηρωικό και επιθετικά εξατομικευμένο ύφος, δεν ήταν βέβαια ούτε ο «διανοητικός γίγαντας» (που φάνταζε στα μάτια των πνευματικών νάνων της εγχώριας διανόησης) ούτε ο κομήτης που έπεσε από το γερμανικό Πανεπιστήμιο (ή όποιον άλλο μυθικό τόπο καταγωγής, για τους επαρχιώτες λογίους που πιστεύουν ότι η αληθινά φιλοσοφική σκέψη έρχεται πάντα από «αλλού»), αλλά γνήσιο προϊόν ενός γόνιμου, μολονότι περιθωριοποιημένου, διαλόγου που ξεκινάει στους κόλπους της αποκλίνουσας τροτσκιστικής ομάδας του Σπύρου Στίνα μετά τον πόλεμο και καταλήγει στον κύκλο του περιοδικού «Σημειώσεις» από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Να πάρουμε τη ζωή μας πίσω

Έγινε πια κοινός τόπος αυτό το σύνθημα. Μόνο που η εσχάτως κοινοτοπία του δεν ήταν χωρίς συνέπειες, με πρώτη και κύρια την υποχώρηση νοήματος της λέξης ζωή. Γιατί όταν εμείς λέμε πως θέλουμε τη ζωή πίσω εννοούμε έναν ωκεανό δυνατοτήτων και δημιουργίας που η βαρβαρότητα της εξουσίας μας στέρησε και εξακολουθεί να μας στερεί. Όταν διεκδικούμε λοιπόν τη ζωή μας πίσω διεκδικούμε την άρση αυτών των εμποδίων που σε πρώτη φάση θα σήμαινε τη διάλυση του κράτους και της αγοράς. 

Υπάρχουν όμως και άλλοι που επικαλούνται το σύνθημα. Πρόσφατα συνάντησα μια καλοστεκούμενη κυρία, το βίο της οποία γνώριζα, να κυκλοφορεί εν τω μέσω μιας «αγανακτισμένης» κινητοποίησης με πικέτα που ζητούσε τη ζωή της πίσω. “Ποια ζωή;” τη ρώτησα και η απάντηση δεν διέφερε από αυτό που είχα διαιστανθεί εξ αρχής. Η εν λόγω κυρία δεν διεκδικούσε τίποτε άλλο από την επαναφορά της πλαστής ευημερίας, του επιπέδου των μισθών και της προσωπικής της καταναλωτικής δυνατότητας. Και όλα αυτά - όντας σε βαθιά σαδομαζοχιστική ψυχοδύνη- τα προσδοκούσε από τους ίδιους ακριβώς δυνάστες τους όποιους κάποτε είχε εμπιστευτεί και τώρα μισούσε. Απεχθανόταν έστω και τη μικρότερη αλλαγή στην πορεία των πραγμάτων για αυτό και από αντίδραση ψήφισε ΚΚΕ και όχι ΣΥΡΙΖΑ, όπως μου είπε, αλλά υποσχόταν ολόψυχα πως θα ξαναγυρίσει στις παλαιότερες ψηθοθεσίες της όταν τα πράγματα στρώσουν. Την άφησα προσφέροντάς της ένα ευρώ και την ειλικρινή ευχή μου να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γίνεται στη “ζωή” της για να μας αφήσει ήσυχους.

Υστερόγραφο στους ψηφοφόρους με μυαλό


Η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία ωσάν ρητή εκδήλωση του ψυχισμού είναι πρώτα και κύρια άναρχη με την έννοια ότι δεν μπορεί ποτέ να υπαχθεί σε κανένα αφηρημένο σύστημα ηθικών κανόνων. Κι έτσι η αυθεντική ελευθερία της ατομικής βούλησης όχι μόνο δεν υποκύπτει στη μεταφυσική τέτοιων συστημάτων αλλά μπορεί μονάχα να βιωθεί άμεσα με την ισότιμη αναγνώριση της ώριμης ψυχικά θέλησης των ατόμων ώστε εκείνα να ζουν εκφράζοντας τις ειλικρινείς επιθυμίες τους. «Η επαναστατική ισότητα θα 'ναι αξεδιάλυτα ατομική και συλλογική» δηλώνει απερίφραστα ο Ραούλ Βανεγκέμ. Κάτω από το βάρος τούτης της διαπίστωσης η έννοια ενός κοινωνικού συμβολαίου, ακριβώς όπως την διατυπώνει ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ως έκφραση της γενικής συλλογικής βούλησης, δεν είχε ποτέ καμία ηθική νομιμοποίηση διότι παρέβλεπε συνειδητά την υποκειμενική υπόσταση του ατόμου για χάρη μιας μεταφυσικά ανώτερης κοινής θέλησης. Δεν είχε επίσης ποτέ απτή έδρα από την στιγμή που η γενική βούληση μεταφρασμένη σε οικονομική πολιτική όχι μόνο δεν εξασφαλίζει την ίδια την ατομική ελευθερία, αλλά την καθυποτάσσει βάναυσα στην ψευδέστατη αναγκαιότητα των αφηρημένων προσταγών της.

Για την προοπτική Πελετίδη στην Πάτρα


Ανήκω σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων που συνειδητά απέχει από τις εκλογές. Απέχω, γιατί θεωρώ πως αυτές λειτουργούν ως άλλοθι της κοινωνικής αδράνειας ενώ δρουν αποτρεπτικά προς την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Απέχω, γιατί πιστεύω πως η λύση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής δεν περνά μέσα από μηχανισμούς εκπροσώπησης αλλά από θεσμούς συλλογικής αυτοκυβέρνησης: άμεσους, οριζόντιους και δημοκρατικούς.

Το ποτάμι


Σε μια συζήτηση σε φιλικό τραπέζι άκουσα να λένε πως “αν οι φασίστες καταλάβουν την εξουσία θα πρέπει όλοι να μεταναστεύσουμε στο εξωτερικό”. Αντέτεινα, πως σε αυτή την περίπτωση θα προσπαθήσω να τους πολεμήσω με όλα τα μέσα. “Εννοείς δηλαδή ένοπλο αγώνα; Μα, σε αυτή την περίπτωση, είμαστε χαμένοι” μου είπαν. Μετά από αυτό μερικοί προσπάθησαν να αποκλιμακώσουν τη συζήτηση επισημαίνοντας πως οι φασίστες δεν αποτελούν πλέον κίνδυνο γιατί όπως όλα δείχνουν το Ποτάμι τους υπερφαλαγγίζει εκλογικά και αναδεικνύεται έτσι σε ρυθμιστή των πολιτικών ισορροπιών.

Aκρίβεια και αξιοπιστία


Απαιτούν από εμάς ακρίβεια και αξιοπιστία. Μας διδάσκουν πώς να υπολογίζουμε την ακρίβεια, πώς να ελέγχουμε την αξιοπιστία. Εκφωνούμε τα ίδια λόγια σε άλλους· τις ίδιες τεχνικές σε αυτούς που κατά την κανονικότητα των μηχανισμών πρόκειται να μας διαδεχθούν. Μια ασυνέχεια υπολογισμών χωρίς περιεχόμενο πέραν του προφανούς: η αλήθεια για την επιστήμη υπάρχει μόνο ως στατιστική. Ρίγος πιάνει τους σπουδαστές στο άκουσμα της φράσης. Για στιγμές, οι βαρετές μουντζούρες της εξίσωσης μετάδοσης ζωντανεύουν. Αλίμονο. Ο ιμπεριαλισμός της επιστημονικής αντιστροφής έχει τέτοιους μηχανισμούς αυτοκατάφασης που ακόμα και αυτό που κανονικά θα άνοιγε την κρίσιμη σχισμή προς την κριτική αμφισβήτηση λειτουργεί υπέρ του μύθου, αυξάνοντας το κύριος του ισχυρού, διευρύνοντας το μεγαλείο της αυθεντίας του ως τις αξιώσεις ενός οιονεί φιλοσοφικού βάθους. Έτσι εξαπατά ο σύγχρονος ηγεμόνας -παρά την εμφανή του γύμνια- μιλώντας συνεχώς για την ακρίβεια των αριθμών· για την αξιοπιστία των στοιχείων. Όταν φυσικά οι λέξεις, οι εξισώσεις και τα σύμβολα αυτονομηθούν από το εννοιακό τους περιεχόμενο, όταν χειραφετηθούν από τις ανθρώπινες δεσμεύσεις των δημιουργών, όταν απαιτήσουν να ζουν χωρίς τις λεπτές μεσολαβήσεις της αλήθειας -στην οποία κάποτε όφειλαν να δίνουν τον τελικό λογαριασμό- τότε η εποχή των μηχανών θα έχει οριστικά εγκαθιδρυθεί, και τότε, κάθε ελπίδα επανόδου στο φως θα έχει εκλείψει.  

Η πραγματικότητα της μη-πραγματικότητας του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού


Στο δοκίμιο του ριζοσπαστικού στοχαστή της «ελευθερίας» Μ. Μπούκτσιν παρουσιάζεται μια γενική κριτική των μεταμοντέρνων ιδεών ως κυρίαρχο ρεύμα της σημερινής διανόησης. Κύριο μέλημα αυτής της κριτικής είναι να καταδειχθεί ο ανορθολογικός χαρακτήρας αυτών των ιδεών που συνεπάγεται τον εξοβελισμό του ορθού λόγου και της κληρονομιάς του Διαφωτισμού από τη σύγχρονη κριτική σκέψη. Συνάμα ο Μπούκτσιν εκθέτει με ευσύνοπτο τρόπο βασικές θέσεις του εμφορούμενος από τον «διαλεκτικό Λόγο» ως τον κατ’εξοχήν λόγο που εστιάζει σε μια θεωρητική ανασυγκρότηση του υπαρκτού ώστε να αναδεικνύεται και να θεμελιώνεται η δυνατότητα του ανθρώπινου χειραφετητικού προτάγματος και η πρακτική άρση των σχέσεων κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης καθώς και της ιεραρχικής οργάνωσης των θεσμών της καπιταλιστικής νεωτερικότητας.

