Για τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο


Θα μπορούσα να συνυπογράφω το editorial αυτού του τεύχους –γραμμένο, όπως πάντα, από τον Κώστα Δεσποινιάδη– χωρίς να αλλάξω ούτε λέξη. Βλέπετε, για εμάς που εμπνευστήκαμε από τα γραπτά, τις ιδέες αλλά κυρίως την ηθική στάση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου δεν υπάρχουν και πολλά να διαφωνούμε. Ο Λυκιαρδόπουλος είναι για εμένα ένας από τους μεγάλους δασκάλους. Από αυτούς που διαβάζεις ξανά και ξανά όχι μόνο γιατί θέλεις να εντοπίσεις πάλι αυτά που ήδη έχεις δει αλλά για να νιώσεις αυτή την απεριόριστη πνευματική γαλήνη που εμπνέουν τα γραπτά του. Γιατί μέσα στις καταιγίδες και τους ανεμοστρόβιλους, μέσα στις λυσσασμένες θάλασσες και τα απέραντα αδιέξοδα των ωκεανών που βρεθήκαμε, η σκέψη του είναι ένα μικρό αλλά αβύθιστο ιστιοφόρο. 

Αποσπώ μόνο ορισμένα χωρία από τα κείμενα:

Ένας παλιός σουφικός θρύλος λέει πως υπάρχουν πάντα στον κόσμο τρεις κρυφοί άγιοι που με την ύπαρξή τους τον κρατούν στην πορεία του. Αν λείψουν, θα βυθιστεί στο χάος. Είναι η μυστική θεωρία του κουτμπ (άξονας) στην αραβική παράδοση. Αν υπάρχει ένας τέτοιος αόρατος άξονας που φυλάει ό,τι εξακολουθητικά λέμε νεοελληνικό πνεύμα από την απόλυτη σήψη, ένας αφανής άτλας που σηκώνει στους λιγνούς ώμους του το βάρος τής σκέψης ενός αιώνα στις άγονες ημέρες μας, θα ήταν ένας άνθρωπος που έχουμε το προνόμιο να βαδίζει ακόμα δίπλα μας, να συνομιλεί μαζί μας, μεταγγίζοντας ακατάπαυστα στη ζωή μας πολύτιμες ποιότητες: θα ήταν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος 

Φώτης Τερζάκης


ο Λυκιαρδόπουλος ακολουθεί τα χνάρια μιας ανανεωμένης παράδοσης, με σταθμούς σε ποιητές που στήριξαν το ποιητικό οικοδόμημα που δεν κατεδαφίστηκε (π.χ. Βάρναλης, Καρυωτάκης), παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες διαφόρων εποχιακών -ισμών, ευκαιριακών επιδιώξεων, βερμπαλιστικών διαθέσεων και άλλων ηχηρών παρομοίων, εχθρός της ασάφειας και των μπιχλιμπιδιών που κρέμονται από τους στίχους κουδουνίζοντας σε κάθε στροφή, τα αντιπαρέρχεται «πηγαίνοντας προς την τιμή και την υπόληψή του». 

Τάσος Πορφύρης


Η ποιητικότητα είναι αυτή που γεννά το ποίημα του Λυκιαρδόπουλου. Η ποιητικότητα είναι η ψυχική αφετηρία του ποιήματος, το ψυχικό του εκ των προτέρων. Το ποίημα πάντα ακολουθεί σαν λαχάνιασμα, είναι εκ των υστέρων, είναι η λογοτεχνική μορφή της ποιητικότητας, και επιπλέον είναι μια γλώσσα αντιληπτή στο μεταίχμιο που εγκαταλείπει τον ήχο της στην ανάγνωση ή στην παρανάγνωση – πράγματι, έχει αυτή την ικανότητα – του αναγνώστη.

Στέφανος Ροζάνης



Η οξυδερκής πολιτική σκέψη τού Λυκιαρδόπουλου και η θεωρητική του συγκρότηση δεν τον οδηγούν ούτε σε έναν εύκολο, κανοναρχούμενο από μια άκριτη εξύμνηση μιας εργαλειακής εκδοχής του Διαφωτισμού, αντι-ανατολισμό ή φιλοδυτικισμό, ούτε στην εμμονική υπεράσπιση εκείνου που αυτή η εργαλειακή εκδοχή σκοτώνει, απομαγεύει, μεταλλάσσει, καταστρέφει ή διαστρέφει. Καμιά νοσταλγία για ένα «οργανικό παρελθόν» και κανένας εύκολος «φίλαθλος» μανιχαϊσμός (βασικό σχεδόν χαρακτηριστικό στην πολιτική σκέψη εκείνης της μεταπολιτευτικής περιόδου) δεν χαρακτηρίζει τη γραφή, καθώς υπερασπίζεται τη νομαδικότητα της κριτικής σκέψης που αναγκαίος όρος ύπαρξής της είναι η a priori καταστατική εναντίωσή της προς το υπάρχον, και η συγκρότησή της ως μια «κακορίζικη, αρνητική, “αρρωστημένη” διάθεση που δεν αφήνει κανέναν αστό στη χώνεψή του, κανένα φασισμό στην ευτυχία του, κανέναν πιστό στην ησυχία του ύπνου του» (σσ. 17-18). Μια κριτική σκέψη που σαφώς δεν έχει πατρίδα και ιθαγένεια, και η ίδια δεν είναι ούτε βόρεια ούτε νότια, ούτε ανατολική ούτε δυτική (για να μας θυμίζουν κάποιοι την αμαρτωλότητά της: «λες κι όλη η ουσία της “δυτικής σκέψης” συμποσούται στο εμπράγματο σκατό της που είναι ο καπιταλισμός» και λες «σαν να ’ταν από κόσμους διαφορετικούς ο Νίτσε και ο Ντοστογιέφσκι, ή σαν να μην ήταν η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης μια ιστορία των αδιεξόδων της»)

Βασίλης Αλεξίου


Απόψε βρέχει
κάποιοι στον κόσμο
κρυώνουν - όπως πάντα
κλείστε τα όλα
τηλεοράσεις, κινητά, διαδίκτυο
τον θόρυβο του κόσμου
και διαβάστε
μόνοι,
παντέρημοι
Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο


Κώστας Δεσποινιάδης


Δεν θα ’ρθούμε. Τα χρόνια τα κύματα μας έβγαλαν αλλού. Το σπαθί βρέθηκε είναι χαρτοκόπτης, το εμβατήριο μακρινό τραγούδι μες στη νύχτα. Εδώ χρειάζονταν ταμπούρλα και αντοχή εδώ χρειάζονταν λαοί ολόκληροι με τα μπράτσα τους και τα κεφάλια τους. Τι να σου κάνει ο φίλος εκείνος που ξεχάσαμε κι ο άλλος που μας ξέχασε ή θα μας ξεχάσει; Τι να σου κάνουνε τα λίγα εκείνα χρόνια που μπορέσαμε να σταθούμε όρθιοι γύρω σε μια ιαχή; Εδώ χρειάζονταν αιώνες καθαρής γεωμετρίας, κανόνες ανοξείδωτοι σε όλους τους καιρούς, κι εμείς δεν είχαμε ούτε δυο στέρεα χρόνια. Μονάχα λέξεις αφήσαμε πίσω μας, λέξεις κλεμμένες από φτωχούς άρρωστους προγόνους που ξεχάσαμε κιόλας τ’ όνομά τους. Δεν θα ’ρθούμε. Πέρασε η πλώρη μας στ’ ανοιχτά του μέλλοντος, η λάμψη του χαράχτηκε για πάντα στα μάτια μας και στα χειρόγραφά μας αθάνατη σαν την πληγή της πρώτης μας αγάπης. 

....


Κάνε τουλάχιστο σωστά τις τελευταίες κινήσεις 
γιατί ο καιρός είναι στη μπάντα μας
κι ο ναύτης που ‘ρχεται να πιάσει το τιμόνι
ανήξερος και φοβισμένος.

Εσύ που ξέρεις πότε θα πνιγούμε 
δείξε του πού πονάει το καράβι
κι άσ’ τον στην τέχνη σου που δεν είναι πια δική σου.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου