Απελευθέρωση από την εργασία!


Ι

Σ’ ένα προγενέστερο άρθρο μας (βλ. Νέα Προοπτική της 24 -10 – 2015 με τίτλο «Σχολάζοντες ελευθερίως άμα και σωφρόνως» - «Ένα ΄΄σχόλιο΄΄ για την ΄΄σχολή΄΄ και την …΄΄σχόλη΄΄») γράφαμε πως η ελευθερία από τον μόχθο ανήκε κάποτε στα πιο ακλόνητα προνόμια των ολίγων, πως εάν αδυνατείς να ελέγξεις τον χρόνο σου, πολλώ δε μάλλον, την εργασία σου, τότε αυτήν την αδυναμία σου την αισθάνεσαι με την μεγαλύτερη οξύτητα και πως, γι’ αυτόν τον λόγο, στον αρχαίο ελληνικό κόσμο είχαν σε πολύ χαμηλή εκτίμηση την μισθωτή εργασία και σε μεγάλην εκτίμηση την κατάσταση εκείνων που δεν είχαν ανάγκη να εργασθούν για να συντηρηθούν. Έτσι, αυτός που κέρδιζε τα προς το ζην με τα δικά του χέρια, καθιστούσε εαυτόν ακατάλληλο ως πρότυπο για τους νεαρούς Ελληνορωμαίους αριστοκράτες, ακόμη κι’ αν επρόκειτο για τον Φειδία ή τον Πολύκλειτο. Στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος επιδεικνύει μια σαφήνεια ανελέητη, ανεπίδεκτη οποιασδήποτε παρεξήγησης: «Κανένας αξιοπρεπής νέος – αναφέρει ο Πλούταρχος – που βλέπει τον Δία της Πίσας ή το Ηραίο του Άργους δεν θα επιθυμήσει εξ αυτού να γίνει Φειδίας ή Απελλής· διότι, ακόμα και όταν ένα έργο τέχνης είναι αποδεκτό και μας ευχαριστεί, δεν συνάγεται επ’ ουδενί ότι αξίζει να ζηλεύουμε και να μιμούμαστε τον δημιουργό του» (παρατίθεται στον ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΡΟΚΕΡ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, εκδόσεις Άρδην, τόμος Δ, σελ. 36-37). Για να γίνουμε ακριβέστεροι και απόλυτα κατανοητοί πρέπει να προσθέσουμε και τούτο: Αν ο Φειδίας, ο Πολύκλειτος ή ο Απελλής σμίλευαν ερασιτεχνικά, χάριν προσωπικής ευχαρίστησης, είχαν μεγάλο ιδιωτικό εισόδημα και δεν πληρώνονταν για την καλλιτεχνική εργασία τους, τότε – και μόνον τότε – η ενασχόλησή τους με την τέχνη τους δεν θα εμπεριείχε τίποτε το άξιο περιφρόνησης! (βλ. G.E.M. DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, σελ. 349,350).

Μεταξύ των στοχαστών της εκμεταλλεύτριας τάξης, υπήρχαν κάποιοι ελάχιστοι ¨αιρετικοί¨ που συνιστούσαν με θέρμη στους αριστοκράτες διανοούμενους, όχι μόνο να εποπτεύουν την εργασία στο αγρόκτημά τους αλλά και να εργάζονται με τα δικά τους χέρια, όχι μόνον χάριν άθλησης ή ψυχαγωγίας (όπως συνιστούσαν ο Ξενοφών και ο Κικέρων) αλλά διότι η γη ανταμείβει πολλές φορές τον κόπο που αναλώθηκε σ’ αυτήν και δίνει μεγάλη ποσότητα ειδών πρώτης ανάγκης στον άνθρωπο που έχει διάθεση να την δουλέψει. Και, μάλιστα, «το κάνει αυτό με τέτοιον τρόπο ώστε να διαφυλάξει την αξιοπρέπεια και χωρίς να προσβάλει κανένα» τονίζει ο Μουσώνιος Ρούφος, Ρωμαίος αριστοκράτης και στωικός φιλόσοφος του τέλους του πρώτου αιώνα.  Επίσης, ο Διογένης απ’ τα Οινόανδα της Λυκίας (νοτιοδυτικά της Μικράς Ασίας), εκείνος ο επικούρειος φιλόσοφος με την μακροσκελή πέτρινη επιγραφή που έστησε στην γενέτειρά του γύρω στο 200 μ.Χ, περιγράφει έναν μελλοντικό Χρυσούν Αιώνα όπου ο καθένας θα παίρνει μέρος όχι μόνο στην μελέτη της φιλοσοφίας αλλά και σε γεωργικές και ποιμενικές δραστηριότητες (βλ. στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 166-169). Μόνο που οι προαναφερθέντες συναποτελούσαν, λαμπρήν έστω, εξαίρεση. Ο κανόνας συνίστατο στο ότι η καταβολή σωματικής προσπάθειας δεν είχε αξία παρά μόνον στο πλαίσιο αθλητικής άμιλλας ή πολέμου. Ως και οι Πατέρες της εκκλησίας δεν είχαν διαφορετική αντίληψη από τους σύγχρονους του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα και η εργασία παρέμενε γι’ αυτούς κατάρα. (βλ. CLAUDE MOSSÉ, Η εργασία στην Ελλάδα και τη Ρώμη, εκδόσεις Δαίδαλος – Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, σελ. 137). Ακόμη και σ’ ένα απόσπασμα της εβραϊκής γραμματείας (βλ. Εκκλησιαστής λη΄ 24-34) υποστηρίζεται ότι μόνον ο άνθρωπος που έχει ελεύθερο χρόνο μπορεί να «κατακτήσει την σοφία». Λόγια που θα μπορούσαν να ζεστάνουν τις καρδιές του Αριστοτέλη και – προεχόντως – του Πλάτωνα (βλ. G.E.M. DE STE CROIX, στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 512).

Οι Έλληνες της αρχαιότητας είχαν ανακαλύψει και εκείνοι την χρυσή εποχή. Αντί να την προβάλουν όμως στο μέλλον και δη σε κάποιο αενάως μετατιθέμενο μέλλον με όρους τεχνολογικής πλησμονής, όπως κάνουν κάποιοι σύγχρονοί μας, την θρηνούσαν ως ένα παρελθόν που πέρασε ανεπιστρεπτί. Η εργασία τους φαινόταν μια καταδίκη στην οποία δεν αποδιδόταν καμία λυτρωτική αξία. Μόνο που ο σύγχρονος εργάτης και το εργατικό κίνημα εξιδανίκευσε την καταδίκη του αντλώντας από αυτήν «δόξα και υπερηφάνεια» (βλ. CLAUDE MOSSÉ, στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 5 και 6.).

