Ο Μαρξ στο Σόχο

Ο θεατρικός μονόλογος του Howard Zinn 
(πλήρες κείμενο) 



Φώτα σπιτιών στο βάθος. Ένα φως στο κέντρο της σκηνής φωτίζει ένα χώρο άδειο, εκτός από ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. O Μαρξ μπαίνει φορώντας μαύρη ρεντιγκότα και μαύρο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν. Έχει γένια, είναι κοντός. γεμάτος, με μαύρο μουστάκι και μαλλιά που γκριζάρουν. Φορά γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και κρατά σακίδιο. Κοντοστέκεται, περπατά μέχρι την άκρη της σκηνής, κοιτά το ακροατήριο. Δείχνει ικανοποιημένος, λίγον έκπληκτος.

-Δόξα τω Θεό, κοινό!

Βγάζει τις προμήθειες από τo σακίδιο: μερικά βιβλία, εφημερίδες, ένα μπουκάλι μπίρα, ένα ποτήρι. Κάνει στροφή και περπατά προς το κέντρο της σκηνής.

-Ευχαριστώ που ήρθατε. Δεν ακούσατε όλους αυτούς τους ηλίθιους που λέγαν ότι ο Μαρξ είναι νεκρός. Ε, δηλαδή, είμαι... και δεν είμαι. Είναι θέμα διαλεκτικής.

Δεν έχει πρόβλημα να διακωμωδεί τον εαυτό του και τις ιδέες του. Ίσως έγινε πιο ήπιος με το πέρασμα των χρόνων. Αλλά κει που λες ότι ο Μαρξ μαλάκωσε, έρχονται ξεσπάσματα θυμού.

-Ίσως αναρωτιέστε πώς έφτασα εδώ...

Χαμογελά πονηρά.

-...πήρα τη συγκοινωνία.

Παραχαράκτες μιας παραχάραξης

Ανήκομεν εις την Δύση ή στους Έλληνες;


Έρμαια λοιπόν ξανά ενός διλήμματος που δεν επιστρέφει σαν φάρσα καθώς ήταν εξ αρχής πλαστό. Το ανυπέρβλητο αδιέξοδο της νεοελληνικής κατευθυντικότητας, που ντύθηκε ανά εποχές ετερόκλητα δίπολα (αγγλόφιλοι – ρωσόφιλοι, βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί), εμφανίζεται ως μια ακόμα άγονη κρίση ταυτότητας. Το διπολικό μοτίβο ανάγεται στο καθρεπτικό ερώτημα: Ανήκομεν εις τη Δύση ή στους Έλληνες; Ταυτολογία ωμή καθώς η περιβόητη ελληνικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ρομαντική κατασκευή της Δύσης, που οικοδομήθηκε ακριβώς όταν οι κινητήριες δυνάμεις της νεαρής αστικής τάξης έψαχναν εκείνους τους νομιμοποιητικούς λόγους για τη μετάβαση από την αρτηριοσκληρωτική φεουδαρχική δεσποτεία σε μια νέα κοινωνική κινητικότητα υπό τους ρυθμούς του laissez-faire. Είναι σήμερα γνωστό σε όλους, παρά τις περί του αντιθέτου κορώνες της κολεγίας των Παρισίων, πως η ελληνικότητα αν και αναφέρεται στην κλασική αρχαιότητα είναι στην πραγματικότητα μια κίβδηλη ανακατασκευή της· ένα οικοδόμημα που κτίστηκε πάνω στις αναγκαιότητες μιας επίπλαστα διαφωτιστικής ορθολογικότητας, που έκοψε και έραψε κατά το δοκούν –εν είδει χοντροκομμένου κολάζ– σχήματα και μορφές εγκαινιάζοντας εκείνο το είδος ανιστορικής αναπαράστασης που αποτέλεσε έκτοτε πρότυπο: το νεοκλασικισμό. Αυτή η ελληνικότητα, μέσω της θεσμικής οικοδόμησης του νεοελληνικού κρατιδίου του οποίο η Δύση πάντοτε έλεγχε απολύτως τους μηχανισμούς, επιβλήθηκε ως ακριβό φράκο στον “ημιάγριο ιθαγενή” που έπρεπε να εκπολιτιστεί. Και ο αυτός εκπολιτισμός, εκτός από ετερόνομος, ήταν με την ουσιαστική έννοια του όρου ιδεολογικός καθώς η αποκαθήλωση της φουστανέλας, που συνδέθηκε με το πρόγραμμα του νεοελληνικού διαφωτισμού, συγκροτούσε απλά μια εικονική χειρονομία. Ο ουσιαστικός στόχος ήταν το πέρασμα της κυριαρχίας των βαλκάνιων από τη οθωμανική στη δυτική σφαίρα επιρροής. 

Το δίλημμα είναι λοιπόν πλαστό καθώς η σύγχρονη Δύση είναι εξ ορισμού αδύνατον να νοηθεί χωρίς την ελληνικότητα και η εν λόγω ελληνικότητα δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο συνδεδεμένη οργανικά με τη Δύση. Η ρήξη με τη Δύση μπορεί να υπάρχει μόνο ως ρήξη με την ελληνικότητα και αν κάποιοι προσδοκούν την επανένωση με εκείνες τις κοινωνικές συνδηλώσεις που απορρέουν από μια γηγενή (μη δυτική) παράδοση ή από τα περιεχόμενα μιας αρχαιότητας που συστηματικά έχουν αποκρύβει από τον διαφωτιστικό οδοστρωτήρα, δεν έχουν άλλο δρόμο από την κατά μέτωπο αντιπαράθεση στις κεντρικές φαντασιακές σημασίες τις νεοελληνικής ταυτότητας.

Δεν έχουμε, φυσικά, την αφέλεια να πιστεύουμε πως μια τέτοια στρατηγική θα είχε σήμερα το οποιοδήποτε νόημα. Ακριβώς γιατί τα πολυθρύλητα περιεχόμενα, αν κάποτε είχαν μια κάποια αξία ως κοινωνικές αναμνήσεις θεσμικών και αισθητικών βιωμάτων που πετσοκόφτηκαν βάναυσα από το εκσυγχρονιστικό και κεντροποιητικό πρόγραμμα των ελληνικών κυβερνήσεων (τέτοια, ας πούμε, θα μπορούσαν να είναι: οι αυτόνομοι θεσμοί αυτοδιοίκησης στη οθωμανική βαλκανική, το παγανιστικό θρησκευτικό υπόστρωμα της αγροτικής εθιμικότητας και του νόμου που τη συνοδεύει, οι κοινωτιστικές παραδώσεις κολεκτιβιστικής αυτοδιαχείρισης που συνυπήρχαν παράλληλα και για αιώνες με τη φεουδαρχική συνθήκη, η απουσία περιφράξεων της γης –καθεστώς που συναντάτε στα Βαλκάνια έως  και τις αρχές του 20ού αιώνα, οι θεσμοί μη αγοραίων ανταλλαγών κ.α.), σήμερα δεν απαντώνται παρά μόνο στα ως χαραγματιές στα ιδιάζοντα ιδιοσυγρασιακά χαρακτηριστικά των κοινωνικών χαρακτηροδομών –σχεδόν πάντα με στρεβλούς τονισμούς– που υπομνήουν μια δήθεν νεοελληνική διαφορετικότητα που ανθίσταται στον “πολιτισμικό εξωμοιωτισμό της αγοραίας παγκοσμιοποίησης”. Ο λόγος για τον οποίο κάνουμε αυτές τις επισημάνσεις είναι για να καταδείξουμε το κίβδηλο μιας εθνικιστικής αναβίωσης στο όνομα της αυθεντικής ελληνικότητας που επειδή ταυτίζεται περιεχομενικά με τον αντίπαλό της εγγυμονεί τις ίδιες τερατογενέσεις. Και γνωρίζουμε πολύ καλά ποια φρικώδη μορφή παίρνουν αυτές...  

Το ψευδοδίπολο συσκοτίστηκε έτι περαιτέρω από την κατ' εξακολούθηση επανάληψή του στο εσωτερικό της εγχώριας αριστεράς, της οποίας η κρίσης ταυτότητας – προσανατολισμού αντανακλά το αδιέξοδο της νεοελληνικής κατευθυντικότητας, είτε ως μίμηση που αναδιπλασιάζεται στο εσωτερικό της, είτε ως αντανακλαστική αντίδραση που μένει πάντα δέσμια της ιδεολογικής στρέβλωσης των αστικών διλημμάτων. Αφού αρνήθηκε να διανοηθεί –έστω– τη συγκρότηση μιας ταυτότητας έξω από το εθνικό πλαίσιο αναφοράς (κατ' ανάγκην ταξική) έχασε τη μάχη της κοινωνίας πριν καν τη δώσει. Η σημερινή της κυβερνητική καρικατούρα δεν είναι τίποτα παραπάνω από την φαντασμαγορική επιβεβαίωση αυτής της ήττας. 

Αν υποθέσουμε κατ' αρχάς πως η ύφανση του κατακερματισμένου κοινωνικού δεσμού αποτελεί προϋπόθεση κάθε προγράμματος μιας ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας και αν δεχτούμε πως η διαδικασία απαιτεί τη συγκρότηση μιας κάποιας συλλογικής ταυτότητας (ως υπερβατολογικού όρου του νοήματος της ελευθερίας – καθώς καμία ελευθερία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς συλλογικό υποκείμενο) είναι βέβαιο πως αυτή δεν μπορεί να αναζητηθεί σε πλαστές κατασκευές που είναι εξ ορισμού καταδικασμένες να συντριβούν μπροστά στην πραγματικότητα των υλικών αναγκών. Η ύφανση επιβάλει την συστηματική ανάδειξη όλων εκείνων των υποφωτισμένων πτυχώσεων κοινωνικής συντροφικότητας και οριζοντιότητας, την δικτυακή τους ανατοτροφοδότηση με τελικό στόχο μια νέα κοινωνική αισθητικότητα, ένα νέο ηθικό υποκείμενο, φορέα και προπομπό μιας κοινωνικής αλλαγής.  

Η ανασυγκρότηση ταυτοτήτων στο περιβάλλον της απόλυτης ετερονομίας που επιβάλει το πλαστό δίπολο χαρακτηρίζει σήμερα το συλλογικό αδιέξοδο της παρούσας κοινωνίας. Ματαίως λοιπόν ο αγανακτισμένος “αντιστασιακός” επιχειρεί να αντιτάξει μια κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα στην δυτική κηδεμονία. Όσο η αντίσταση αφήνεται στους κατ επάγγελμα παραχαράκτες μιας παραχάραξης είναι καταδικασμένη να υποστρέψει, τρώγοντας τις σάρκες της ίδιας της κοινωνίας ως τον οριστικό αφανισμό της.

Άγριες φράουλες


Α) Πριν από αρκετά χρόνια, θάτανε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, σ’ ένα Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (Κακουργιοδικείο) ενός νησιωτικού Πρωτοδικείου, συνέβη τ’ ακόλουθο γεγονός: δικάζονταν κάποιος που, επί σειρά ετών, βίαζε την ανήλικη εξ αίματος θυγατέρα του. Οι κατηγορίες που τον βάρυναν ήσαν βιασμός, αποπλάνηση ανήλικης και αιμομειξία, σε  αληθή κατ’ ιδέαν συρροή, κατ’ εξακολούθηση και, φυσικά, σε βαθμό κακουργήματος. (Παρόμοια εγκληματική συμπεριφορά σε μερικά νησιά εμφανίζεται, κατά καιρούς). Τα υπερασπιστικά μέσα του κατηγορουμένου ήσαν πενιχρά, η ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας ήταν πρόδηλη. Τότε, λίγο πριν την απολογία του κατηγορουμένου, ο υπερασπιστής δικηγόρος του τελευταίου προσκόμισε στο δικαστήριο, κρατώντας την αναπεπταμένην, δίκην αναντίλεκτης Υπερκόσμιας Επιταγής, μιαν υπηρεσιακή βεβαίωση του ιερέα της ενορίας του κατηγορουμένου στην οποία βεβαιωνότανε πως ο κατηγορούμενος ήταν καλός ορθόδοξος χριστιανός, εκκλησιαζότανε καθ’ εκάστην Κυριακήν και εκτελούσε προσηκόντως άπαντα τα υπό της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επιβαλλόμενα χριστιανικά του καθήκοντα! Το κλίμα της δίκης άλλαξε ευθύς αμέσως, βελτιώθηκε σημαντικά υπέρ του κατηγορουμένου ενώ, ταυτοχρόνως, η κατάθεση της μαρτυρικής θυγατέρας του άρχισε να καλύπτεται από μιαν αδιόρατη μεν, αλλά πάντως αισθητή, λαμπυρίζουσα αχλύν αμφιβολίας. Και ευλόγως: η αναβάθμιση ενός νικητή συνεπάγεται αναπόφευκτα την υποβάθμιση ενός ηττημένου! Όσοι σπεύσουν να χαρακτηρίσουν το πιο πάνω ιστορικό παράδειγμά μας ως σύμπτωμα παραληρητικής φρενοπάθειας και αυτόδηλης νομικής ανεπάρκειας του συγκεκριμένου υπερασπιστή δικηγόρου, εκφέρουν λόγο επιπόλαιο και αβασάνιστο. Περιοριζόμαστε στο να αναφέρουμε τούτο το εξόχως σημαντικό: στην μεγάλη πλειοψηφία των δικών με κατηγορουμένους αποπλανητές ανηλίκων (παιδόφιλους), παρόμοιας φύσης «υπερασπιστικά», «αποδεικτικά» μέσα είναι συνηθέστατα.

«Αντιλαϊκισμός», το ανώτατο στάδιο του λαϊκισμού

«Ο προοδευτικός είναι εκείνος που κάνει τα πιο “εξτρεμιστικά” (φιλελεύθερα) πράγματα με το μειλίχιο και γλυκανάλατο τρόπο μιας μπαλάντας του Έλτον Τζον…» 
Νικόλας Σεβαστάκης



Τελευταία, και ιδίως μετά το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης, έχει αρχίσει να παίρνει όλο και πιο ξεκάθαρη μορφή ένα καινούριο ιδεολογικό ρεύμα προωθούμενο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συνεπικουρούμενο από ένα μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου καθώς και από κάποιους τριτοκοσμικά μοντερνίζοντες λογοτέχνες και «οργανικούς» –ου μην αλλά και «ελευθέρας βοσκής»– διανοούμενους. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ρεύματος είναι μια τάση να αντιμετωπίζεται, αντανακλαστικά σχεδόν, κάθε εκ των κάτω διαμαρτυρία με μια ηθικολογική ρητορεία η οποία, εν ονόματι του πολιτικού ρεαλισμού, της ευθύνης και της ευταξίας, επιθέτει σε κάθε κοινωνική διεκδίκηση, κριτική ή καταγγελία το στίγμα της ανευθυνότητας και του λαϊκισμού.

Μεταφράζοντας τον Νίτσε

 πίνακας του Ζήση Σαρίκα

Η μετάφραση των Απάντων του Νίτσε ολοκληρώθηκε φέτος από τον Ζήση Σαρίκα – από τον ίδιο δηλαδή μεταφραστή, ένα επίτευγμα σπάνιο στις ευρωπαϊκές εκδόσεις του Νίτσε. Η μετάφραση των πρώτων έργων είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 90, και πέρασε από άλλους τρεις εκδότες της Θεσσαλονίκης πριν βρει την οριστική της μορφή στις εκδόσεις «Πανοπτικόν». Με τις διαδοχικές επανεκδόσεις δόθηκε στον μεταφραστή η δυνατότητα να επανεξετάσει και να βελτιώσει τις μεταφράσεις του, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε πλέον για τελική έκδοση.

Στοιχεία του σύγχρονου (χρηματοπιστωτικού) ολοκληρωτισμού


Μανιφέστο του «Δημοκρατικού» Ολοκληρωτισμού

Κυκλοφορούσε καιρό στο διαδίκτυο· τώρα, μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά (και σχολιασμένο) από τον Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, δημοσιεύεται στο Πανοπτικόν 19. Πρόκειται για το περίφημο κείμενο του στελέχους τού ΟΟΣΑ Christian Morrisson, γραμμένο το 1996, με τίτλο «Οι δυνατότητες πολιτικής πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών». «Μαθήματα κυριαρχίας από τους επιγόνους του Μακιαβέλι», υποτιτλίζει δηκτικά ο μεταφραστής.

Είναι μια σειρά οδηγίες προς κυβερνήσεις, αποκαλυπτικές μέσα στον κυνισμό τους, για το πώς να επιβάλλουν τις «διαρθρωτικές αλλαγές» που απαιτούσε το Σύμφωνο της Ουάσινγκτον – στις «αναπτυσσόμενες χώρες», τότε· σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Πράγμα που μαρτυρεί εύγλωττα, πέραν των άλλων, ότι η «κρίση» του 2008 είναι η κορύφωση μιας κανονικής διαδικασίας η οποία αναπτύσσεται απρόσκοπτα και βάσει κεντρικού σχεδίου από τη δεκαετία του 1980, από την περιφέρεια προς τα κέντρα του πλανήτη. Η διαδικασία για την οποία πρόκειται είναι «απλώς» η αλλαγή μοντέλου τού καπιταλισμού (με έξοδα, εννοείται, των λαών του κόσμου) που εκδιπλώνεται σταθερά στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.