Ἡ κριτική στάση


Σκεφτόμαστε ἐπειδή βρισκόμαστε σέ πόνο, σέ φόβο, σέ σύγχυση. Μακριά ἀπό τίς ὀλύμπιες κλασικές ἀναπαραστάσεις πού τόν ἤθελαν θεμέλιο καί σκέπη τοῦ κόσμου, κορωνίδα ἑνός ἱεραρχημένου καί έπιβλητικοῦ σύμπαντος, ὁ Λόγος ἴσως νά μήν ἐκφράζει τίποτα περισσότερο ἀπό τήν ἱκανότητα τῆς ζωῆς ν’ ἀνοίγει δρόμους ἐκεῖ ὅπου  ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπειλή τοῦ ἀφανισμοῦ λίγο-λίγο τήν παγιδεύουν, ἐγκλωβίζουν τίς προοπτικές της. Γι' αὐτό, τό ἔργο της μοιάζει μέ τό σισύφειο ἐγχείρημα, γι’ αὐτό καί ἡ φιλοσοφία, ὡς ἔργο ἀνθρώπινο καί ἔργο ἱστορικό, δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ, τελικά, παρά μόνον ἁπό τήν πλευρά τῆς τραγωδίας.

Στά χρόνια τοῦ Διαφωτισμοῦ κριτικός, κριτική ἱκανότητα σήμαινε τή δυνατότητα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης διαπερνώντας ὄλους τούς δεσμούς ὑποταγῆς πρός κάθε εἴδους ἐξουσίες, ἐξουσίες φυσικές καί ἐξουσίες κοινωνικές, νά χειραφετηθεῖ, ἀναγνωρίζοντας τήν «ἀληθινή» της φύση, τίς δυνατότητες καί τα ὅριά της. Πίσω ἀπό τοῦτο τό ἀναμφίβολα ἀλαζονικό ἐγχείρημα πού θά ἄφηνε στό τέλος μετέωρη αὐτήν τή σκέψη, ἀνίκανη νά βρεῖ ἕνα ἔρεισμα ἔξω ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της, κρύβεται ἡ ἀπόγνωση μιᾶς συνείδησης ἔκπτωτης, μιᾶς συνείδησης πού ἀδυνατεῖ πλέον νά κατοικήσει ἕναν κόσμο ἀνθρώπινο καί ὡστόσο ἐχθρικό ἀπέναντι στίς ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Πίσω ἀπό τή ρηξικέλευθη τόλμη τοῦ Διαφωτισμοῦ κρύβεται μιά ἀνθρώπινη στάση βαθειᾶς καί ἀπαρηγόρητης ἀπελπισίας.

Αὐτοῦ τοῦ κόσμου κληρονόμοι σήμερα, τοῦ κόσμου τῶν ἀνταγωνιστικῶν ἰδιωτικῶν συμφερόντων καί τοῦ έξαρτημένου ἀπό μιά τεχνολογία δίχως σκοπό κόσμου, δέν εἴμαστε πλέον σέ θέση νά βροῦμε κατοικία πού θά στεγάσει τά ὄνειρά μας, ὅσα ἡ ἱστορική ζωή φάνηκε γιά μιά στιγμή τουλάχιστον νά μᾶς ὑπόσχεται καί ὅσα δέν εἴμαστε διατεθειμένοι μέ κανένα ἀντάλλαγμα ν’ ἀπαρνηθοῦμε. Ὅταν καί ὅσο ἀρνούμαστε νά συνθηκολογήσουμε μέ μία κοινωνική πραγματικότητα πού ἔχει πλέον τή φύση τῆς πέτρας, ὄταν καί ὅσο ἀρνούμαστε νά νομιμοποιήσουμε μέ τή συμμετοχή μας αὐτό πού ὑπάρχει, ὅσο μποροῦμε ν’ ἀντλοῦμε τήν τελευταία δυνατή χαρά μετασχηματίζοντας τήν ὀδύνη τῆς ματαίωσης σέ μάχιμη σκέψη, σκέψη πού ἐκθεμελιώνει τό ὑπάρχον καί δείχνει ἀνυποχώρητα πρός ἐκεῖνο πού θά μποροῦσε, πού ἀκόμα περιμένει νά ὑπάρξει, ἡ κριτική γίνεται τότε ἡ μοίρα μας – καί αὐτό δέ σημαίνει ἁπλῶς ἕναν τρόπο σκέψης, οὔτε πολύ περισσότερο ἕνα ὕφος ἤ μια τεχνοτροπία, ἀλλά μιά στάση ζωῆς, πού περιέχει ἀσφαλῶς κι ἕναν τρόπο σκέψης. Ἡ κριτική στάση εἷναι ἡ μοίρα ἐκείνου πού λύνει ὅλους τούς δεσμούς καί τίς οἰκειότητες, ἀναλαμβάνει σχεδόν ἀσκητικά τήν ἠθελημένη μοναξιά καί τήν περιπλάνηση ἐπειδή ἀρνεῖται πεισματικά νά ξεχάσει τί εἷναι ἐκεῖνο πού πρέπει νά διασωθεί. Ἡ κριτική εἷναι ἡ στάση τῆς μεγάλης ἄρνησης, εἷναι ἡ μοίρα πού σφραγίζει ἀνεξίτηλα μιά ζωή κάνοντάς την ἀνέστια, ὁδηγώντας την σέ μιάν ἀβάσταχτη, κι ὡστόσο ἀνειλημμένη σά νά πρόκειται γιά γιορτή, ἐξορία· καί ὅμως, λίγο πρίν ἀπό τή βέβαιη ἥ πιθανή συντριβή, μέσα ἁπό τήν ἔσχατη διακινδύνευση καί τήν ἐκούσια θυσία, ἀνταμείβει μέ τήν παράδοξη γαλήνη μιᾶς ζωῆς πού δέν ἀποποιήθηκε τό νόημά της καί μέ τήν ὑπόσχεση μιᾶς ἐκστατικῆς συμφιλίωσης μέ ὅ,τι πολύτιμο καί βαθύ δέν μπόρεσε ἐπίσης νά βρεῖ μέσα στήν ὑπάρχουσα ἱστορική στιγμή δικαίωση καί κατοικία. Στά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἀντοχῆς, ἡ κριτική στάση εἶναι ἡ μόνη πού διαφυλάσσει τήν παράδοξη ἕνωση τοῦ ἀκραίου ἀσκητισμοῦ καί τῆς ὀργιαστικῆς ἐπανεύρεσης τοῦ κόσμου.

Στήν πιό ἐκλαϊκευμένη σήμερα σημασία της, ἡ ἔννοια τῆς κριτικῆς ἔχει φτάσει νά σημαίνει τή μεσιτευμένη ἀπό τή βιομηχανία κουλτούρας ἐπαγγελματική δραστηριότητα τοῦ τεχνοκριτικοῦ. Ἡ σημασία της ὅμως αὐτή, ὡς προσδεμένης στήν καλλιτεχνική δημιουργία θεωρητικῆς δραστηριότητας, ὅταν ἀρνεῖται νά ξεπέσει στόν κομφορμισμό ἑνός στείρου ἐπαγγελματισμοῦ, ἀντλεῖται ἀπό τήν πρόθεσή της νά μεσολαβήσει κοινωνικά τό ἔργο, πράγμα πού θά τήν ὑποχρεώσει, ἀργά ἤ γρήγορα, σέ μιά δεσμευτική ἐπιλογή: στήν ἀμυντική ὑπεράσπιση αὐτοῦ πού ὑπάρχει καί κωδικοποιεῖται στά πλέον τυπικά μορφικά στοιχεῖα τοῦ ἔργου, ἤ, ἀντίθετα, στή μαχητική ἀνάδειξη τοῦ οὐτοπικοῦ στοιχείου, ἐκείνων τῶν ριζικά καινούργιων φαντασιακῶν σημασιῶν πού κάθε ἀληθινό ἔργο φέρνει στόν κόσμο φανερώνοντας τήν ἀγεφύρωτη ἀντίθεση μεταξύ ἀλήθειας καί πραγματικότητας.


Στήν βαθύτερη σημασία της ἡ ἔννοια τῆς κριτικῆς παραμένει ἀκόμα συνδεδεμένη μέ τό πρόγραμμα τοῦ Διαφωτισμοῦ καί μέ τή θεωρητική κληρονομιά του. Πασχίζοντας αὐτός νά βρεῖ ἕνα πέρασμα ἐκεῖ ὅπου ὅλοι οἱ δρόμοι ἔμοιζαν παγιδευμένοι, ἔκοψε ἀποφασιστικά ἕνα διπλό δεσμό: ὄχι μόνον ἀντιτέθηκε σέ ὑπάρχουσες μορφές κοινωνικῆς ὀργάνωσης καί σέ κοινωνικῆς προελεύσεως ἐξουσίες, ἀλλά ἐπίσης καί σέ ὅ,τι ἕφερε τό ἔμβλημα τοῦ φυσικοῦ καί τῆς φύσης πού στά μάτια του φάνηκε ὡς μία ἀλλη μορφή καταναγκασμοῦ καί ἐξουσίας. Ἔτσι ὁ Διαφωτισμός παγιδεύτηκε καί ὁ ἴδιος μετασχηματιζόμενος σέ στείρα αὐτοανασκόπηση μιᾶς χωρίς ἀναφορικό λογικότητας· οἱ τελευταῖοι του ἐπίγονοι, κομφορμιστές πανεπιστημιακοί ἐξαρτημένοι ἀπό τίς σημερινές μορφές κράτους, διακηρύσσουν μέ τήν ἴδια τους τή μορφή ὕπαρξης τήν τραγική του χρεωκοπία. Ἡ ἔννοια τῆς κριτικῆς πρέπει σήμερα νά μετασχηματιστεῖ: βιωμένη ὡς δραματική καί θαρραλέα ἀνθρώπινη στάση θά βρεῖ τό μοναδικό σύμμαχο στήν ἑλπίδα μιᾶς ἀνάκτησης τοῦ φυσικοῦ δεσμοῦ ἐνάντια στίς θεσμοποιημένες ἐργαλειακές κοινωνικές πρακτικές, ἐνάντια στό φετιχισμό τοῦ θεσμικοῦ ἀλλά καί στήν κουλτούρα τῆς ἀγορᾶς καί τῶν ἀνταγωνιστικών ἰδιωτικῶν συμφερόντων. Ἡ φιλοσοφία ὡς κριτική ὀφείλει νά ἀξιώσει νά γίνει ἡ φωνή τῶν πραγμάτων· ἡ ἀποφασισμένη μοναχικότητα τῆς κριτικῆς στάσης θα βρεῖ τή δικαίωσή της ὡς ἀδιάρρηκτη συμμαχία μέ τόν πάσχοντα Κόσμο. 

Φώτης Τερζάκης

Το νεανικό αυτό κείμενο του Φώτη Τερζάκη δημοσιεύτηκε το 1989 στο περιοδικό Σημειώσεις και αναδημοσιεύτηκε το 2015 στο πρώτο τεύχος του Σκαντζόχοιρου. 

Αναζητώντας τον χαμένο μύθο…


Τέλη του 19ου αιώνα ο μεγάλος Πατρινός καραγκιοζοπαίκτης Μίμαρος εμπνεύστηκε τη φιγούρα του Σιορ Διονυσίου. Ο τύπος του Σιορ Διονυσίου έγινε ασμένως δεκτός από το κοινό του Θεάτρου Σκιών – ένα θέατρο που, κατά τους ειδικούς, στην Πάτρα ανανεώθηκε αποκτώντας χαρακτηριστικά αθηναϊκών επιθεωρήσεων. Δεν ήταν τυχαίο που ο Σιορ Διονύσιος ως χαρακτήρας δημιουργήθηκε από Πατρινό καραγκιοζοπαίκτη. Στην Πάτρα ζούσαν πολλοί Ζακυνθινοί που ξεχώριζαν από την ιδιάζουσα προφορά τους και τα χαριτωμένα τερτίπια τους. Αλλά δεν ήταν αυτό το κυριότερο. Ο Σιορ Διονύσιος είναι ο πλέον Ευρωπαίος του Θιάσου Σκιών και η Πάτρα τότε ήταν και εθεωρείτο από τους Πατρινούς ότι ήταν η πλέον ευρωπαϊκή πόλη της μικρής Ελλάδος. Ήταν η πύλη προς τη Δύση.

Τα κεραμίδια στάζουν (απόσπασμα)


Είναι πολύ εύκολο, ξέρεις, και αφάνταστα ανακουφιστικό, να εκχωρείσαι, να απαλλάσσεσαι από πάσαν ατομικήν ευθύνην. Κι εδώ που τα λέμε, τα αδιέξοδα όπου μας οδήγησαν -και που με κομπασμό τα ονομάζουν «πολιτισμό» – οι επιλογές του ανθρώπου, εξαντλούνται ανάμεσα στον αφηρημένο λόγο του αρχηγού, που καλύπτει όλη την τραγικότητα και την κτηνωδία της πραγματικότητας, στη λατρεία των συμβόλων, στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή και στο ζουρλομανδύα… 

Η απόλυτη ταύτιση της εξουσίας -σκοπών, μέσων και μεθόδων- με μοναδικό σκοπό πως θα κατακτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι εξουσίας και περισσότερους οπαδούς, πως θα βάλουν τις «μάζες» να δουλέψουν καλύτερα, κατατρώγωντας τα σωθικά τους και δολοφονώντας τη μήτρα που της γέννησε, είναι η κοινή τους συνισταμένη… 

Ελευθερία και… ασφάλεια !

 (΄΄Υπεράσπιση΄΄ της ελευθερίας δια του ευνουχισμού της! )


Ι
Ο γενικός αστυνομικός διευθυντής της Αττικής με την από 29-1-2016 αστυνομική διάταξή του, απαγόρευσε όλες τις συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθήνας από τις έξι (6) το πρωί του Σαββάτου 30/1/2016 μέχρι τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας με πρόσχημα την «διαφύλαξη  της δημόσιας τάξης» λόγω επαπειλουμένων επεισοδίων με αιτία κι αφορμή την συγκέντρωση φασιστών της Χρυσής Αυγής «για τα Ίμια» και τις συναφείς αντιδράσεις δημοκρατικών πολιτών. Μερικές ημέρες αργότερα, στις 4-2-2016, επικαλούμενη η ΕΛ.ΑΣ την πανελλαδική απεργία, έλαβε δρακόντεια μέτρα «ασφαλείας» αποκλείοντας με «κλούβες» όλους, σχεδόν, τους δρόμους του Αθηναϊκού κέντρου. Σχεδόν, ταυτόχρονα, και μετά την λήξη της απεργίας, η ΕΛ.ΑΣ διενεργούσε σωματικό έλεγχο σε όσους αδιακρίτως τολμούσαν (!) να διανύσουν την οδό Ηρώδου του Αττικού, όπου και η έδρα της κυβέρνησης, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε αξιόποινής ή, έστω, επιλήψιμης συμπεριφοράς τους. Παράλληλα, κατά την διεξαγωγή της «λήψης DNA» από κάποιον Έλληνα πολίτη, βασανίστηκε ο τελευταίος από την ΕΛ.ΑΣ κατά παράβαση ρητής δικονομικής διάταξης. Δηλονότι, αντιμετωπίσθηκε ο «ύποπτος» τέλεσης αξιόποινης πράξης όχι ως ανθρώπινο ον αλλά ως «κονσέρβα αποδεικτικών στοιχείων».

Οι γκρι αποχρώσεις του Μπλε

Η δημοκρατική μας κοινωνία κληρονόμησε την υψηλή τέχνη περασμένων αιώνων, άλλοτε κτήμα ηγεμόνων, κοσμικών ή θρησκευτικών εξουσιών. Ιδιοποιήθηκε τα έργα τέχνης μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα όχι μόνο αισθητικής απόλαυσης, αλλά και γνώσης που – θεωρητικά τουλάχιστον – θα έπρεπε να ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, προάγοντας την κριτική σκέψη και τις συλλογικές αξίες. Τι γίνεται όμως όταν το μουσείο εισβάλλει στο σύγχρονο δημόσιο χώρο, υφαρπάζοντας μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης όχι απλώς ξένες, αλλά απροκάλυπτα εχθρικές απέναντι στην ίδια τη μουσειακή αντίληψη της τέχνης; Δεδομένης μάλιστα της λατρείας του πολιτιστικού θεσμικού οικοδομήματος για οτιδήποτε «ανατρεπτικό» ή «επαναστατικό», υπάρχει σήμερα πραγματικά αντισυστημική τέχνη και ποιος είναι ο ρόλος της; Τι σημαίνει για τη φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης, αλλά και για το ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η καθιέρωση εκθεσιακών πρακτικών όπως η απόσπαση έργων τέχνης από το αρχικό τους πλαίσιο και η εργαλειακή αντιμετώπιση των πολιτιστικών αγαθών; Σε ποιον ανήκουν τελικά τα έργα και ποιος νομιμοποιείται να τα αφαιρέσει; Ή όπως το θέτει ένας αρθρογράφος τηςReppublica «Το copyright προστατεύει ακόμα και έργα που πραγματοποιήθηκαν παράνομα; Μα κυρίως η street art παραμένει art και χωρίς street»;

Τέτοια ερωτήματα ανακύπτουν εκ νέου με αφορμή την απόφαση του Ιταλούstreet artist με το ψευδώνυμο «Blu» να καλύψει με γκρι μπογιά όλα τα έργα που δημιούργησε την τελευταία εικοσαετία στη Μπολόνια, αντιδρώντας σε μια πρωτοβουλία «διάσωσης» της τέχνης του δρόμου, πίσω από την οποία ο καλλιτέχνης βλέπει μια απόπειρα αλλοτρίωσής της. Πρόκειται για την έκθεση«Street Art.Banksy & Co. – Η τέχνη στον αστικό χώρο», που εγκαινιάστηκε στις 18 Μαρτίου στο Palazzo Pepoli, όπου παρουσιάζεται πλήθος αποτοιχισμένων έργων, με διακηρυγμένο στόχο τη διάσωση τους από υπό κατεδάφιση κτίρια, δια της μετατροπής τους σε μουσειακά εκθέματα. Η έκθεση διοργανώνεται από το ίδρυμα «Genus Bononiae. Musei nella Città», με πρόεδρο το Fabio Roversi Monaco, πρύτανη του Πανεπιστημίου της Μπολόνια από το 1985 ως το 2000 και ισχυρό στέλεχος σημαντικών καλλιτεχνικών θεσμών της πόλης.