ΙΙ 

Μια φορά κι έναν καιρό, οι αριστεροί και οι ριζοσπάστες συζητούσαν για την απελευθέρωση από την εργασία ή την κατάργησή της. Τώρα, η συζήτηση αφορά την πλήρη απασχόληση και την διαρκή επανεκπαίδευση της εργατικής δύναμης. Σήμερα, η περί σοσιαλισμού συζήτηση, ακόμη και στο πλαίσιο της Αριστεράς, όταν δεν αξιολογείται ως παλιομοδίτικη διασκέδαση ή ως κάτι το ανυπόληπτο, θεωρείται ως κάτι που πρέπει να υποστεί «μιαν αυστηρή βαθμιαία σμίκρυνση, έναν αυτοπεριορισμό». Ο σοσιαλισμός, στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρέπει να αγκαλιάσει «βελτιωτικούς» στόχους και να σπεύσει να «εγκαταλείψει το απραγματοποίητο όνειρο ενός μέλλοντος ολοκληρωτικά απαλλαγμένου από την εκμετάλλευση» (παρατίθεται στο Ράσελ Τζάκομπι, Το τέλος της ουτοπίας, Πολιτική και κουλτουρα σε μια εποχή απάθειας, εκδόσεις Τροπή, σελ. 40). Υπήρξαν αιρετικοί αριστεροί διανοητές σαν τον Πωλ Λαφάργκ και τον Γουίλιαμ Μόρρις, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Ερνστ Μπλοχ που πολέμησαν την ιδέα του μέλλοντος ως βελτιωμένου μοντέλου του παρόντος, όπου η εργασία δεν θα καταργούνταν ή θα ελαχιστοποιούνταν, αλλά απλώς θα αμειβόταν καλύτερα. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Πωλ Λαφάργκ, γαμπρός του Μαρξ, έγραψε το 1883 μια καυστική μικρή διατριβή όπου καταφερόταν εναντίον του φετίχ της εργασίας, «Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά». Ο Λαφάργκ ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο οι οικονομιστές και οι ηθικολόγοι, αλλά και οι σοσιαλιστές και οι εργατιστές, πιστεύουν ότι η περισσότερη εργασία είναι η θεραπεία για τις κοινωνικές και προσωπικές ασθένειες. Η διατριβή του άρχιζε με μιαν παρωδία του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: « Μια παράξενη πλάνη κυριεύει την εργατική τάξη..Αυτή η πλάνη είναι η αγάπη της εργασίας, το παράφορο πάθος για εργασία». Η θρησκεία της εργασίας έχει εξαπλωθεί σε όλη την κοινωνία, ακρωτηριάζοντας και σακατεύοντας τους ανθρώπους, αν και, όπως παρατηρεί ο Λαφάργκ, ενώ οι πλούσιοι κηρύσσουν την εργασία οι ίδιοι διαλέγουν την τεμπελιά. Η εργατική τάξη, όπως απελπισμένα ήλπιζε ο Λαφάργκ, πρέπει να απορρίψει το φετίχ της εργασίας. Πρέπει να απαιτήσει «τα Δικαιώματα της Τεμπελιάς», μειώνοντας την εργασία σε τρεις (3) ώρες και «διαθέτοντας την υπόλοιπη μέρα και νύχτα για τεμπελιά και γλέντι». «Εάν – συνεχίζει – η εργατική τάξη, ξεριζώνοντας από την καρδιά της το ελάττωμα που την διαφεντεύει και ευτελίζει την φύση της, υπήρχε…όχι για να απαιτεί τα Δικαιώματα του Ανθρώπου…όχι για να απαιτεί το Δικαίωμα στην Εργασία που δεν είναι τίποτε άλλο από το δικαίωμα στην μιζέρια, αλλά για να σφυρηλατήσει έναν τολμηρό νόμο που να απαγορεύει σε κάθε άνθρωπο να εργάζεται περισσότερο από τρεις ώρες την ημέρα, η γη, η γριά γη, τρέμοντας από χαρά θα ένοιωθε ένα καινούργιο παγκόσμιο σκίρτημα μέσα της».

Πάνω στο ίδιο ζήτημα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αντιτίθεται σφόδρα στους ορθόδοξους σοσιαλιστές, οι οποίοι «ανέστησαν» την «παλιά προτεσταντική ηθική της εργασίας» και πίστεψαν ότι η εργασία σε εργοστάσιο συνιστούσε «τεχνολογική πρόοδο». Απέναντι σε τέτοιου είδους αντιλήψεις ο Μπένγιαμιν προτίμησε να επιστρέψει στον ουτοπιστή Σαρλ Φουριέ, «του οποίου οι φαντασίες, που τόσο συχνά γελοιοποιήθηκαν αποδείχτηκαν εκπληκτικά λογικές». Στο μέσον της επαναστατικής πλημμυρίδας που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γκέοργκ Λούκατς ανέπτυξε μια θεωρία για την «παλιά και νέα κουλτούρα», ισχυριζόμενος ότι η σοσιαλιστική οικονομία δεν ήταν ο στόχος· ήταν απλώς μια προϋπόθεση  για να προαχθεί  η ανθρωπότητα σε μια νέα και ανθρώπινη κουλτούρα. Οι περισσότεροι ριζοσπάστες δεν κατανοούν ότι η πολιτική εξουσία και η οικονομική αναδιοργάνωση δεν είναι το τέλος όλων, ισχυρίστηκε ο Λούκατς. Ο στόχος δεν είναι μια νέα οικονομική τάξη, αλλά η απελευθέρωση από την έμμονη ιδέα της οικονομίας. (βλ. στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 46-48). Σήμερα, μιλώντας στο ίδιο πνεύμα, θα λέγαμε ότι σοσιαλισμός δεν σημαίνει μάστερ πλαν και συστήματα ενδοεπικοινωνίας, αλλά ελευθερία κι’ ευτυχία του ανθρώπου η οποία και δεν βρίσκεται υποχρεωτικά σε συνάρτηση και, μάλιστα άμεση, με την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας.

ΙΙΙ 

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν εξήντα (60) δημόσιες εορτές και ένας απροσδιόριστος αριθμός αποφράδων ημερών κατά τις οποίες δεν λειτουργούσαν τα δικαστήρια και άλλες δημόσιες υπηρεσίες (βλ. Josiah Ober, Μάζες και Ελίτ στη Δημοκρατική Αθήνα. Ρητορική, Ιδεολογία και η Ισχύς του Λαού, εκδόσεις Πολύτροπον, σελ. 209.). Στην αρχαία Ρώμη οι αποφράδες ημέρες (dies nefasti) ήσαν 109 καθ’ όλο το έτος και ήσαν αφιερωμένες σε μερικούς θεούς ή και στους νεκρούς (Giorgio Agamben, Homo sacer, Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, εκδόσεις SCRIPTA, σελ. 126). Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα υπολογίζεται ότι σπανίως εργαζότανε κανείς περισσότερο από τις μισές ημέρες του έτους. Αριθμούνται 141 αργίες! ( Βίος ανεόρταστος, οδός απανδόχευτος). Η τερατώδης επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας είναι χαρακτηριστικό των απαρχών της βιομηχανικής επανάστασης, όταν οι εργαζόμενοι έπρεπε ν’ ανταγωνιστούν τις νεοεισαχθείσες μηχανές. Προγενέστερα το μήκος της εργάσιμης ημέρας έφτανε τις έντεκα ή δώδεκα ώρες κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα στην Αγγλία και τις δέκα ώρες τον δέκατο έβδομο. (βλ. Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (VITA ACTIVA), εκδόσεις γνώση, σελ. 184 όπου και περαιτέρω παραπομπές). Η άποψη για μικρότερη εργάσιμη ημέρα η οποία, για όσους σκέφτονται το παρελθόν με ορολογία του 19ου  αιώνα, φαίνεται πολύ ριζοσπαστική, δεν φαίνεται και τόσο καινοτόμος, αν την συγκρίνουμε με μια διάταξη του Φερδινάνδου Α΄ για τα αυτοκρατορικά ανθρακωρυχεία, που όριζε την οκτάωρη εργασία για τους ανθρακωρύχους. Και, κατά τον Θόρολντ Ρότζερς, στην Αγγλία του 15ου αιώνα, οι άνδρες δούλευαν σαρανταοχτώ (48) ώρες την εβδομάδα. (βλ. Μαρία-Λουΐζα Μπερνέρι, Περιήγηση στην Ουτοπία, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 58).

