Η «διάκρισις των εξουσιών» και η υπολογισμένη αδιακρισία της Εξουσίας

Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ που δικαίωσε τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς (προστατεύοντας ξανά τα συμφέροντα των αφεντικών τους) αλλά και τα καθημερινά ηθικά λογύδρια περί "διάκρισις των εξουσιών", αναδημοσιεύουμε ένα προ διετίας κείμενο του Πέτρου Πέτκα το οποίο είχε γραφτεί με αφορμή την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού αλλά και τις τότε αποφάσεις του ΣτΕ για την ΕΡΤ. 


Εισαγωγή

Με αιτία κι αφορμή την απεργία πείνας του κρατούμενου κατάδικου Νίκου Ρωμανού, που διεκδικεί εκπαιδευτική άδεια προκειμένου να παρακολουθήσει τα μαθήματα Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην οποία πέτυχε, κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων ενώ ήταν κρατούμενος και την απόρριψη του αιτήματός του απ’ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, ο υπουργός της Δικαιοσύνης και αρεοπαγίτης μέχρι πρότινος, Χαράλαμπος Αθανασίου, απαντώντας σε σχετική ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ είπε, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: « Δηλαδή, τι ζητούν από τους δικαστές; Να παραβιάσουν τον νόμο ή από την πολιτεία να παρέμβει στο έργο της δικαιοσύνης; Και ο Θεός να κατέβαινε, δεν μπορούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα, με βάση το ισχύον καθεστώς».[1] Η πιο πάνω δήλωση του υπουργού της Δικαιοσύνης και πρώην αρεοπαγίτη εμπεριέχει δύο (2) αλληλένδετα συννοούμενα: Οι δικαστές ποτέ δεν παραβιάζουν τον νόμο· τουναντίον, είναι πιστοί εφαρμοστές του και ερμηνευτές του. Και, επί πλέον, η πολιτεία (κυβέρνηση) ποτέ της δεν παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης. Για να καταστήσει δε πειστικότερη και παραστατικότερη την δήλωσή του, επιχειρεί, ρητορική αδεία, να της προσδώσει χαρακτήρα και προέλευση Υπερκόσμιας Επιταγής: «Και ο θεός να κατέβαινε, δεν μπορούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα, με βάση το ισχύον καθεστώς»

Πριν προβούμε σε οποιαδήποτε θεωρητική αξιολόγηση της δήλωσης του υπουργού Αθανασίου, ας διερευνήσουμε, έστω επί τροχάδην, την εμπειρική πραγματικότητα του δικαιοδοτικού έργου των δικαστών και την αντιμετώπισή του εκ μέρους της πολιτείας (κυβέρνησης). Τα ευρήματα αυτής της έρευνας θ’ αποτελέσουν τα πραγματολογικά κρηπιδώματα της όποιας θεωρητικής συλλογιστικής μας.

Α) Οι δικαστές δεν παραβιάζουν τον νόμο!

Πριν από μερικούς μήνες διεξήγετο η δίκη των «πιστολέρος» μπράβων της Μανωλάδας που πυροβολώντας κατ’ επανάληψη τραυμάτισαν δεκάδες αλλοδαπούς εργάτες γης που ΄΄τόλμησαν΄΄ να ζητήσουν τα δεδουλευμένα μεροκάματα τους. Το κακουργιοδικείο (Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο) της Πάτρας τους εκήρυξε αθώους της βασικής κατηγορίας της βαρειάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροήν ύστερα από μια παρωδία δίκης κατά την διεξαγωγή της οποίας οι παθόντες-μάρτυρες κατέστησαν αντικείμενο χλευασμού των παραγόντων της δίκης (Στην πλειοψηφία τους ήσαν απ’ το Μπαγκλαντές, τους απέδωσαν την διαιτητική συνήθεια της κυνοφαγίας και τους ταπείνωσαν φυλετικά και πολιτισμικά). Μόνο που διέλαθε της προσοχής του υπουργείου Δικαιοσύνης η σφαλερότητα της κάταρξης της ποινικής δίκης, η εισαγγελική ποινική δίωξη: Οι πυροβολισμοί των δραστών εναντίον πλήθους ανθρώπων αδιακρίτως («στον σωρό») οίκοθεν προϋποθέτει την ύπαρξη σ’ αυτούς ανθρωποκτόνας πρόθεσης. Αν οι δράστες αυτοί τραυμάτισαν ανθρώπους με τους πυροβολισμούς τους, τότε έπρεπε να διωχθούν και να δικασθούν όχι για τις τετελεσμένες σωματικές βλάβες των θυμάτων τους, αλλά για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή, διότι οι επενεχθείσες σωματικές βλάβες απορροφώνται απ’ την απόπειρα ανθρωποκτονίας η οποία δεν είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος, εν αντιθέσει με τις σωματικές βλάβες. Η νομική συνέπεια της πιο πάνω παράλειψης δεν είναι ασήμαντη: ο δράστης της απόπειρας ανθρωποκτονίας τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 20 χρόνια, ενώ της βαρειάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, μέχρι 10 χρόνια! Εκείνο το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών δεν τιμάει την ελληνική δικαιοσύνη, την λοιδοροί.

