Παραχαράκτες μιας παραχάραξης

Ανήκομεν εις την Δύση ή στους Έλληνες;


Έρμαια λοιπόν ξανά ενός διλήμματος που δεν επιστρέφει σαν φάρσα καθώς ήταν εξ αρχής πλαστό. Το ανυπέρβλητο αδιέξοδο της νεοελληνικής κατευθυντικότητας, που ντύθηκε ανά εποχές ετερόκλητα δίπολα (αγγλόφιλοι – ρωσόφιλοι, βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί), εμφανίζεται ως μια ακόμα άγονη κρίση ταυτότητας. Το διπολικό μοτίβο ανάγεται στο καθρεπτικό ερώτημα: Ανήκομεν εις τη Δύση ή στους Έλληνες; Ταυτολογία ωμή καθώς η περιβόητη ελληνικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ρομαντική κατασκευή της Δύσης, που οικοδομήθηκε ακριβώς όταν οι κινητήριες δυνάμεις της νεαρής αστικής τάξης έψαχναν εκείνους τους νομιμοποιητικούς λόγους για τη μετάβαση από την αρτηριοσκληρωτική φεουδαρχική δεσποτεία σε μια νέα κοινωνική κινητικότητα υπό τους ρυθμούς του laissez-faire. Είναι σήμερα γνωστό σε όλους, παρά τις περί του αντιθέτου κορώνες της κολεγίας των Παρισίων, πως η ελληνικότητα αν και αναφέρεται στην κλασική αρχαιότητα είναι στην πραγματικότητα μια κίβδηλη ανακατασκευή της· ένα οικοδόμημα που κτίστηκε πάνω στις αναγκαιότητες μιας επίπλαστα διαφωτιστικής ορθολογικότητας, που έκοψε και έραψε κατά το δοκούν –εν είδει χοντροκομμένου κολάζ– σχήματα και μορφές εγκαινιάζοντας εκείνο το είδος ανιστορικής αναπαράστασης που αποτέλεσε έκτοτε πρότυπο: το νεοκλασικισμό. Αυτή η ελληνικότητα, μέσω της θεσμικής οικοδόμησης του νεοελληνικού κρατιδίου του οποίο η Δύση πάντοτε έλεγχε απολύτως τους μηχανισμούς, επιβλήθηκε ως ακριβό φράκο στον “ημιάγριο ιθαγενή” που έπρεπε να εκπολιτιστεί. Και ο αυτός εκπολιτισμός, εκτός από ετερόνομος, ήταν με την ουσιαστική έννοια του όρου ιδεολογικός καθώς η αποκαθήλωση της φουστανέλας, που συνδέθηκε με το πρόγραμμα του νεοελληνικού διαφωτισμού, συγκροτούσε απλά μια εικονική χειρονομία. Ο ουσιαστικός στόχος ήταν το πέρασμα της κυριαρχίας των βαλκάνιων από τη οθωμανική στη δυτική σφαίρα επιρροής. 

Το δίλημμα είναι λοιπόν πλαστό καθώς η σύγχρονη Δύση είναι εξ ορισμού αδύνατον να νοηθεί χωρίς την ελληνικότητα και η εν λόγω ελληνικότητα δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο συνδεδεμένη οργανικά με τη Δύση. Η ρήξη με τη Δύση μπορεί να υπάρχει μόνο ως ρήξη με την ελληνικότητα και αν κάποιοι προσδοκούν την επανένωση με εκείνες τις κοινωνικές συνδηλώσεις που απορρέουν από μια γηγενή (μη δυτική) παράδοση ή από τα περιεχόμενα μιας αρχαιότητας που συστηματικά έχουν αποκρύβει από τον διαφωτιστικό οδοστρωτήρα, δεν έχουν άλλο δρόμο από την κατά μέτωπο αντιπαράθεση στις κεντρικές φαντασιακές σημασίες τις νεοελληνικής ταυτότητας.

Δεν έχουμε, φυσικά, την αφέλεια να πιστεύουμε πως μια τέτοια στρατηγική θα είχε σήμερα το οποιοδήποτε νόημα. Ακριβώς γιατί τα πολυθρύλητα περιεχόμενα, αν κάποτε είχαν μια κάποια αξία ως κοινωνικές αναμνήσεις θεσμικών και αισθητικών βιωμάτων που πετσοκόφτηκαν βάναυσα από το εκσυγχρονιστικό και κεντροποιητικό πρόγραμμα των ελληνικών κυβερνήσεων (τέτοια, ας πούμε, θα μπορούσαν να είναι: οι αυτόνομοι θεσμοί αυτοδιοίκησης στη οθωμανική βαλκανική, το παγανιστικό θρησκευτικό υπόστρωμα της αγροτικής εθιμικότητας και του νόμου που τη συνοδεύει, οι κοινωτιστικές παραδώσεις κολεκτιβιστικής αυτοδιαχείρισης που συνυπήρχαν παράλληλα και για αιώνες με τη φεουδαρχική συνθήκη, η απουσία περιφράξεων της γης –καθεστώς που συναντάτε στα Βαλκάνια έως  και τις αρχές του 20ού αιώνα, οι θεσμοί μη αγοραίων ανταλλαγών κ.α.), σήμερα δεν απαντώνται παρά μόνο στα ως χαραγματιές στα ιδιάζοντα ιδιοσυγρασιακά χαρακτηριστικά των κοινωνικών χαρακτηροδομών –σχεδόν πάντα με στρεβλούς τονισμούς– που υπομνήουν μια δήθεν νεοελληνική διαφορετικότητα που ανθίσταται στον “πολιτισμικό εξωμοιωτισμό της αγοραίας παγκοσμιοποίησης”. Ο λόγος για τον οποίο κάνουμε αυτές τις επισημάνσεις είναι για να καταδείξουμε το κίβδηλο μιας εθνικιστικής αναβίωσης στο όνομα της αυθεντικής ελληνικότητας που επειδή ταυτίζεται περιεχομενικά με τον αντίπαλό της εγγυμονεί τις ίδιες τερατογενέσεις. Και γνωρίζουμε πολύ καλά ποια φρικώδη μορφή παίρνουν αυτές...  

Το ψευδοδίπολο συσκοτίστηκε έτι περαιτέρω από την κατ' εξακολούθηση επανάληψή του στο εσωτερικό της εγχώριας αριστεράς, της οποίας η κρίσης ταυτότητας – προσανατολισμού αντανακλά το αδιέξοδο της νεοελληνικής κατευθυντικότητας, είτε ως μίμηση που αναδιπλασιάζεται στο εσωτερικό της, είτε ως αντανακλαστική αντίδραση που μένει πάντα δέσμια της ιδεολογικής στρέβλωσης των αστικών διλημμάτων. Αφού αρνήθηκε να διανοηθεί –έστω– τη συγκρότηση μιας ταυτότητας έξω από το εθνικό πλαίσιο αναφοράς (κατ' ανάγκην ταξική) έχασε τη μάχη της κοινωνίας πριν καν τη δώσει. Η σημερινή της κυβερνητική καρικατούρα δεν είναι τίποτα παραπάνω από την φαντασμαγορική επιβεβαίωση αυτής της ήττας. 

Αν υποθέσουμε κατ' αρχάς πως η ύφανση του κατακερματισμένου κοινωνικού δεσμού αποτελεί προϋπόθεση κάθε προγράμματος μιας ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας και αν δεχτούμε πως η διαδικασία απαιτεί τη συγκρότηση μιας κάποιας συλλογικής ταυτότητας (ως υπερβατολογικού όρου του νοήματος της ελευθερίας – καθώς καμία ελευθερία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς συλλογικό υποκείμενο) είναι βέβαιο πως αυτή δεν μπορεί να αναζητηθεί σε πλαστές κατασκευές που είναι εξ ορισμού καταδικασμένες να συντριβούν μπροστά στην πραγματικότητα των υλικών αναγκών. Η ύφανση επιβάλει την συστηματική ανάδειξη όλων εκείνων των υποφωτισμένων πτυχώσεων κοινωνικής συντροφικότητας και οριζοντιότητας, την δικτυακή τους ανατοτροφοδότηση με τελικό στόχο μια νέα κοινωνική αισθητικότητα, ένα νέο ηθικό υποκείμενο, φορέα και προπομπό μιας κοινωνικής αλλαγής.  

Η ανασυγκρότηση ταυτοτήτων στο περιβάλλον της απόλυτης ετερονομίας που επιβάλει το πλαστό δίπολο χαρακτηρίζει σήμερα το συλλογικό αδιέξοδο της παρούσας κοινωνίας. Ματαίως λοιπόν ο αγανακτισμένος “αντιστασιακός” επιχειρεί να αντιτάξει μια κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα στην δυτική κηδεμονία. Όσο η αντίσταση αφήνεται στους κατ επάγγελμα παραχαράκτες μιας παραχάραξης είναι καταδικασμένη να υποστρέψει, τρώγοντας τις σάρκες της ίδιας της κοινωνίας ως τον οριστικό αφανισμό της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου