του Σωτήρη Λυκουργιώτη
Τα ποιήματα αυτά πρωτοδημοσιεύτηκαν στα περιοδικά
Τεφλόν#19 και Μανδραγόρας#58
Γράφω πάνω σε αποκόμματα εισιτηρίων
στις ατέλειωτες ουρές των δημοσίων υπηρεσιών
Στο τέλος ακόμα και ο Λωτ
στην πόλη με τις ολόφωτες οθόνες
τα βήματά του σταθερά προς το γκρεμό
θα συνεχίσουν —γιατί να σταματήσει;
ή ένα πέρασμα πάνω στο χώρισμα των υδάτων
ή μια κραυγή «θάλαττα θάλαττα»
να δέσουμε το βλέμμα μας.
Αύτανδρος χάνεται ο κόσμος
μόνο ως μνήμη μπορεί να σωθεί.
και δε μπορούσε ν΄ αποκοιμηθεί
και ο ύπνος τον βρήκε το πρωί
Ξύπνησε κι είχαν ασπρίσει
εκείνο το βράδυ πέρασε μια εποχή
αρρώστησε; απελύθη; πέθανε;
η δουλειά θα συνεχιστεί κανονικά
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΔΕΝ ΘΑ ‘ΡΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Το καλοκαίρι δεν θα ‘ρχεται για πάντα
υπάρχουν όρια στις επιστροφές του
όπως κι ο ποταμός που χύνεται μέσα απ’ τα μάτια
σου
καταπίνοντας ωκεανούς, υπονομεύοντας θύελλες
Το καλοκαίρι δεν θα ‘ρχεται για πάντα
ούτε ο πόνος με το κλάμα της ζωής
ούτε το άζωτο στις ρίζες των δένδρων…
Όσο υπάρχουν ακόμα σταγόνες στα πρωινά φύλλα
καλό είναι να συλλέγονται
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΤΙ ΝΑ ΓΡΑΦΤΕΙ
δεν πρέπει κάτι να γραφτεί
για τους αποκλεισμένους του έρωτα
σφιχταγκαλιάζοντας το μαξιλάρι
(αφού κανείς δεν είναι εκεί
αρκετά δε βρέξαμε την πένα μας
η συνείδηση είμαι του ύφαλου
Αν ξέραμε πως δεν θα σ' άρεσαν τα ποιήματά μας
Αν ξέραμε πως θα 'φευγες μακριά
Αν ξέραμε το μήκος του ωκεανού
δε θα μπαίναμε ποτέ στη θάλασσα
μπροστά σε μια λευκή σελίδα
την πρώτη μέρα της άνοιξης
τη ρωτούσα ευγενικά αν ήθελε
ο κόσμος θα τελειώσει ξαφνικά
ανάσα σε δυο μέτρα ενός πενταγράμμου
μέσα σε μια φράση που δεν ολοκληρώθηκε
στη μέση μιας λέξης που ξεγέλασε
ο κόσμος θα τελειώσει έτσι απλά
σαν μια σκοπιμότητα χωρίς σκοπό
όσες παγίδες κι αν στήσεις στα πουλιά
που στέκουν στη βιτρίνα του απέναντι μαγαζιού
μάταια περιμένουν τα ζεστά δέρματα των κοριτσιών
να φορεθούν
σήμερα πια οι γάμοι έπαψαν να γίνονται κατά τους
τύπους
δεν είμαστε από στάχτη, χώμα και νερό
απ' το εκμαγείο της απουσίας