Πριν την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης και την ανάδυση του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο χρόνος ήταν κάτι που «περνούσε» ! Η ροή του χρόνου ήταν κάτι που κανείς δεν μπορούσε να ελέγξει, να χρησιμοποιήσει ή να εξοικονομήσει· γι’ αυτό και η βιασύνη εθεωρείτο  αγένεια και πίστευαν ότι συνοδευότανε από διαβολική φιλοδοξία. Σε άμεση συνάρτηση με τέτοιου είδους αντιλήψεις βρισκότανε και η κατά καιρούς χρησιμοποιούμενη «χρονική μονάδα»: Στην Χιλή του 17ου  αιώνα, ό χρόνος μετριότανε σε «Πιστεύω». Έτσι, ο σεισμός του 1647 διήρκεσε «δύο Πιστεύω». Το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης μας δίνει παραδείγματα από την αγγλική ζωή – «όσο ένα Πάτερ Ημών» ή «όσο μια μετάνοια» (1450), ενώ το Νέο Αγγλικό Λεξικό ομιλεί για μιαν κάπως αυθαίρετη χρονική μονάδα … «όσο ένα κατούρημα» (βλ. το αποκαλυπτικό βιβλίο του Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον: Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, εκδόσεις Νησίδες, σελ.9).

Όταν, όμως, έχουμε να κάνουμε με μισθωτούς εργαζομένους, τότε για τον εργοδότη τους ο χρόνος γίνεται χρήμα πράγμα που σημαίνει πως ο εργοδότης πρέπει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο των εργαζομένων του και να προσέχει να μην σπαταλάται. Τώρα, πλέον, ο χρόνος, δεν «περνάει», ο χρόνος «ξοδεύεται». Έτσι παρίσταται ανάγκη  ακριβούς χρονομέτρησης με ρολόγια ακριβείας τους κατασκευαστές των οποίων ευγνωμονούν οι βιομήχανοι βαμβακερών και μάλλινων υφασμάτων τον Φλεβάρη του 1798. Το ρολόι ρύθμιζε τους καινούργιους ρυθμούς της βιομηχανικής ζωής, επιτάχυνε την πρόοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού και κάλυπτε την ανεντιμότητα και την καταπίεση: πήγαινε «μπροστά το πρωί και πίσω το βράδυ» επιμηκύνοντας την εργάσιμη ημέρα. Κανείς εργάτης δεν τολμούσε να φορέσει ρολόι· αν έδειχνε ότι ήξερε από χρονομέτρηση, απολύονταν αμέσως. (βλ. στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 12,14,18,50). Κάθε φορά που οι άνθρωποι ήσαν κύριοι της δραστηριότητάς τους, οργάνωναν τον χρόνο τους ως εναλλαγή σκληρής δουλειάς και απραξίας. Τα επαγγέλματα που δεν γιόρταζαν την «Αγία Δευτέρα» ήσαν ελάχιστα. Ήσαν, σχεδόν άπαντες, γνήσιοι πιστοί και γιόρταζαν με σχολαστικήν ευλάβεια την «Αγία Δευτέρα» που πολύ συχνά συνοδευότανε και από μιαν .. «Αγία Τρίτη». Μια τέτοια πρακτική επέζησε στην Αγγλία μέχρι τον 19ο αιώνα και μέχρι τον 20ο  αιώνα ακόμη (βλ. στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 30,31). Μέσα, όμως, στην διαδικασία της γιγαντιαίας καπιταλιστικής βιομηχανίας, η εργασία έγινε άψυχη, απώλεσε τον χαρακτήρα της δημιουργικής χαράς. Σαφής εκδήλωση αυτής της πορείας κατέστη ο διαβόητος εξορθολογισμός της βιομηχανίας με την βοήθεια του συστήματος Ταίυλορ και της αλυσίδας συναρμολόγησης του συστήματος Φόρντ, το χρονόμετρο και η «επιστημονική διαχείριση», όπως ονόμασαν τον λεπτομερή υπολογισμό κάθε μυικής εργασιακής κίνησης. Ο Φορντ υπήρξε ο επικαρπωτής του συστήματος Ταίυλορ η βασική ιδέα του οποίου συνίστατο εις τούτο: να προσαρμόσει την μηχανή από σάρκα και οστά στον ρυθμό της μηχανής από ατσάλι και σίδερο!

Ο άνθρωπος θυσιάστηκε άνευ ενδοιασμών στην τεχνική, υποβιβάστηκε σε μηχανή, μετατράπηκε σε μηδενικό, σε «παραγωγική δύναμη» στερημένη κάθε ανθρώπινου χαρακτηριστικού, προκειμένου η παραγωγική διαδικασία να λειτουργήσει με τις ελάχιστες δυνατές τριβές και χωρίς εσωτερικά προσκόμματα. Η κατάληξη μιας τέτοιας ανθρωποφθόρας συλλογιστικής και πρακτικής ήταν (και είναι!) να θεωρείται ότι ο άνθρωπος υπάρχει για την παραγωγή και όχι η παραγωγή για τον άνθρωπο. (Ρούντολφ Ρόκερ, στο ίδιο, τόμος Δ΄ σελ. 141-143,281,303,305). Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ Στάλιν θεώρησε τον άνθρωπο ως το «πιο πολύτιμο κεφάλαιο» (βλ. Michael Löwy, Robert Sayre, Εξέγερση και Μελαγχολία, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Β΄ έκδοση, σελ. 307). Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε εργαλειομηχανή (βλ. Michael Löwy, WALTER BENJAMIN: ΠΡΟΜΗΝΥΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Μια ανάγνωση των θέσεων «Για την φιλοσοφία της ιστορίας», εκδόσεις Πλέθρον, σελ. 20). Επρόκειτο για μια ξεκάθαρη καπιταλιστική οπτική γωνία που καθιστούσε την «σοσιαλιστικοποίηση του συστήματος Ταίυλορ» απολύτως ασύμβατη με τον σοσιαλισμό. Η «κριτική» του καπιταλισμού, στην οποία επιδίδονταν ένας τέτοιος «σοσιαλισμός», διαβρωνόταν από την επιδοκιμασία των επιτευγμάτων του. Η κριτική του εμπορίου υπέκυψε (τελικά!) στο εμπόρευμα. Πρέπει να κρατάς σβησμένη την «δάδα της εμπειρίας» για να μην το βλέπεις!

Ο Λένιν είχε περιγράψει το σύστημα Ταίυλορ ως «υποδούλωση του ανθρώπου από την μηχανή» (βλ. Ε.Χ. ΚΑΡΡ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, εκδόσεις Υποδομή, τόμος 2, σελ. 151 με περαιτέρω παραπομπή στα άπαντα του Λένιν). Ενωρίτερα ο Μάρξ είχε πει «ο μισθός με το κομμάτι…η πιο αποτελεσματική μέθοδος μείωσης των μισθών και καπιταλιστικής απάτης, … η μορφή μισθού που βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής». Παρ’ όλα αυτά, και το σύστημα Ταίυλορ και ο μισθός με το κομμάτι εισήχθησαν και επιβλήθηκαν στην νεαρή Σοβιετική Ένωση και ουδέποτε αμφισβητήθηκαν, έκτοτε, στο μέλλον. (βλ. στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 152, 153, 258 με περαιτέρω παραπομπές σε πρωτογενείς πηγές). Ήδη σήμερα στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ και αλλού, το σύστημα Ταίυλορ εφαρμόζεται, ατύπως μεν, ουσιαστικώς δε, όχι μόνο στην εργασία αλλά και στην ζωή στο σύνολό της, στο κάθε βήμα, στην κάθε κίνηση. Αυτή ήταν η, δέουσα άλλωστε, κατάληξη!

ΙV 

O βιομηχανικός καπιταλισμός είναι εκείνος που χάραξε στο ανθρώπινο πνεύμα την εξίσωση: ο χρόνος είναι χρήμα. Γι’ αυτό και μια μορφή εξέγερσης ενάντια στον δυτικό βιομηχανικό πολιτισμό ήταν η ζωή του Bohème που στηριζότανε στον χλευασμό της βιασύνης που συνοδεύει την αξία στην οποία δίνουν στον χρόνο οι καθωσπρέπει άνθρωποι. Ο πουριτανισμός και ο βιομηχανικός καπιταλισμός δημιούργησαν την «ηθική της εργασίας» που έδωσε στον βιομηχανοποιημένο κόσμο την δυνατότητα να ξεπεράσει την σπάνιν του παρελθόντος. Σ’ έναν ήδη αυτοματοποιημένο κόσμο το ερώτημα που πρέπει να τίθεται είναι «τί θα μπορούσαν να κάνουν στην ζωή τους οι άνθρωποι αν τους δινότανε ελεύθερος, μη διευθυνόμενος από άλλους, χρόνος;» Θα εμπιστεύονταν τις πολυμήχανες βιομηχανίες εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου τους, της σχολής τους; Αυτό, πάνω – κάτω, έκανε η φασιστική Ιταλία που ρύθμιζε κανονιστικά όχι μόνο την εθνική εργασία αλλά και το Dopolavoro (χρόνος μετά το πέρας της εργασίας) καθώς και όλη την πνευματική ζωή ( βλ. Giorgio Agamben, στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 192). Θα μετέτρεπαν την σχολή τους σ’ ένα «μαράζωμα οκνηρής απραξίας», άβουλοι τηλεθεατές του τενεκεδένιου υποκατάστατου της δημοκρατίας και της αληθούς λαϊκής συμμετοχής; Μήπως, όμως, θα επιχειρούσαν να ξαναμάθουν ορισμένες λησμονημένες τέχνες του ζην που τις εξεδίωξε η Βιομηχανική Επανάσταση; Πώς να γεμίσουν λ.χ τα κενά των ημερών τους με πιο πλούσιες και πιο χαλαρές προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις· πώς να γκρεμίσουν, εκ νέου, τα εμπόδια που χωρίζουν την εργασία από την ζωή· ίσως, τότε, ανακαλύψουν την ζωή που ξέχασαν. (βλ. στο Ε.Π. ΤΟΜΣΟΝ, στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 64). Μόνο που γι’ αυτό θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν την στενοκέφαλη πολιτική του μαγαζάτορα ο ωφελισμός του οποίου καταβροχθίζει την φαντασία, η κριτική λειτουργία της οποίας έγκειται στο ότι «αρνείται να λησμονήσει τι δύναται να υπάρξει», υπερβαίνει την περιορισμένη πραγματικότητα για να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στις λανθάνουσες δυνατότητες της γι’ αυτό και «κατανοεί την πραγματικότητα πληρέστερα» από τον υλισμό, κατά τον Μαρκούζε. (παρατίθεται στο Ράσελ Τζάκομπι, Το τέλος της Ουτοπίας, σελ. 210). Γι’ αυτό και πρέπει να επανασυνδεθούμε με την σκέψη εκείνων των στοχαστών του παρελθόντος που αγωνίσθηκαν για να «ανθρωπέψει ο άνθρωπος», που «ύψωσαν τις φωνές τους σαν πυρσούς από μακριά και καλώντας από ψηλά σαν από αθέατη βίγλα» μας υπενθυμίζουν διαρκώς ότι χρειάζεται μεν να πατάμε γερά στην γη, αλλά και να ατενίζουμε και τον ορίζοντα· γιατί ο κόσμος μας απογυμνωμένος από προσδοκία, γίνεται ψυχρός και γκρίζος. Κάτι του λείπει!


                                                15 – Ι – 2016

                                               Πέτρος Πέτκας

πρώτη δημοσίευση: Νέα Προοπτική

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου