Για τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο


Θα μπορούσα να συνυπογράφω το editorial αυτού του τεύχους –γραμμένο, όπως πάντα, από τον Κώστα Δεσποινιάδη– χωρίς να αλλάξω ούτε λέξη. Βλέπετε, για εμάς που εμπνευστήκαμε από τα γραπτά, τις ιδέες αλλά κυρίως την ηθική στάση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου δεν υπάρχουν και πολλά να διαφωνούμε. Ο Λυκιαρδόπουλος είναι για εμένα ένας από τους μεγάλους δασκάλους. Από αυτούς που διαβάζεις ξανά και ξανά όχι μόνο γιατί θέλεις να εντοπίσεις πάλι αυτά που ήδη έχεις δει αλλά για να νιώσεις αυτή την απεριόριστη πνευματική γαλήνη που εμπνέουν τα γραπτά του. Γιατί μέσα στις καταιγίδες και τους ανεμοστρόβιλους, μέσα στις λυσσασμένες θάλασσες και τα απέραντα αδιέξοδα των ωκεανών που βρεθήκαμε, η σκέψη του είναι ένα μικρό αλλά αβύθιστο ιστιοφόρο. 

Eυρωπαϊσμός, η ανίατη αρρώστια των παρασιτικών μεσοστρωμάτων


Έβλεπα πάλι τις προάλλες τον ίδιο εφιάλτη: απόγευμα στην Πλατεία Συντάγματος, ένα πλήθος συνωστισμένων με Lacoste και με iPod και με τα μεγάλου κυβισμού τζιπ αραγμένα στους παραδρόμους, αφρίζοντας έξαλλο με κονκάρδες και πλακάτ ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ, να θερίζεται από οπλοπολυβόλα στηριγμένα στα μπαλκόνια του «Μεγάλη Βρετάνια», όπως εκείνες τις πρώτες ημέρες του Δεκέμβρη του 1944 ένα άλλο, ρακένδυτο πλήθος σωριαζόταν από τις ριπές των Εγγλέζων τού Σκόμπι… Εκείνο που πιο πολύ με τρόμαξε, ήτανε η άγρια χαρά που ένιωσα στην εικόνα τόσου αίματος, λες κι ένα αρχαϊκό, βαθιά καταχωνιασμένο ένστικτο εκδίκησης ήρθε στην επιφάνεια και βρήκε για πρώτη φορά ικανοποίηση.

«Σχολάζοντες ελευθερίως άμα και σωφρόνως»

    Ένα «σχόλιο» για την «σχολή» και την.. «σχόλη»


Ι
Η ελευθερία από τον μόχθο δεν είναι καινούργια· ανήκε κάποτε στα πιο ακλόνητα προνόμια των ολίγων. Ήδη ο Ησίοδος θεωρούσε τον αλγινόεντα πόνον (την επίπονη εργασία) ως το πρώτο από τα κακά που μάστιζαν τον άνθρωπο (Θεογονία, 226). Γι’ αυτό και όλες οι ευρωπαϊκές λέξεις για την «εργασία» (μόχθο), σημαίνουν πόνο και προσπάθεια.[1] Σαν μπεις «στης ανάγκης τον ζυγό» οι μυλόπετρες της ανάγκης αλέθουν το σώμα σου (και όχι μόνο) αλύπητα και άκαρπα έως θανάτου. Είναι εκείνη η επώδυνη κατάσταση που συνδέεται άρρηκτα με τον ψυχοφθόρο καταναγκασμό που υποχρεώνει το μεγαλύτερο ακόμα τμήμα της ανθρωπότητας να δαπανά τον περισσότερο χρόνο της στο να παράγει τα αναγκαία για την ζωή υλικά αγαθά. Όταν αδυνατείς να ελέγξεις τον χρόνο σου, πολλώ δε μάλλον, την εργασία σου, τότε αυτήν την αδυναμία σου την αισθάνεσαι με την μεγαλύτερη οξύτητα. Πάνω στο κορμί σου και στην ψυχή σου! Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που στον αρχαίο ελληνικό κόσμο είχαν σε πολύ χαμηλή εκτίμηση την μισθωτή εργασία και σε μεγάλην εκτίμηση εκείνους που δεν είχαν ανάγκη να εργαστούν για να συντηρηθούν. Αυτοί ανήκαν στην ιδιοκτήτρια τάξη· ήσαν απαλλαγμένοι από την ανάγκη να παίρνουν μέρος στην διαδικασία της παραγωγής, ήσαν οι «εύποροι», οι «τας ουσίας έχοντες», οι «εσθλοί», οι «καλοί καγαθοί». Για να χαρακτηρίσουν την εν γένει κατάσταση αυτών των ανθρώπων επινόησαν τον όρο «σχολή» που σημαίνει ελεύθερος χρόνος που διατίθεται προκειμένου ο άνθρωπος να απολαύσει την ελευθερία του, να καλλιεργήσει τις τέχνες, τις επιστήμες και το πνεύμα του και να επιδοθεί στην πολιτική, μια και έχει απελευθερωθεί από την εξουσία των αναγκών της ζωής αφού ζει απ’ τα εισοδήματα της περιουσίας του χωρίς να αναγκάζεται να εργάζεται ο ίδιος.[2] Αυτή η έννοια, που αποδίδεται με τον όρο «σχολή», έχει μεγάλη σπουδαιότητα στην σκέψη του Αριστοτέλη ο οποίος διακρίνεται από επικριτική διάθεση έναντι των μισθωτών, των θητών, που, κατά τον Πλάτωνα, είναι οι πωλούντες την χρήση της εργασιακής τους δύναμης. Για τον Αριστοτέλη δεν μπορεί να υπάρχει πολιτισμένος βίος για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν διαθέσιμο χρόνο (σχολήν), που είναι αναγκαίος (αν και, βέβαια, όχι επαρκής) όρος για να γίνει κανείς ενάρετος και άξιος πολίτης. (Οι όροι που χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν ταξικά γνωρίσματα και ιδιότητες, ήσαν ένα αξεδιάλυτο μείγμα κοινωνικού και ηθικού στοιχείου, ένα πολύπλοκο μείγμα κοινωνικο-οικονομικής και ηθικολογικής ορολογίας).[3] Οι άνθρωποι που είχαν στην διάθεσή τους «σχολήν» μπορούσαν, κατά την ωραία και παραστατικήν έκφραση του Αριστοτέλη, «να διάγουν άνετα βίον ελευθέριον και συνάμα με συγκράτηση» («σχολάζοντες ελευθερίως άμα και σωφρόνως»).[4] Μόνο που οι περισσότεροι Έλληνες έδιναν λιγότερη έμφαση στην συγκράτηση την οποία ο Αριστοτέλης και οι ομόφρονές του θεωρούσαν τόσο σπουδαία! Έτσι, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (από τον Πόντο), ένας σύγχρονος του Αριστοτέλη, δήλωνε, στην πραγματεία του Περί ηδονής, ότι η ηδονή και η χλιδή, που ανακουφίζουν και δυναμώνουν το πνεύμα, είναι τα χαρακτηριστικά των ελεύθερων ανθρώπων· η εργασία (το πονείν), απεναντίας, είναι για δούλους και ταπεινούς, των οποίων τα μυαλά ζαρώνουν (συστέλονται) ανάλογα. Οι άνθρωποι αυτοί, οι ελευθερωμένοι από τον μόχθο, από κάθε καταναγκαστική εργασία, εκείνοι οι μακρυμάλληδες –δεν είναι εύκολο για έναν μακρυμάλλη να κάνει δουλειά που ταιριάζει σ’ έναν μισθωτό εργάτη (έργον θητικόν) έλεγε ο Αριστοτέλης– , δημιούργησαν όλη την ελληνική τέχνη και λογοτεχνία, την επιστήμη και την φιλοσοφία, και εκάλυψαν, σε μεγάλην αναλογία, τις ανάγκες σε άνδρες των στρατών που νίκησαν τους Πέρσες στην ξηρά, στον Μαραθώνα το 490 και στις Πλαταιές το 479 π.Χ! Όλοι αυτοί ήσαν κυριολεκτικά παράσιτα άλλων ανθρώπων, πρωτίστως των δούλων τους και οι περισσότεροι εξ αυτών δεν ήσαν οπαδοί της δημοκρατίας, την οποία επινόησε η αρχαία Ελλάδα και η οποία αποτέλεσε την μεγάλη συνεισφορά της στην πολιτική πρόοδο. Ωστόσο, ΑΥΤΟΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΣΑΝ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΗΓΕΤΕΣ ΤΗΣ! Ότι γνωρίζουμε ως ελληνικό πολιτισμό εκφράστηκε πάνω απ’ όλα μ’ αυτούς και διαμέσου αυτών. Ήσαν εκείνοι που «έφεραν δύο ονόματα» δηλαδή το όνομά τους και το πατρώνυμό τους, οι «χλανίδα φορείν» (χλανίς: λεπτό, μάλλινο πανωφόρι που το φορούσαν από φιλαρέσκεια παρά για προφύλαξη απ’ το κρύο), οι μακρυμάλληδες τεττιγοφόροι (έπιαναν τα μακρυά μαλλιά τους με καλλωπιστικά στηρίγματα που παρίσταναν ΄΄χρυσούς τέττιγες΄΄ δηλαδή «χρυσά τζιτζίκια» κι’ όλα αυτά εις ένδειξη της κοινωνικής τους θέσης.[5] Όλοι οι προαναφερόμενοι ανήκαν στους σχολάζοντες δηλαδή στους απαλλαγμένους από την ανάγκη της εργασίας, εν αντιθέσει με τους άσχολους, τους εργαζομένους και μη ευκαιρούντες, οι οποίοι δεν είχαν σχολήν αλλά ασχολίαν. Δεδομένου ότι οι σχολάζοντες είχαν την δυνατότητα της πνευματικής καλλιέργειας η σχολή προσέλαβε την σημασία του ελεύθερου προς πνευματική καλλιέργεια και μάθηση χρόνου, ο δε σχολαστικός ήταν πλέον ο πεπαιδευμένος, ο λόγιος.[6] Μ’ αυτήν την έννοια ο όρος σχολή συνοδεύει τα πρώην χαρακτηριστικά επίθετα που, με τον καιρό, μετεξελίχθηκαν σε αφηρημένα ουσιαστικά και αναφέρονται σε πανεπιστημιακά τμήματα λεγοντας π.χ νομική, φιλοσοφική ή πολυτεχνική σχολή μια και οι φοιτώντες σ’ αυτά επιδίδονται στην πνευματική τους καλλιέργεια.

Παράμονος

ἀμφὶ δέ μιν νὺξ τριστοιχὶ κέχυται
ΗΣΙΟΔΟΣ, Θεογονία


Η τέχνη του Λάγιου ήταν ποίηση στον καιρό του μεταμοντέρνου. Όχι ως μιμητικό είδωλο της ακόμη κυρίαρχης πολιτισμικής δεσπόζουσας, ως πόζα του Τάδε ή του Δείνα, που τόσο μας έχει ταλαιπωρήσει, ούτε ως λογοτεχνικό αντίστοιχο του εν διαρκή ροή απορρητικού παιχνιδίσματος του ακμαίου φιλοσοφικού αποδομισμού. Αλλά ως μια ποιητική, το πεδίο δυνατότητας της οποίας όριζε η σύγχρονή του συνθήκη, η βεβαιότητα μόνο του νυν. Άλλωστε, ο δικός μας ο καιρός καταλογίζει όλα τα πράματα, ευκρινή και αδήλωτα.

Τα καλά και τα κακά νέα

του Anselm Jappe


Σας έχω νέα. Κάποια καλά, κάποια κακά. Τα καλά νέα είναι ότι ο παλιός και γνώριμος εχθρός μας, ο καπιταλισμός, μοιάζει να διέρχεται βαθύτατη κρίση. Τα κακά νέα είναι ότι μέχρι στιγμής καμία μορφή χειραφέτησης δεν φαίνεται πραγματικά πρόσφορη και τίποτε δεν εγγυάται ότι το τέλος του καπιταλισμού θα οδηγήσει σε κάποια καλύτερη κοινωνία. Είναι σαν να διαπιστώνουμε ότι η φυλακή στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί εδώ και καιρό έχει πιάσει φωτιά, οι φύλακες έχουν πανικοβληθεί, αλλά οι πύλες παραμένουν κλειστές.