Λίγο ενωρίτερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφασή του νομιμοποίησε το κυβερνητικό πραξικόπημα της 11-6-2013 «κλείνοντας» αμετάκλητα την ΕΡΤ διότι, κατά την δικανική του κρίση, το ελληνικό κράτος αφενός μεν, δεν ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί κρατική ραδιοτηλεόραση, αφετέρου δε, εδικαιούτο ν’ απολύσει ομαδικά τις χιλιάδες υπαλλήλους της ΕΡΤ χωρίς τούτο να συνιστά «ομαδική απόλυση» μια και οι απολυθέντες εργάζονταν σε κρατική υπηρεσία που «έκλεισε». Βέβαια, το άρθρο 15 του Συντάγματος, δηλαδή του θεμελιωδέστερου νόμου του κράτους, άλλα ορίζει με ευκρίνεια τέτοια που μας ωθεί να θυμηθούμε το δηκτικό σχόλιο του Γεωργίου Μπαλή, του επιφανέστερου —στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου— νεοέλληνα νομικού μετά τον Βασίλειο Οικονομίδη: «Όπου οι νόμοι ρητώς διακελεύονται, ιδιαίτερη ευελιξία νοημοσύνης προς ανακάλυψιν νέων εννοιών δεν ενδείκνυται»! Οι εισαγγελείς και δικαστές πριν εφαρμόσουν ένα νόμο, τον ερμηνεύουν. Το δίκαιο δεν ισχύει ως αποτυπώνεται στα νομοθετικά κείμενα αλλά όπως ερμηνεύεται, κατά την εφαρμογή του, απ’ τους εισαγγελείς και δικαστές. Και η ερμηνεία αυτή ακολουθεί ορισμένους κανόνες ο πρώτος εκ των οποίων έχει (οφείλει να έχει) αρνητική διατύπωση: ο νόμος δεν αποτελεί λογοτεχνικό κείμενο και ο συντάκτης του δεν δικαιούται να διανθίζει τις διατάξεις του κατά το δοκούν. Εμπεριέχει (οφείλει να εμπεριέχει) «τεχνικούς όρους» αδιαμφισβήτητης σαφήνειας και ανεπίδεκτους παρερμηνείας. Αν η θεμελιώδη αυτή παραδοχή δεσμεύει τον συντάκτη του νόμου (νομοθέτη), τότε δεσμεύει πολλαπλώς και τον ερμηνευτή κι εφαρμοστή του νόμου (δικαστή) που θεσμικώς υπόκειται στο νόμο. Τούτο σημαίνει πως είναι υποχρεωμένος ν’ αποκηρύξει την αειθαλή κατευθυντήρια αρχή του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνα που διαχρονικά διαπερνάει σαν κόκκινη κλωστή κάθε ταξικό δικαιοδοτικό σύστημα και συνίσταται εις τούτο: οι αποφάσεις των δικαστηρίων πρέπει να εκδίδονται με κριτήριο «το καλό του κράτους, την ασφάλεια της κοινότητας και τα άμεσα συμφέροντα της πολιτείας». Η ουσία κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης είναι συγκριτικά ασήμαντη!.[2] Αν την ακολουθήσει, ως συνηθέστατα πράττει τότε το δικαστήριο παύει να είναι δικαιοδοτικό όργανο και αντιστρέφεται σ’ έναν κρατικό μηχανισμό sui generis που «δεν δικάζει, αλλά χτυπάει» (τους πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά εναντιούμενους στην κυρίαρχη κοινωνική τάξη), δεν «δικάζει αλλά διασφαλίζει» τα συμφέροντα της τελευταίας, αυτήν «την αισχρότητα του υπάρχοντος» κατά τον Λούκατς. Απ’ αυτήν την προπαρατεθείσα κατευθυντήρια κικερώνεια αρχή απορρέουν οι «ερμηνευτετικές εκδοχές» των προαναφερθεισών δικαστικών αποφάσεων, απ’ αυτήν την ίδια αρχή απορρέει το πλείστον του δικαιοδοτικού έργου που στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων κατατρύχεται από μιαν εμπρόθετη ταξική μεροληψία. Οι δικαστές, λοιπόν, «δεν παραβιάζουν τον νόμο», απλά, τον εφαρμόζουν ερμηνεύοντάς τον και τον ερμηνεύουν εφαρμόζοντάς τον! Μόνο που οι Έλληνες εισαγγελείς και δικαστές δεν ερμηνεύουν και δεν εφαρμόζουν έναν οποιοδήποτε νόμο, αλλά πάντα συγκεκριμένους νόμους μιας συγκεκριμένης έννομης τάξης που θεσμοθετήθηκε απ’ την κοινωνικά κυρίαρχη ταξική βούληση της χώρας μας.

Επομένως, οι εφαρμοστές και ερμηνευτές αυτού του δικαίου, δεν λειτουργούν «εν κενώ», ως φαίνεται να υπολαμβάνει ο υπουργός της Δικαιοσύνης Αθανασίου, αλλά τουναντίον, μέσα στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος με οξύτατες ταξικές αντιθέσεις. Ο Αριστοτέλης ήταν υπέρμαχος της κυριαρχίας του νόμου αλλά αναγκάζεται να παραδεχθεί πως ο νόμος μπορεί να είναι «είτε ολιγαρχικός είτε δημοκρατικός» και, στην συνέχεια, εξηγεί ότι η φύση του νόμου εξαρτάται από τον τύπο του πολιτεύματος μέσα στο οποίο λειτουργεί[3], ο δε Διόδωρος Σικελιώτης εξέφρασε την αξιοσημείωτη γνώμη πως «Είναι ανόητο να κάνουμε νόμους με βάση την ισότητα για όλους, ενώ κάνουμε την διανομή της ιδιοκτησίας άνιση».[4] Τούτο σημαίνει πως ακόμη κι αν οι δικαστές «δεν παραβιάζουν τον νόμο» το δικαιοδοτικό σύστημα της χώρας δεν θα παύσει να φέρει τα ταξικά του πρόσημα και το ταξικό του περιεχόμενο. Κατ’ ακολουθίαν, θα συνεχίσει να έχει τους υπερασπιστές του αλλά και τους συνειδητούς, τους ανυποχώρητους αντιπάλους του που θα είναι ενήμεροι της ταξικότητάς του.

Β) Η Πολιτεία δεν παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης!

Πρέπει να υπογραμμισθεί πως το Σύνταγμα και οι νόμοι της ελληνικής πολιτείας θεσμοθετήθηκαν απ’ την ελληνική αστική τάξη μέσω του πολιτικού-υπηρετικού προσωπικού της τελευταίας. Πίστευε, λοιπόν, δικαίως, πως η προσφυγή της σ’αυτούς τους νόμους δεν θα έθιγε, παρά σπανίως ή ποτέ τα συμφέροντα της. Παρ’όλα αυτά, όμως, ήρθε το επικυρίαρχο της ελληνόφωνης συγκυβέρνησής μας Δ.Ν.Τ (αρχές καλοκαιριού 2014) και με την ανακοίνωση-έκθεσή του για την Ελλάδα, υποδεικνύει τον «κίνδυνο των δικαστικών αποφάσεων για τα μισθολογικά!». Έτσι, οι δικαστικές αποφάσεις που υλοποιούσαν εμπειρικά την «έννομη τάξη» της κυρίαρχης αστικής μας τάξης, από ένα σημείο και πέρα αξιολογούνται ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας που πρέπει να αντιμετωπισθεί απ’ αυτήν την αστική τάξη εχθρικά. Και αμ’ έπος, αμ’ έργον.

Όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας δικαίωσε, παρ’ ελπίδα, αντίστοιχες προσφυγές δικαστικών λειτουργών και ενστόλων, η κυβέρνηση, που «δεν παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης» περιορίστηκε να δηλώσει, με αμίμητο κυνισμό, ότι δεν πρόκειται να εκτελέσει τις αντίστοιχες αποφάσεις του ΣτΕ ειμή μόνον κατά το ήμισυ του επιδικασθέντος ποσού, κατακρατώντας παράνομα το εναπομείναν ποσό «υπέρ του Δημοσίου». Μ’ αυτόν τον τρόπο διατράνωσε ατάραχη την ακόρεστη περιφρόνησή της απέναντι στην, κατά τα άλλα, ιερή «διάκριση των εξουσιών» και στην «δικαστική ανεξαρτησία». Το ότι σύμπασες οι ενώσεις των δικαστικών λειτουργών την κατήγγειλαν με οργισμένη κοινή ανακοίνωσή τους «ότι παραβιάζει απροσχημάτιστα το Σύνταγμα», ότι επιδίδεται σε «κλιμάκωση κατ’ επανάληψη συνταγματικής εκτροπής σε θέματα εφαρμογής δικαστικών αποφάσεων και σεβασμού των θεσμών, με ευρύτατες συνέπειες στην ίδια την αξιοπιστία του πολιτεύματος ως κράτους δικαίου», την αφήνει παγερά αδιάφορη. Η «δικαστική ανεξαρτησία» στον βωμό της οποίας η συγκυβέρνηση θύει τηλεοπτικές εκατόμβες, αντιμετωπίζεται απ’ αυτήν την ίδια ως πτυελοδοχείον της περιφρόνησής της όταν συγκυριακά δεν την εξυπηρετεί.[5]

Η συγκυβέρνησή μας, λαμβάνοντας σοβαρώς υπ’ όψει τον, σπάνιο μεν, υπαρκτό δε, κίνδυνο που εμφιλοχωρεί στις δικαστικές αποφάσεις, αλλά προεχόντως, και την αυστηρή προειδοποίηση του ΔΝΤ την σχετική με τον «κίνδυνο των δικαστικών αποφάσεων» αφενός μεν, εκπαραθύρωσε την δικαιοσύνη, αναλαμβάνοντας η ίδια το δικαιοδοτικό της έργο, αφετέρου δε, μετέθεσε χρονικά την «δικαιοδοτική» της λειτουργία θέτοντας εκποδών και τις εισαγγελικές ποινικές διώξεις και τις δικαστικές αποφάσεις. Πιο συγκεκριμένα: 1) με τον Ν.4254/2014 τροποποίησε το άρθρο 263Α του Ποινικού μας Κώδικα ώστε να απαλείψει τις ποινικές ευθύνες υπαλλήλων ΝΠΙΔ κακουργηματικού χαρακτήρα. Μετά παρέλευση είκοσι (20) ημερών επανέφερε σε ισχύ την καταργηθείσα διάταξη, αλλά οι έννομες συνέπειες της επελθούσας τροποποίησης παραμένουν ακέραιες για το διαμεσολαβήσαν χρονικό διάστημα ως ευνοϊκότερες κατ’ άρθρο 2 του Π.Κ. 2) Με τον Ν.4046/2012 απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη τα μέλη Δ.Σ των Τραπεζών και τα στελέχη ΤτΕ στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων. 3) Με τον Ν.4141/2013 αναστέλλεται η ποινική δίωξη στις διοικήσεις των εταιρειών του Δημοσίου που ιδιωτικοποιούνται, βάσει των δεσμεύσεων του Μνημονίου, για οφειλές προς το Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ασφαλιστικά ταμεία και ΟΤΑ. 4) Με τον Ν.4146/2013 απαλλάσσονται από το αδίκημα της απιστίας, κατά τον Π.Κ, ο πρόεδρος, τα μέλη Δ.Σ και τα στελέχη τραπεζών για την «σύναψη δανείων πάσης φύσεως με ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα του ευρύτερου δημοσίου τομέα», δηλαδή των πολιτικών κομμάτων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, 5) Με τον Ν.4224/2013 απαλλάσσονται από κάθε αστική,ποινική ή διοικητική ευθύνη τα μέλη του ΔΣ της «Λάρκο» σε ότι αφορά την ιδιωτικοποίηση και πώληση περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.[6]

Με την προπεριγραφείσα κατάφωρα αντισυνταγματική μεθόδευση, η κυβέρνηση υποκαθιστά την δικαιοσύνη εκδίδοντας νόμους «φωτογραφίες» που απαλλάσσουν ex tunc (με οπισθενεργόν δύναμιν) αλλά, ενίοτε και για το μέλλον, των ποινικών ευθυνών τους πρόσωπα κρίσιμα για την ευόδωση της πολιτικής της ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που ήδη είχε αρχίσει κατ’ αυτών η δικαστική διερεύνηση της αξιόποινης συμπεριφοράς τους. Το ότι το άρθρο 87 παραγρ. 1 του Συντάγματος ορίζει πως «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» και όχι με νόμους που εκδίδει κατά το δοκούν η κυβέρνηση, είναι... αμελητέα λεπτομέρεια.

Με την προπεριγραφείσα βάναυση αντισυνταγματική εκτροπή, όχι μόνο απαλλάσσονται των ποινικών ευθυνών τους (συνηθέστατα κακουργηματικού χαρακτήρα) τα ενεχόμενα σ’αυτές πρόσωπα, αλλά, επιπροσθέτως, απαλλάσσονται και της προβλεπόμενης δικαστικής διαδικασίας, η οποία μπορεί μεν να οδηγούσε ενίοτε σε αθωωτική απόφαση, αλλά εμπεριέχει, αυτή καθαυτή εν τοις πράγμασιν, έντονο τιμωρητικό χαρακτήρα λόγω του επαχθούς και ψυχοφθόρου χαρακτήρα της.

Εκ των (τηλεγραφικώς) προπαρατεθέντων προκύπτει 1) ότι η κυβέρνηση αφενός μεν, δεν σέβεται την «διάκριση των εξουσιών» αφετέρου δε, παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης. Και το κάνει απροσχημάτιστα και βάναυσα, αδίστακτα και ανέμελα. Και 2) καθίσταται σαφέστερη και τονίζεται η ιστορική διορατικότητα της εκτίμησης του FRANZ NEUMAN σύμφωνα με την οποία «Η διάκριση των εξουσιών μπορεί να προστατεύσει την ελευθερία εάν τις (εξουσίες) ελέγχουν διαφορετικές κοινωνικές  ομάδες. Η διάκριση (των εξουσιών) χάνει την προστατευτική της αξία εάν οι τρεις (3) Εξουσίες ελέγχονται απ’ την ίδια κοινωνική ομάδα»[7]

Γ)  Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου.

Αυτό ορίζει το άρθρο 4 παραγρ. 1 του Συντάγματος. Δεν αποτυπώνονταν, όμως, πάντοτε έτσι τα πράγματα στα νομοθετικά κείμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αρχαία Ρώμη και το δίκαιό της.[8] Την εποχή της αυτοκρατορικής Ρώμης, η επαπειλούμενη απ’ τους ρωμαϊκούς νόμους ποινή, είχε διαφορετική λειτουργία, υφή και αποστολή, ανάλογα με την κοινωνική τάξη του δράστη. Για τους honestiores (ευγενείς) συνηθισμένες ποινές ήσαν η deportatio και η relegatio, δηλαδή δύο (2) είδη εξορίας, η απώλεια δημοσίων αξιωμάτων και οι χρηματικές ποινές. Η επιβολή σ’ αυτούς θανατικής ποινής ήταν σπάνια καθώς και η φυλάκιση ενώ ποτέ δεν επιβαλλόταν summum supplicium (βασανιστικός θάνατος π.χ σταύρωση, κάψιμο ή καταβρόχθιση από θηρία) ή σωματικές ποινές (ευνουχισμός, χειροκοπία κ.λ.π). Στους humiliores (δυσγενείς, ταπεινούς) συνηθισμένες ποινές ήσαν το summum supplicium, το  metallum (ισόβια καταναγκαστικά έργα σε ορυχεία), το opus publicum (εργασία σε δημόσιες υπηρεσίες) και η fustigatio (σωματική ποινή). Τέλος, όταν ο δράστης ήταν δούλος το κράτος δεν έκρινε καν σκόπιμο και αναγκαίο να αυτοδεσμευτεί με ειδική πρόβλεψη ποινής. Αρκούνταν στον αφορισμό «εν τοις εγκλήμασιν πικρότερον οι δούλοι και οι άτιμοι τιμωρούνται» κατά την ελληνική διατύπωση των Βασιλικών. Η ρωμαϊκή άρχουσα τάξη εισήγαγε την ανισότητα της ποινικής μεταχείρισης για το ίδιο έγκλημα, εξαρτώντας την απ’ την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκε ο δράστης: οι honestiores (ευγενείς) ήσαν πολύτιμα κύτταρα της κρατούσας τάξης γι’ αυτό και ο νομοθέτης προσέχει ώστε οι κατ’ αυτών επαπειλούμενες ποινές να μην είναι σκληρές, πολλώ δε μάλλον, εξουθενωτικές. Σε κάθε εγκληματία honestiorem έβλεπε ένα πολύτιμο μέλος της που είχε πρόσκαιρα παρεκτραπεί, σε κάθε humiliorem, ένα περιθωριακό στοιχείο που η παρεκτροπή του – όταν δεν ήταν ελαφρά – το στερούσε πια από κάθε αξίωση μεταχείρισής του ως ανθρώπου γι’ αυτό και το τιμωρούσε με αγριότητα (σταύρωση, ρίψη στα θηρία, βασανισμοί κ.λ.π) ενώ σε κάθε δούλο, έβλεπε έναν επικίνδυνο εχθρό.[9]

Θεωρητικό βάθρο της θεσμοθετημένης και προεκτεθείσας ανισότητας της αρχαίας Ρώμης (αλλά και διαχρονικά) ήταν η θεωρία του Αρχύτα από τον Τάραντα το πρώτο μισό του 4ου  αιώνα π.Χ σχετικά με την αριθμητική και γεωμετρική αναλογία που, στην συνέχεια, μεταφυτεύθηκε, για τις ανάγκες της πολιτικής, στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη και, σε εκχυδαϊσμένη μορφή στον Ισοκράτη. Πρόκειται για ένα νομικό στρατήγημα  που επινοήθηκε για να δοθεί πολιτική εξουσία στους πλουσίους σε αναλογία με τον πλούτο τους και όχι τον αριθμό τους. Η όλη κατασκευή είναι βασικά μια επιτήδεια προσπάθεια αποφυγής μιας τίμιας μαρτυρίας για την πραγματική ολιγαρχική δοξασία ότι «η ανισότητα είναι υπέροχο πράγμα», αντικαθιστώντας την με μια διακήρυξη του τύπου «η ανισότητα είναι η αληθινή ισότητα». Γι’ αυτό και την επιδοκιμάζει ο Κικέρων.[10] {Ο (Μέγας) Ωριγένης το λέει με έμφαση: η πλειονότητα των πτωχών είναι φαυλότατοι τα ήθη. Ο Οβίδιος επαναλαμβάνει το ίδιο ωραιότατα με τρεις μόνο λέξεις: dat census honores δηλαδή «η ιδιοκτησία είναι εκείνη που δίνει υψηλή κοινωνική θέση», ενώ ο Σενέκας βάζει στα χείλη κάποιου ξακουστού ρήτορα την φράση «τίποτα στα ανθρώπινα πράγματα δεν φανερώνει καθαρότερα τις αρετές ενός ανθρώπου απ’ ότι ο πλούτος»[11]}.

Από το πιο πάνω ολιγαρχικό αξίωμα εκκινών ένας Αμερικάνος γερουσιαστής αναφώνησε, με βρεφικήν αμεριμνησία, μέσα στην Γερουσία των Η.Π.Α «Πρέπει να ψηφίσουμε νόμο που να ορίζει ότι κανένας άνθρωπος αξίας εκατό εκατομμυρίων δολλαρίων δεν μπορεί να διωχθεί για αδίκημα»[12]. Έμμεση αλλά σαφής αντανάκλαση του πιο πάνω αξιώματος ανισότητας συνιστά και η πολλαπλή νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης που υποκατέστησε την δικαιοσύνη «αθωώνοντας» σε υποθέσεις μείζονος σημασίας ενεχόμενα πρόσωπα με νόμους – «φωτογραφίες». Απλά, εν αντιθέσει με τον Αμερικάνο γερουσιαστή με τον υπερχειλή κυνισμό, η κυβέρνηση μας διατηρεί ακόμη, έστω και ήδη διάτρητη, την εξωτερική επίφαση πως άπαντες οι πολίτες είναι ίσοι αλλήλοις, ίσοι ενώπιον του νόμου!

Δ)  Περίπτωση του απεργού πείνας – καταδίκου Νίκου Ρωμανού.