Οι κανόνες ως είδος πρώτης ανάγκης


Η δυτική κοινωνία καλλιεργεί τις πιο ζοφερές αυταπάτες της με μια παθολογική ένταση που την εμποδίζει να κάνει οτιδήποτε άλλο, άρα και οτιδήποτε λιγότερο αυτοκαταστροφικό. Μη μπορώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις απ' το απύθμενο έλλειμμα λογικής που συνοδεύει καθεμιά απ' τις οικονομικές, θεσμικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές και καταναλωτικές λειτουργίες της, επιμένει με φανατισμό σ' ένα γελοίο πρωτόκολλο ψευτοσυνέπειας προς τις ανθυπολεπτομέρειες της τάξης που διέπει τον μικρόκοσμο της ατομικής συμπεριφοράς. Οσο πιο εκκωφαντική είναι η δυσαρμονία μεταξύ της υποτιθέμενης ηθικής των θεσμών και των νόμων αφ'ενός, και αφ'ετέρου του γενικού στιλ αυτής της συμπεριφοράς, τόσο πιο εμφαντικά διατυμπανίζεται, στη σφαίρα της κοινωνικής δραστηριότητας, η υποχρέωση να πράττει κανείς σύμφωνα με τον κώδικα που ρυθμίζει το ιδιωτικό. Οσο πιο απροκάλυπτα ο κυνισμός και η ωμότητα τροφοδοτούν το πεπρωμένο της κοινωνικής συνύπαρξης, τόσο πιο δυναμικά επανέρχεται στο προσκήνιο η υποταγή στον καθωσπρεπισμό των must και των mustn't. Σύντομα, ο κοινός χαρακτήρας του συνόλου αυτών των κανόνων της βλακώδους κοσμιότητας πήρε το όνομα politically correct.

Τρομοκρατία των ιδεών και φιλελεύθερη υποκρισία

του Φώτη Τερζάκη

Δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα και τα μαντρόσκυλα του φιλελευθερισμού (Ηλία Κανέλλης, Ηλίας Μαγκλίνης, Πάσχος Μανδραβέλης, Πέτρος Τατσόπουλος, ανώνυμοι καταδότες στις υπηρεσίες τού Διαδικτύου, ο αξιοθρήνητος Δένδιας, και άλλοι πολλοί ων ουκ έστι τέλος) δείχνουν πάλι τα δόντια τους· οι δολοφόνοι τού νοήματος διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για το ότι ένας «δολοφόνος» διεκδικεί το δικαίωμα να δημοσιοποιεί απόψεις του μέσ’ από τον δίαυλο που είναι κατά συνθήκην υποχρεωτικός για όποιον επιθυμεί να εκφραστεί δημοσίως: την έκδοση ενός βιβλίου που κυκλοφορεί ως εμπόρευμα στην αγορά. Ποιον επιδιώκουν να τρομοκρατήσουν; Τους πολυάριθμους αναγνώστες και αγοραστές τού βιβλίου; Τον εκδοτικό οίκο που ανέλαβε την έκδοση; Τους νόμιμους δικαιούχους που είναι η οικογένεια του φυλακισμένου συγγραφέα; Ή ολόκληρη την Αριστερά στο πλαίσιο ενός βρόμικου πολιτικού παιχνιδιού κατασπίλωσης και συκοφάντησης ενόψει τού τρόμου που διακατέχει όλο το σαθρό πολιτικό σύστημα και τους προστάτες του απέναντι στο ενδεχόμενο μιας εκλογικής νίκης τού ΣΥΡΙΖΑ (ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό στην πράξη);

Ο μαρξισμός ως "φιλοσοφία της πράξης" μέσα από τη Λούξεμπουργκ

Του Μίκαελ Λεβί, μετάφραση :Έλλη Σιαπκίδου


Στην παρουσίαση των «Θέσεων του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ» (1845), που δημοσίεσε μετά το θάνατό του, ο Ένγκελς περιέγραψε το έργο σαν «το πρώτο κείμενο στο οποίο φυτεύθηκε ο λαμπρός σπόρος μιας νέας τάξης πραγμάτων». Όντως, σε αυτό το σύντομο κείμενο, ο Μαρξ ξεπερνά με τη μέθοδο της διαλεκτικής –το περίφημο Aufhebung: άρνηση/διατήρηση/ανάταση– τους προϋπάρχοντες υλισμό και ιδεαλισμό και διαμορφώνει μια νέα θεωρία, την οποία περιγράφει ώς τη φιλοσοφία της πράξης. Ενώ οι Γάλλοι υλιστές του 18ου αιώνα επέμεναν στην αναγκαιότητα της αλλαγής των υλικών συνθηκών για να αλλάξουν οι άνθρωποι, οι γερμανοί ιδεαλιστές ισχυρίζονταν ότι η κοινωνία μπορούσε να αλλάξει μέσω της δημιουργίας μιας νέας συνείδησης στα υποκείμενα.

Auguste Comte και Emile Durkheim (Α μέρος)


μαθήματα αυτομόρφωσης: οι κλασικοί της κοινωνιολογίας