Τι αντιπροσωπεύει ο κατάδικος κρατούμενος Νίκος Ρωμανός με την πολυήμερη απεργία πείνας; Καταβλήθηκε προσπάθεια[13] να παρουσιαστεί ως εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου, ισάξιος του κάθε Κασιδιάρη. Ο Νίκος Ρωμανός αυτοπροσδιορίζεται ως αντιεξουσιαστής, αναρχικός επαναστάτης. Ο ίδιος (και οι σύντροφοί του) αμφισβητεί την κρατική έννομη τάξη διότι αυτή συγκροτεί, κατά την άποψή του, ένα σύστημα αξιών που ο ίδιος θεωρεί ως προδοτικό της βαθύτερης φύσης του ανθρώπου γι’ αυτό και θέλει να το ανατρέψει συνολικά προκειμένου να ανθίσει το δικό του αντίμαχο σύστημα αξιών, να «ανθρωπέψει ο άνθρωπος». Οι εγκληματίες του  κοινού ποινικού δικαίου (π.χ κλέφτες, ληστές, βιαστές, δολοφόνοι, πλαστογράφοι κ.λ.π), δεν επιδιώκουν την ανατροπή του υφιστάμενου κρατικού ταξικού συστήματος αξιών· δεν έχουν κατά νουν έναν κόσμο κακοποιών· εκείνο που επιδιώκουν είναι η παρασιτική τους συνύπαρξη στο κορμί του υπάρχοντος «κόσμου», της υφιστάμενης κρατικής-ταξικής έννομης τάξης.[14] Το να παραθεωρούμε κάτι τέτοιο συνιστά κακοπιστία. Η αντίθεσή του στην κρατική-ταξική έννομη τάξη είχε λάβει βίαιες, ένοπλες μορφές γι’αυτό και οι γραβατοφόροι τηλεοπτικοί χαμάληδες και οι «υπηρεσιακοί διανοούμενοι» —αυτοί που παράγουν ιδεολογία για τις ανάγκες της αγοράς— τον αποκαλούν «ληστή με το καλάσνικοφ». Ας υπομνήσουμε τούτο: όταν οι δυνάμεις της κρατικής-ταξικής καταστολής ασκούν βία, και μάλιστα ακαταγώνιστη, αυτό δεν ονομάζεται βία. Όταν οι καταπιεζόμενοι —πρόμαχος των οποίων εμφανίζεται ο Νίκος Ρωμανός— αντιτάξουν πράξεις αυτοάμυνας, τότε η «βία» αυτή θεωρείται έγκλημα και καταστέλεται αμείλικτα! Ίσως να είχε (και να εξακολουθεί να έχει) υπ’ όψει του τα λόγια του Ιησού «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν!» γι’ αυτό και έχει την άποψη ότι το να μην αντιστέκεται κανείς στο κακό, μπορεί να είναι δυνατόν στους ουρανούς, όχι όμως εδώ στην γη, στην πράξη.[15] Επέλεξε την βίαιη αντιπαράθεση προς το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς μη λαμβάνοντας, ενδεχομένως, υπ’ όψει 1)  ότι η βία αποδίδει, αλλ’ αποδίδει αδιακρίτως, κι’ ότι ο εγγενής κίνδυνός της συνίσταται στο ότι τα μέσα συνθλίβουν τον σκοπό.[16] και 2) «η βία, ως μέσο πολιτικού αγώνα, προκαλεί αποκτήνωση, ξυπνά ένστικτα αρπακτικού ζώου και οδηγεί σε ποταπή απώλεια εμπιστοσύνης»[17]. Για τις αξιόποινες πράξεις που του αποδόθηκαν, κρίθηκε, εν μέρει, ένοχος και (και αθώος της «τρομοκρατίας») και του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 15 ετών και 11 μηνών. Τούτο σημαίνει πως η κοινωνική ηθική και νομική απαξία της αδικοπραγίας του, αξιολογήθηκε απ’ την ελληνική δικαιοσύνη που εξήντλησε το τιμωρητικό της δικαίωμα κατ’ αυτού. Τώρα, ήδη είναι κρατούμενος που εκτίει την ποινή του και, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ενδιαφέρει πλέον, αποκλειστικώς και μόνον, η μετεγκληματική του συμπεριφορά εντός της φυλακής και ΟΧΙ η ήδη κριθείσα και αρμοδίως αξιολογηθείσα εγκληματική του δραστηριότητα. Ο Σωφρονιστικός μας Κώδικας (Ν. 2776/1999) στο άρθρο 58 προβλέπει για τον οποιονδήποτε κρατούμενο χορήγηση άδειας υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Δεν αποκλείει τους αντιεξουσιαστές κρατούμενους από το δικαίωμα να λάβουν εκπαιδευτική άδεια. Το νάχουμε υπορρήτως κατά νουν τα αντιεξουσιαστικά φρονήματα του κρατουμένου Νίκου Ρωμανού προκειμένου να του αρνηθούμε την χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας, ισοδυναμεί α) με την άτυπη μεν, ουσιαστική δε, κατάταξή του στους σύγχρονους «humiliores» και β) με απροσχημάτιστη παραβίαση του άρθρου 4 παράγ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 58 του Σωφρονιστικού Κώδικα που επιβάλλουν την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου και την ισότητα των κρατουμένων έναντι του σωφρονιστικού κώδικα! Ως αιτιολογία της απόρριψης του αιτήματός του για χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απ’ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά (και χθές, 9-12-2014) από τον Άρειο Πάγο, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι πέρα από κατάδικος είναι και υπόδικος δυνάμει ενταλμάτων προσωρινής κράτησης του ανακριτή ο οποίος δεν συνήναισεν στην χορήγηση της εκπαιδευτικής άδειας και άρα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του προμνησθέντος άρθρου 58. Μόνο που λησμονήθηκε (;) πως όταν συντρέχουν στο πρόσωπο ενός και του αυτού κρατουμένου οι ιδιότητες του καταδίκου και του υποδίκου, τότε προηγείται η έκτιση της ποινής (καταδίκης) και τα εντάλματα προσωρινής κράτησής του (διωκτικοί του τίτλοι) ΔΕΝ εκτελούνται κι’ αν είχαν αρχίσει εκτελούμενα, η έκτισή τους διακόπτεται με την επιβολή της καταδίκης. Η συντασόμενη στην περίπτωση αυτή, έκθεση φυλάκισης, δυνάμει του, εντάλματος, αυτοπροσδιορίζεται ως «τυπική φυλάκιση». Επομένως, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι παρείλκε η αιτηθείσα γνωμοδότηση του ανακριτή μια και αναφερότανε πρωτίστως σε κατάδικο και όλως τυπικώς σε υπόδικο. {Σε όσους σπεύσουν να χαρακτηρίσουν την πιο πάνω ερμηνευτική μας εκδοχή ως contra legem ερμηνεία, ας τους υπομνήσουμε – τηλεγραφικώς – τ’ ακόλουθα: καίτοι η ληστεία (άρθρο 380 του Ποινικού Κώδικα) δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των εγκλημάτων που αναφέρει ο νομοθέτης του Ν. 1608/1950 «περί καταχραστών του Δημοσίου» και, επομένως νομικά δεν υπάρχει «ληστεία εις βάρος του Δημοσίου», ο Άρειος Πάγος έκρινε (με σειρά αποφάσεων του) ότι ο ληστής του Δημοσίου δεν θα διωχθεί ως κοινός ληστής (καίτοι ετέλεσε ληστεία) αλλά για κλοπή εις βάρος του Δημοσίου και παράνομη βία. (sic!). M’  αυτόν τον τρόπο επαύξησε το αξιόπαινο ερμηνευτικώς! Επίσης, καίτοι στον Ν.1608/1950 ο νομοθέτης δεν αναφέρει το άρθρο 242 του Π.Κ (ψευδής βεβαίωση), ο Άρειος Πάγος το «προσέθεσε» ερμηνευτικώς υποκαθιστώντας τον νομοθέτη και αδιαφορώντας εάν καθιδρύει αξιόποινο ερμηνευτικώς! Πρόκειται για κραυγαλέες περιπτώσεις contra legem ερμηνείας χωρίς ταυτόχρονη παρουσία του Θεού στην γη}.

Εν συμπεράσματι: Ο απηνής διωγμός του εικοσάχρονου κατάδικου Νίκου Ρωμανού απ’ την ελληνική δικαιοσύνη, η τρομακτική αυστηρότητά της έναντι τούτου, εκκινεί απ’ την αντιεξουσιαστική, αταλάντευτη (μέχρι τούδε), στάση του, απ’ τον ανυποχώρητο χλευασμό του απέναντι στο καθεστώς πελατειακής ανάθεσης, καταναλωτικής χαύνωσης και παρακμιακής ιδιώτευσης που κατατρύχει το νεοελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι, απ’ την περιφρονητική απαξιωτική του στάση προς το σύνολο της πολιτικής ζωής μια και, μάλλον, την πολιτική την αντιμετωπίζει ως ρυπαρή κερδοσκοπική δραστηριότητα, απ’ την συνεπή (μέχρι τούδε) εναντίωσή του σ’ όλους τους αστικούς θεσμούς της ταξικής έννομης τάξης. Απέναντι σ’αυτό το τείχος «έννομης αναλγησίας» που τον περιβάλλει ασφυκτικά, απέναντι σ’αυτήν την εφιαλτική κικερώνεια «σωτήρια σκληρότητα», προτάσσει το έσχατο μέσο πάλης που του απέμεινε: την απεργία πείνας! Ο απεργός πείνας Νίκος Ρωμανός προσφεύγει σ’ αυτήν για να σώσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του που θέλει να την ποδοπατήσει η κρατική καταστολή με τις «βρώμικες πατούσες» της, επιθυμεί να σώσει την ψυχή του, να την κρατήσει ολόρθη, να μην την αλώσει η κρατική βία, επιδιώκει να σώσει την ζωή του αναλώνοντας την! Δεν επιθυμεί να την καταστρέψει, δεν αποπειράται να αυτοκτονήσει, δεν διακατέχεται από πεισιθάνατον διάθεσιν. Σε όσους με προσχηματικήν άγνοια και περισσήν ηθικήν εξαχρείωση, υποστηρίζουν πως πρέπει να αντιμετωπισθεί ως αποπειρώμενος να αυτοκτονήσει και γι’ αυτό επιζητούν την αναγκαστική σίτισή του, αδιαφορώντας για το ότι πρόκειται για φρικτό βασανιστήριο που θα επιφέρει τον άμεσο θάνατό του, ας τους υπομνήσουμε πως η αναγκαστική σίτιση ΔΕΝ προβλέπεται στον Σωφρονιστικό μας Κώδικα εν αντιθέσει με τον προϊσχύσαντα του 1967. Αν αυτό το προτείνει εισαγγελέας, οι ενέργειες του οποίου οφείλουν να μην χαρακτηρίζονται από δημοσιογραφική προφάνεια και αβυσσαλέα προχειρότητα, τότε το πράγμα προσλαμβάνει άλλες διαστάσεις που επιβεβαιώνουν τις προεκτεθείσες σκέψεις μας και δικαιολογούν τον εικοσάχρονο, Νίκο Ρωμανό που ετοιμάζεται να πετάξει την ψυχή του στα μούτρα των καταπιεστών του.

                                             10 – ΧΙΙ – 2014
                                            
 Πέτρος Πέτκας


Σημείωση: Πριν από λίγη ώρα η κυβέρνηση, κάτω απ’ την πίεση της κοινής γνώμης, άλλαξε το νομοθετικό πλαίσιο με νομική τροπολογία κι’ έτσι ο πιο πάνω κρατούμενος θα μπορέσει να σπουδάσει

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Ουτοπία 



[1] Βλ. την εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» της 6-12-2014 σελ. 25
[2] ΤΖ.Ε.Μ ΝΤΕ ΣΑΙΝΤ ΚΡΟΥΑ, Ο Ταξικός αγώνας στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, εκδόσεις ΡΑΠΠΑ σελ. 391
[3] ΤΖ.Ε.Μ ΝΤΕ ΣΑΙΝΤ ΚΡΟΥΑ, πιο πάνω, σελ. 111-112
[4] στο ίδιο πιο πάνω σελ. 115
[5] βλ. το άρθρο του Γιώργου Δελαστίκ με τίτλο «Συνταγματική εκτροπή» στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» της 16-11-2014 σελ. 68-69
[6] βλ. την αναφορά προς την Βουλή του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης στο άρθρο του Χάρη Ιωάννου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» της 5-11-2014 σελ. 3, όπου άλλες εννέα (9) απαριθμούμενες παρόμοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες
[7] FRANZ NEUMAN, Η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, εκδόσεις Έρασμος, σελ. 73
[8] Κατά τον E.J Bickermann «Η αξία των αναλογιών δεν είναι αποδεικτική αλλά μόνο διαφωτιστική και, συνακόλουθα, ευρετική. Μπορούν να μας βοηθήσουν να αναγνωρίσουμε πλευρές των γεγονότων οι οποίες διαφορετικά θα έμεναν κρυμμένες από μας» - παρατίθεται απ’ τον ΣΑΙΝΤ ΚΡΟΥΑ, πιο πάνω, σελ. 719.
[9] βλ. Νικολάου Παρασκευόπουλου, Η δικαστική άφεση της ποινής, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 53, 54, 58 με περαιτέρω παραπομπές σε ξένη βιβλιογραφία, ΣΑΙΝΤ ΚΡΟΥΑ, πιο πάνω, σελ. 562, 565, 567 όπου και το παράπονο του σατιρικού ποιητή Ιουβενάλη ότι στην Ρώμη ένας μάρτυρας εκτιμιόταν ανάλογα με τον census του (την περιουσία του) και εκτενή ανάπτυξη του δυαδικού ποινικού συστήματος της Ρώμης). {Προς άρσιν πάσης (εκούσιας;) παρεξήγησης: Για όσο καιρό η πολιτεία, η κυβέρνηση, δεν αγγίζει την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας επ’ ωφελεία της άρχουσας τάξης, μπορούσε να αφήνει τον εαυτό της να γίνεται έρμαιο της σκληρότητάς της και μάλιστα, καμιά φορά, ακόμα και να θυσιάζει κάποιον απ’τους εκπροσώπους αυτής της τάξης (π.χ Τσοχατζόπουλο, Παπαγεωργόπουλο ή κάποιον τραπεζίτη που παρέβλεψε τους κανόνες της «εγκληματικής χειροτεχνίας του είδους» που οι άλλοι ευϋπόληπτοι και πιο επιδέξιοι συνάλδελφοί του τηρούσαν). Αλίμονό της, όμως, αν τολμήσει ν’αγγίξει τα οικονομικά προνόμια της σύνολης άρχουσας τάξης! – παράβ. ΦΡΑΝΤΣ ΟΠΠΕΝΧΑЇΜΕΡ, ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, εκδόσεις Τροπή, 2002, σελ. 121.}
[10] βλ. ΣΑΙΝΤ ΚΡΟΥΑ, πιο πάνω σελ. 512-513
[11] στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 526
[12] παρατίθεται απ’τον Άντον Πάνεκουκ στο μείζον έργο του, Τα Εργατικά Συμβούλια, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, σελ. 167
[13] βλ. την εφημερίδα «Εποχή» της 7-12-2014,σελ. 17 όπου παρατίθενται κριτικά «απόψεις» του Ανδρέα Πετρουλάκη, του Γρηγόρη Ψαριανού και του Στέφανου Κασιμάτη
[14] βλ. Μανόλη Λαμπρίδη, Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του Δικαίου και το συναίσθημα ενοχής, Β΄ έκδοση, εκδόσεις Έρασμος, σελ.53
[15] παράβ. ΕRNST BLOCH, Ουτοπία και Επανάσταση, εκδόσεις Έρασμος, σελ. 31
[16] Βλ. HANNAH ARENDT, Περί βίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 141
[17] Βλ. Βέρα Νικολάγεβνα Φίγκνερ, Νύχτα πάνω απ’ την Ρωσία (Ελευθερία ή Θάνατος), εκδόσεις Υπερσιβηρικός, Δεκέμβρης 2013, σελ. 159 – Πρόκειται για τον πρώτο τόμο των αναμνήσεων της θρυλικής Ρωσίδας Επαναστάτριας που κλείστηκε επί είκοσι χρόνια στην απομόνωση του φρουρίου του Σλούσεμπουργκ-

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου