Ποίηση και πίστη



Ακινητοποιημένη ανάμεσα στην ωριμότητα και τη σήψη των αντικειμενικών όρων μιας νέας ιστορικής εκκίνησης που θα την ωθούσαν έξω από το φαύλο κύκλο των αλλεπάλληλων αυτοκατοπτρίσεών της, η ποίηση διχάζεται σε δυο αδιέξοδα: Η αποτελεί συνειδητή αμφισβήτηση του εαυτού της, ή, υπερβαίνοντας μηχανικά της «κρίση» της ξανακερδίζει ένα μέρος της λειτουργικότητάς της ανακαλύπτοντας το δόγμα.  

Στην πρώτη περίπτωση η ποίηση αποδέχεται τη μοίρα της και σμιλεύει τη μάταιη αυτογνωσία της πάνω στην επιτάφια πλάκα της. Αποκομμένη από τις τροφοδοτικές πηγές της τρέφεται από την ίδια της τη σάρκα, μηρυκάζει ή παδωδεί τις μνήμες και τις εμπειρίες της — μια φθίνουσα πρόοδος, είδωλο ειδώλου, αυτοσχόλιο και αυτοσαρκασμός.[1]

Τζαζ, η αιώνια μόδα


του Τέοντορ Αντόρνο 
(το κείμενο γράφτηκε το 1953. Στα ελληνικά περιλαμβάνεται στο βιβλίο Τέχνη και μαζική κουλτούρα)




Πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε που ξέσπασε στην Αμερική (1914) ο μεταδοτικός ενθουσιασμός για την τζαζ˙ σ’ όλο το διάστημα η τζαζ διατηρεί τη θέση της ως μαζικό φαινόμενο. Παρά τις δηλώσεις των ιστορικών που την προπαγανδίζουν, η μέθοδός της έχει μείνει ουσιαστικά ανάλλακτη: η προϊστορία της μας φέρνει πίσω σ’ ορισμένα τραγούδια από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, όπως το «Turkey in the Straw» και το «Old Zip Coon». Η τζαζ είναι μια μουσική που αναμειγνύει την πιο στοιχειώδη μελωδική, αρμονική, μετρική και τυπική δομή με τη φαινομενικά διασπαστική αρχή της συγκοπής˙ στην πραγματικότητα, όμως, δεν διαταράσσει ποτέ τη χονδροειδή ενότητα του βασικού ρυθμού, την πανομοιότητα του μέτρου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνέβη τίποτε στην τζαζ. Το μονοχρωματικό πιάνο υποχρεώθηκε να παραδώσει τον κυρίαρχο ρόλο που έπαιζε κατά την περίοδο του ράγκταϊμ σε μικρά σύνολα αποτελούμενα κυρίως από πνευστά όργανα. Η βιαιότητα των πρώτων τζαζ-μπαντ του Νότου και ιδίως της Νέας Ορλεάνης μετριάστηκε με την αύξηση της εμπορευματοποίησης και του ακροατηρίου. Όλες οι προσπάθειες για την επανάκτηση αυτής της αρχικής ζωντάνιας, είτε λέγονται «σουίνγκ» είτε «μπίμποπ», υποκύπτουν στις εμπορικές απαιτήσεις και χάνουν γρήγορα το κεντρί τους. Η αρχή της συγκοπής, που προσέλκυε στην αρχή την προσοχή χάρη στην υπερβολή της, έγινε στο μεταξύ τόσο αυτονόητη που δεν χρειάζεται πια να τονίσει τους αδύναμους χρόνους, όπως κανονικά θα έπρεπε να κάνει. Όποιος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τέτοιους χρόνους σήμερα χαρακτηρίζεται «γελοίος», παλιομοδίτικος, όπως ένα βραδινό φόρεμα του 1927. Το πνεύμα αντιλογίας έχει μετατραπεί σε «ομαλότητα» δεύτερης διαλογής. Η τζαζ-μορφή αντίδρασης έχει κατοχυρωθεί τόσο πολύ, που μια ολόκληρη γενιά νέων ακούει μόνο «συγκοπές», χωρίς να έχει επίγνωση της αρχικής σύγκρουσής τους με το βασικό μέτρο. Ωστόσο, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ακυρώνει το γεγονός ότι η τζαζ έχει μείνει κατά βάση στατική, ούτε λύνει το αίνιγμα που προκύπτει από τη διαπίστωση ότι ο κόσμος δεν βαριέται ποτέ τη μονοτονία της. Ο Winthrop Sargeant, διεθνώς γνωστός σήμερα ως συντάκτης της καλλιτεχνικής στήλης του περιοδικού Λάιφ, έχει γράψει το καλύτερο και το πιο αξιόπιστο βιβλίο πάνω στο θέμα˙ πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια από τότε που έγραψε ότι η τζαζ δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ένα καινούριο μουσικό ιδίωμα αλλά, αντίθετα, ότι είναι, «ακόμη και στις πολυπλοκότερες εκφάνσεις της, μια σειρά από διαρκώς επαναλαμβανόμενες φόρμουλες». Μια τέτοια αμερόληπτη παρατήρηση φαίνεται ότι μπορεί να γίνει μόνο στην Αμερική˙ στην Ευρώπη, όπου η τζαζ δεν έχει γίνει ακόμη ένα καθημερινό φαινόμενο, υπάρχει μια τάση, ιδιαίτερα ανάμεσα σε κείνους τους λάτρες της τζαζ που την έχουν υιοθετήσει ως κοσμοθεώρηση, να την κοιτούν ως διάσπαση της αρχικής, ανεμπόδιστης φύσης, ως θρίαμβο πάνω στη μουχλιασμένη, παραδοσιακή κουλτούρα-μουσείο. Όμως, ακριβώς όπως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη των αφρικανών στοιχείων στην τζαζ, έτσι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και το γεγονός ότι η τελευταία ήταν ενσωματωμένη από την αρχή σ’ ένα άκαμπτο σχήμα, ότι οι ανυπότακτες κινήσεις της συνοδεύονταν από μια τάση τυφλής υπακοής, που την κάνουν να μοιάζει με τον σαδομαζοχιστικό τύπο που έχει περιγράφει από την αναλυτική ψυχολογία με το πρόσωπο που ερεθίζεται με τη μορφή του πατέρα, ενώ κατά βάθος τον θαυμάζει, που προσπαθεί να τον συναγωνιστεί και, παράλληλα, αντλεί ηδονή από την υποταγή του σ’ αυτόν, υποταγή την όποια απεχθάνεται απροκάλυπτα. Αυτή η τάση επιταχύνει την τυποποίηση, την εμπορευματοποίηση και την ακαμψία του μέσου καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι συνέπειες αυτές οφείλονται στην ίδια την τζαζ κι όχι στη μεσολάβηση ενός πρόστυχου επιχειρηματία που εκφαυλίζει τη φωνή της φύσης χτυπώντας την από έξω. Η κακή χρησιμοποίηση της τζαζ δεν οφείλεται σε κάποια εξωτερική συμφορά, όπως υποστηρίζουν με μανία οι καθαρολόγοι υπεραμύντορες της «πραγματικής», «μη παραποιημένης» τζαζ, αλλά στην ίδια την τζαζ. Τα νέγρικα σπιρίτσουαλς, οι πρόδρομοι των μπλουζ, ήταν τραγούδια των δούλων και γι’ αυτό συνδύαζαν το θρήνο της ανελευθερίας με την καταπιεσμένη επιβεβαίωσή της. Επιπλέον, είναι δύσκολο να απομονώσουμε τα αυθεντικά νέγρικα στοιχεία της τζαζ. Το λευκό λούμπεν προλεταριάτο συμμετείχε επίσης στην προϊστορία της, πριν ακόμη προβληθεί αυτή τόσο εντυπωσιακά σε μια κοινωνία που έδειχνε σαν να την περίμενε και που ήταν από πολύ πιο πριν εξοικειωμένη μαζί της, αφού ήξερε το χορό ‘κέικ γουόκ’ και το χορό με κλακέτες.

16 Ποιήματα για την απουσία

του Σωτήρη Λυκουργιώτη


Τα ποιήματα αυτά πρωτοδημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Τεφλόν#19 και Μανδραγόρας#58


ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ

Γράφω πάνω σε αποκόμματα εισιτηρίων
στις ατέλειωτες ουρές των δημοσίων υπηρεσιών
και των ταχυδρομείων

Γράφω στην αναμονή
και εν αναμονή

Για αυτό και μοιάζει
σαν να περιμένω κάτι



ΜΝΗΜΗ

Στο τέλος ακόμα και ο Λωτ
θα κοιτάξει προς τα πίσω
στην πόλη με τις ολόφωτες οθόνες
τα βήματά του σταθερά προς το γκρεμό
θα συνεχίσουν —γιατί να σταματήσει;

Αφού της πορείας αυτής
δεν υπάρχει άλλος δρόμος
καταδικασμένοι εμείς
θυσία γραμμής παραγωγής

χωρίς ανάσταση
ή ένα πέρασμα πάνω στο χώρισμα των υδάτων
ή μια κραυγή «θάλαττα θάλαττα»
χωρίς έστω έναν ορίζοντα
να δέσουμε το βλέμμα μας.

Αύτανδρος χάνεται ο κόσμος
κι οι επιβάτες απαθείς
φωτογραφίζουν το τοπίο.

...

Μόνο ως μνήμη αξίζει
μόνο ως μνήμη μπορεί να σωθεί.



ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ

Εκείνο το βράδυ σκέφτηκε
όλη τη ζωή του
και δε μπορούσε ν΄ αποκοιμηθεί

Εκείνο το βράδυ στέγνωσε
απ΄ το φόβο η ψυχή του
και ο ύπνος τον βρήκε το πρωί

Ξύπνησε κι είχαν ασπρίσει
τα μαλλιά του
εκείνο το βράδυ πέρασε μια εποχή



ΑΥΤΟΣ

Αυτός που χρόνια δούλευε
στο διπλανό γραφείο
σήμερα δεν ήρθε ξαφνικά

αρρώστησε; απελύθη; πέθανε;
μας είναι αδιάφορο
η δουλειά θα συνεχιστεί κανονικά



ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΔΕΝ ΘΑ ‘ΡΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Το καλοκαίρι δεν θα ‘ρχεται για πάντα
υπάρχουν όρια στις επιστροφές του
όπως κι ο ποταμός που χύνεται μέσα απ’ τα μάτια σου
καταπίνοντας ωκεανούς, υπονομεύοντας θύελλες
κάποτε θα σωπάσει

Το καλοκαίρι δεν θα ‘ρχεται για πάντα
ούτε ο πόνος με το κλάμα της ζωής
ούτε το άζωτο στις ρίζες των δένδρων…

Όσο υπάρχουν ακόμα σταγόνες στα πρωινά φύλλα
καλό είναι να συλλέγονται





ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΤΙ ΝΑ ΓΡΑΦΤΕΙ

Και τώρα πείτε μου:
δεν πρέπει κάτι να γραφτεί
για τους αποκλεισμένους του έρωτα
που τα βράδια ξάγρυπνουν
σφιχταγκαλιάζοντας το μαξιλάρι
σφίγγοντας τα δόντια
κλαίγοντας χωρίς δάκρυ

(αφού κανείς δεν είναι εκεί
να τρέξει για αυτόν)

αρκετά δε βρέξαμε την πένα μας
στον ιδρώτα των εραστών;



Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

μη με λυπάσαι
δεν είμαι ναυάγιο

η συνείδηση είμαι του ύφαλου



ΑΝ ΞΕΡΑΜΕ

Αν ξέραμε πως δεν θα σ' άρεσαν τα ποιήματά μας
δε θα γράφαμε ποίημα
Αν ξέραμε πως θα 'φευγες μακριά
δε θα σ' αγαπούσαμε τόσο
Αν ξέραμε το μήκος του ωκεανού
δε θα μπαίναμε ποτέ στη θάλασσα

Αν ξέραμε...
η ζωή θα ήταν λάθος



ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΧΟΥΡΜΑΔΙΑ

θα πεθάνουμε ξαφνικά
ανάμεσα σε αυτήν
και την επόμενη φράση

θα φύγουμε αναίτια
αφήνοντας το ποίημα μας
στη μέση




ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ

Δοκίμασα πολλές φορές
το φόβο
φόβος της πτώσης
του κενού
φόβος της μοναξιάς

Τίποτα όμως σαν
τον πανικό
σε βραδινό δωμάτιο
έρημος και μόνος
αμήχανος
μπροστά σε μια λευκή σελίδα



AΡΝΙΟΤΑΝ ΠΑΝΤΑ

Για δώδεκα χρόνια
την πρώτη μέρα της άνοιξης
τη ρωτούσα ευγενικά αν ήθελε
να κάνουμε έρωτα.

Αρνιόταν πάντα...

Τη δεκάτη τρίτη χρονιά
την τρίτη μέρα του Μάρτη
ήρθε μόνη της να με βρει
για να μου πει
με παράπονο πως
την είχα πια ξεχάσει.



ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Εδώ ψηλά
νιώθω τη μοναξιά
του φαροφύλακα
που τη νύχτα
περιμένει
δυο φώτα αχνά
από την άκρη
να φανούν
του ακρωτηρίου
σημάδια πως
σε τούτη
τη θάλασσα
υπάρχουν κάποιοι
που ακόμα
ταξιδεύουν



Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ

ο κόσμος θα τελειώσει ξαφνικά
ανάσα σε δυο μέτρα ενός πενταγράμμου
μέσα σε μια φράση που δεν ολοκληρώθηκε
στη μέση μιας λέξης που ξεγέλασε
το τέλος της

ο κόσμος θα τελειώσει έτσι απλά
σαν μια σκοπιμότητα χωρίς σκοπό



ΑΤΙΤΛΟ

Άμοιρε κόσμε
όσες παγίδες κι αν στήσεις στα πουλιά
ποτέ δε θα πετάξεις



ΤΑ ΝΥΦΙΚΑ

τα νυφικά
που στέκουν στη βιτρίνα του απέναντι μαγαζιού
μάταια περιμένουν τα ζεστά δέρματα των κοριτσιών να φορεθούν
σήμερα πια οι γάμοι έπαψαν να γίνονται κατά τους τύπους



ΑΠΟΥΣΙΑ

Γεννιέσαι με μια αποκοπή
κάθε σου σμίλευμα
και μια φυγή

Ας μη γελιόμαστε:
δεν είμαστε από στάχτη, χώμα και νερό

Πλασμένοι είμαστε
απ' το εκμαγείο της απουσίας


Σκέψεις πάνω στο ανθρωπολογικό νόημα της γιοργής

* Σαν επίλογος, στο βιβλίο του Φώτη Τερζάκη, Θρησκειολογικά Ελάσσονα, Futura, 2018



Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ παραμένει συνδεδεμένη στο μυαλό μας με τη θρησκευτική ζωή. Οι προσπάθειες που έγιναν μετά την εποχή των αστικών επαναστάσεων να καθιερωθούν αποκλειστικά «κοσμικές» γιορτές ήταν μάλλον ανούσιες απομιμήσεις θρησκευτικών τελετουργιών, κι επιπλέον είχαν τον χαρακτήρα της διοικητικής επιβολής από το κράτος: τους έλλειπε, με άλλα λόγια, το συστατικό της λαϊκότητας που είναι ουσιώδες γνώρισμα της γιορτής. Η αληθινή γιορτή, όπως γνωρίζει κάθε εμπειρικός ερευνητής, είναι λαϊκή και έχει θρησκευτικές ρίζες – που είναι ίσως το ίδιο ειπωμένο με άλλα λόγια.

Ανοιχτή επιστολή στον Κώστα Δεσποινιάδη για την ελληνική κρίση του Δεκεμβρίου (2008) - Φώτης Τερζάκης



Η απεργία είναι φυσικόν γεγονός, το οποίον δεν εξετάζεται από απόψεως νομιμότητος, όπως δεν εξετάζει κανείς εάν βρέχη ή δεν βρέχη κατά Σύνταγμα και κατά νόμον, εάν πεινά κανείς νομίμως ή δεν πεινά, εάν έχωμεν κυκλώνα ή θαλασσοταραχήν ή εκρήγνυται κεραυνός σύμφωνα με το Σύνταγμα ή με τους κειμένους νόμους.

[Απάντηση του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ επί Οικουμενικής Κυβερνήσεως του 1927 όταν κατεσυκοφαντούντο οι πρώτοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργοί]

Αγαπητέ Κώστα,


Μια βίαιη κοινωνική έκρηξη, όπως αυτή των ημερών που ακόμα ζούμε, δεν είναι ποτέ κάτι εύκολο να κατανοηθεί. Όποιος προσπαθεί να μιλήσει δημόσια και να μεταφράσει σε μονοσήμαντες σημασίες πράξεις ετερόκλητες, με διαφορετικά κίνητρα εκ μέρους διαφορετικών δρώντων και σε κυμανόμενο βαθμό τυφλές (δηλαδή: μη επαρκώς αναστοχασμένες από τους ίδιους τους φορείς τους) πρέπει να ριγεί από το βάρος της ευθύνης και από το συντριπτικό φορτίο του καθήκοντος που αναλαμβάνει. Το αντίθετο ακριβώς, δηλαδή, από την εγκληματική επιπολαιότητα με την οποία είδαμε να μιλούν αυτές τις ημέρες οι εκπρόσωποι του πολιτικού κατεστημένου και οι επαγγελματίες δημαγωγοί των ΜΜΕ. Ιδίως ο λεγόμενος αντιεξουσιαστικός χώρος, με τον οποίον εξακολουθούν να μας συνδέουν συγκεκριμένοι και καθόλου συγκυριακοί προσωπικοί και ιστορικοί δεσμοί, έχει μπροστά του ένα δύσκολο έργο: όχι μόνον επειδή γίνεται αντικείμενο αισχρής και αστόχαστης κατασυκοφάντησης (η οποία εν συνεχεία θα οπλίσει το επόμενο αστυνομικό χέρι), ούτε βέβαια επειδή ανταποκρινόμενος σε τυχόν ναρκισσιστικές του αυτοεικόνες θα όφειλε να διεκδικήσει δάφνες επαναστατικής πρωτοπορίας (αυτό ταιριάζει μόνο στα σταλινικά κόμματα), αλλά προπαντός επειδή είναι ο μόνος που δεν έχει να αποκομίσει κανένα βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο κοινωνικό, οικονομικό ή πολιτικό όφελος από οιαδήποτε πρακτική έκβαση των πραγμάτων, οπότε τα συμφέροντά του συμπίπτουν θέλοντας και μη με την επιδίωξη της αλήθειας.

Νεοελληνικά διλήμματα





Δεν έχομεν βεβαίως τους nihilistes της Ρωσίας ούτε τους socialistes της εκ χρηματολογικών ζητημάτων φλεγμονούσης γηραιάς Ευρώπης, διότι δόξα τω Θεώ δεν εγηράσαμεν εισέτι εθνικώς.

ΑΓΓ.ΒΛΑΧΟΣ, 1877

Η έλλειψις παρ’ ημίν τοιούτων αιρέσεων είναι βεβαίως ευτύχημα, η  αυταρέσκεια όμως επί τούτω ομοιάζει ως ει εκαυχάτο ο ουδέποτε πολεμήσας ότι δεν φέρει πληγήν επί του σώματος.

ΕΜΜ. ΡΟΪΔΗΣ, 1877

Η εθνική μας «αυταρέσκεια» για την απουσία των ευρωπαϊκών εκείνων πληγών, που αναφέρει ο Εμμ. Ροΐδης στην περίφημη διαμάχη του με τον Άγγ. Βλάχο, δεν μπόρεσε ούτε να προφυλάξει ούτε να θεραπεύσει το ταλαίπωρο νεοελληνικό σώμα από κάποια άλλα κακοφορμισμένα τραύματά του· κι αυτό εκφράζεται και με την ίδια τη διένεξη των δύο λογίων, που οι ιστορικές της ρίζες βυθίζονται στο ερώτημα του Βυζαντινού λυκόφωτος: Ανατολή ή Δύση; Στο αδιέξοδο μερικών ερωτημάτων η σκέψη αποκρίνεται με το κομμάτιασμα και τον κομματισμό της. Διαφωτισμός και Ορθοδοξία, «Δημοτική» και «Καθαρεύουσα», Βενιζελισμός και Αντιβενιζελισμός κι όλες οι άλλες εκφάνσεις του εθνικού μας δυϊσμού, αποτελούν πραγματικότητες που η διαζευκτική τους παράσταση τις κομματιάζει σε συστήματα αντιθέσεων μέσα στα οποία δεν χωράνε πια παρά όσα μόνο μπορεί ν’ αντέξει το πλαίσιο της ιδεολογίας — «συντηρητικής» ή «προοδευτικής».

Τα όρια ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περιοχές είναι κινητά και όλα τα στρατόπεδα ένας κοινός τόπος ζυμωμένος στην ίδια λάσπη και στο ίδιο αίμα. Η αθλιότητα της προοδευτικής ιδεολογίας είναι η αθλιότητα της συντηρητικής. Γιατί ο καθημερινός φασισμός της δημοκρατίας, όπως δοξολογείται στις μεγάλες εφημερίδες της, (υποκρισία μιας πολιτικής ελευθερίας που προϋποθέτει πολιτικούς κρατούμενους και φενάκη ενός πολιτικού δικαιώματος που εξέπεσε σε πολιτική υποχρέωση) συμβαδίζει με την πολιτικά ισχύουσα έννοια της «προόδου» που είναι το άδειασμα της σκέψης από τις παλιές κοίτες της στα καινούρια της καλούπια. Τα καλούπια αυτά παράγονται προοδευτικά, καθημερινά, μαζικά, συγχωνεύοντας θέσεις και αντιθέσεις μέσα στη μεγάλη αποσύνθεση.

Αυτή η προϊούσα απώλεια βάθους στη νεοελληνική σκέψη καθρεφτίζεται εκτός των άλλων και στην κρατούσα χυδαιότητα της δημοσιογραφικής γλώσσας όπου η έκπτωση μιας ορισμένης λογοτεχνικής γραφής σε κοινότυπο συναισθηματισμό ισοζυγιάζεται με το απρόσωπο μιας ψευδεπιστημονικής ψυχρότητας. Το σύνολο καταλήγει στην αποθέωση της πολυτελούς μηδαμινότητας, της ανεγκέφαλης αυταρέσκειας και της κομψεπίκομψης ευτέλειας: Με τις σημερινές δυνατότητες αναπαραγωγής και επιβολής του γραπτού λόγου κι ενώ τα όρια ανάμεσα στη δοκιμιογραφία και την δημοσιογραφία έχουν εξαφανιστεί, ο αισθητισμός της τυπογραφίας γίνεται το ύφος του μηδαμινού.

Αυτό το ύφος μέσω του οποίου η σκουπιδογραφία ανάγεται σε καλλιγραφία έχει αποσπαστεί από μία γραφή που, πριν καταλήξει στις εφημερίδες (λυρικισμός της συνοικίας και φιλοσοφία του σκυλάδικου, μαγκιά, σημειολογία, φεμινισμός συν ολίγος μαρξισμός), υπήρξε κυρίως δοκιμιακή και ξεκινούσε από τα κείμενα του Γ. Σεφέρη, του Ζ. Λορεντζάτου και —απώτερα— του Φώτη Κόντογλου. Σήμερα δεν αντιπροσωπεύει πια την προσωπική μαθητεία του γραφέα σε μια παράδοση ή σ’ ένα έργο αλλά τη δουλωτική ετερονομία του, τη δήλωσή του πως «ανήκει» σ’ ετούτο ή σ’ εκείνο το ιδεολογικό μαγαζί —μια πράξη ένταξης (στην παράδοση ή στην αντιπαράδοση)· η πραγματική μαθητεία γεννάει καινούρια έργα, ενώ εδώ έχουμε μόνο το σχήμα μιας χειρονομίας που το περιεχόμενό της έχει χαθεί— μια μίμηση τρόπων.

Η «διαλεκτική του κυρίου-και-του-δούλου» από τον Χέγκελ στον Νίτσε






Ο ΝΙΤΣΕ ΔΕΝ είναι εύκολος φιλόσοφος. Οι σπάνιες λογοτεχνικές αρετές της πρόζας του, στις οποίες χρωστάει τη μεγάλη του δημοτικότητα ως συγγραφέας, είναι εκείνο ακριβώς που φορτίζει την κατανόησή του με ανεξάλειπτη πολυσημία κάνοντάς την μιαν αβέβαιη περιπέτεια και απαιτεί δεινές ερμηνευτικές δεξιότητες από τον μελετητή του. Γι’ αυτό και οι παρανοήσεις που μια μεταθανάτια μοίρα τού επιφύλαξε τον έχουν πλήξει περισσότερο από κάθε άλλον φιλόσοφο στην ιστορία. Δεν είναι βεβαίως το θέμα να υπερασπιστούμε έναν «καθαρό» Νίτσε, διότι κανένας φιλόσοφος δεν είναι «καθαρός», αν με αυτό εννοούμε απαλλαγμένος από αμφισημία. Το θέμα είναι να πάμε κόντρα στη μόδα να χρησιμοποιείται ο Νίτσε προς συνηγορία των απόψεων του (σχεδόν) οποιουδήποτε, και αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο με έναν τρόπο: φωτίζοντας τη σκέψη του και τις συχνά αινιγματικές ––και σχεδόν πάντοτε προκλητικές–– διατυπώσεις του μέσ’ από την ανασύσταση του συμφραζομένου εκείνου το οποίο είναι από τη φύση του πολύ λιγότερο διφορούμενο, και ως εκ τούτου μπορεί να νοηματοδοτήσει με ασφάλεια πολλά διαμφισβητούμενα σημεία: δηλαδή, το ιστορικό περιβάλλον με το οποίο συνομιλεί και τη φιλοσοφική παράδοση με την οποία, ρητά ή υπόρρητα, διαλέγεται η σκέψη του.

Η πρόοδος ως θυσία, και οι έννοιες της «μίμησης» και του «οργίου» στη σύγχρονη θεωρία


Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΩΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗ μορφή τής γνώσης και ως προνομιακή δραστηριότητα της γλώσσας, επιφορτισμένη με το έργο να θεσπίσει ή να άρει τόσο τα επιμέρους γνωστικά πεδία και μέσα όσο και τα ισχύοντα πλέγματα των αξιών στην ανθρώπινη κοινωνία, τελείωσε καθώς λένε με τον Χέγκελ. Αυτός, ο τελευταίος στοχαστής που ερμήνευσε τον κόσμο ως Λόγο, ορίζει και το σημείο καμπής τού νεότερου αστικού πολιτισμού, εκεί όπου τα επαναστατικά ιδεώδη συνάντησαν το όριό τους στον τρόπο με τον οποίον οργανώθηκε η καινούργια κοινωνία και οι φορείς τους μετατράπηκαν σε ιδιοτελείς απολογητές μιας ελάχιστα ανθρώπινης κατάστασης πραγμάτων. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν κάνουν στο εξής το έργο τής σκέψης εξ ορισμού προβληματικό: η αμφισημία εγκαθίσταται στην καρδιά του πραγματικού, καθώς ένας πολιτισμός καταποντίζεται από τις δυνάμεις που ο ίδιος εξαπέλυσε· ο στοχασμός δεν βρίσκει θεμέλιο και το νέο αναβάλλει διαρκώς την έλευσή του. Μέσα σε τούτο το κλονισμένο σύμπαν η θεωρία, αν και ανίσχυρη, αποκτά μια επείγουσα σημασία καθώς τα ερωτήματα τίθενται με όρους επιβίωσης ή θανάτου. Αυτό είναι που δίνει στη σκέψη του εικοστού αιώνα αυτή την τρομακτική της σοβαρότητα, σφραγισμένη βαθιά από την οδύνη, την αγωνία και τη σύγχυση.

Καλώς ήρθαμε έρημο του εικονικού

Η δημόσια συζήτηση, αν μπορεί πλέον κανείς να την πει έτσι, εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε γκροτέσκα ρωμαϊκή αρένα. Τα σόσιαλ μήντια λειτουργούν ως εκκολαπτήριο και μεγεθυντής ό,τι τοξικού μπορεί να γεννήσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Ένας κυκεώνας άναρθρων κραυγών, διαδικτυακού κανιβαλισμού, ύβρεων, επιθετικότητας και fake news. Κοινωνιοπαθείς περιπτώσεις (sociopaths) αντλούν απόλαυση ξεσπώντας στο διαδίκτυο, στοχοποιώντας ανθρώπους, κραυγάζοντας ψόφους και κρεμάλες. Ένα εικονικό ντοπάρισμα ισχύος και εκτόνωσης ως υπεραναπλήρωση της θλιβερής τους ύπαρξης μακριά από το πληκτρολόγιο.

Τι αντίκρισμα έχουν όλα αυτά στην πραγματική πραγματικότητα, στην κοινωνία των αληθινών σχέσεων ισχύος και εκμετάλλευσης και όχι της εικονικής διαφυγής; Απολύτως καμία, ο διαδικτυακός νταής που νομίζει ότι ταπεινώνει τα θύματά του, ο υπερεπεναστάτης που φαντασιώνεται ότι καταλαμβάνει τα χειμερινά ανάκτορα στο fb, ο εθνικιστής που κάθε δύο λεπτά στήνει κρεμάλες στα σόσιαλ μήντια για τους εχθρούς του έθνους, όλοι επιτελούν βουβά και υποτακτικά τους κοινωνικούς τους ρόλους πάνω στους οποίους δεν έχουν τον παραμικρό έλεγχο. Και όσο πιο έντονη, θορυβώδης και πλούσια η εικονική ζωή, τόσο φτωχότερη, αδιάφορη ή και μίζερη είναι η πραγματική.

Με την ανάδυση της καταναλωτικής κοινωνίας, έγραφε ο Ντεμπόρ στην Κοινωνία του Θεάματος, η ανθρώπινη ύπαρξη ξέπεσε από το είναι στο έχειν, ενώ με την έλευση του θεάματος διολίσθησε στο φαίνεσθαι. Τα σόσιαλ μήντια παροξύνουν την ανάγκη του φαίνεσθαι, από την επιδεικτική κατανάλωση περάσαμε στην επιδεικτική εμπειρία ή μάλλον στην επιδεικτική προσομοίωση εμπειρίας. Οι χρήστες διαγωνίζονται στην παραστατική υπόδυση συναισθημάτων, μία ατελείωτη εναλλαγή εικονικής λύπης, θυμού, χαράς, αγανάκτησης, έκπληξης, αγωνιστικότητας κ.ο.κ.


Το περιεχόμενο που ως επί το πλείστον, παράγεται από τους χρήστες στα σόσιαλ μήντια ακολουθεί εκείνο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συνήθως τη χειρότερη εκδοχή του - τα ριάλιτι σόου, τη λογική της κλειδαρότρυπας, την πορνογραφία της φρίκης. Ο μιμητισμός και οι αγελαίες συμπεριφορές κυριαρχούν, ενώ μέσα από την ατελείωτη μιμητική αλυσίδα η αναπαράσταση της ύπαρξης απομακρύνεται όλο και περισσότερο στο αφηρημένο. Καλώς ήρθαμε έρημο του εικονικού.

Δημήτρης Τσίρκας


Η πυρκαγιά, ο Αμβρόσιος και ο τιμωρός Θεός!




Ι

Η καταστροφική πυρκαγιά αυτής της εβδομάδας στην βορειανατολική Αττική είχε, σαν τραγική συνέπεια, την καταστροφή σημαντικού ανθρώπινου μόχθου και, το χειρότερο, την φρικιαστική απώλεια ογδόντα επτά (87) —μέχρι στιγμής— ανθρώπινων ζωών μεταξύ των οποίων και μικρά παιδιά. Καταδείχθηκε, με φρικτό τρόπο, η εξοργιστική αποτρεπτική ανικανότητα της ελληνικής πολιτείας, οι εξωφρενικές δικαιολογίες των εκπροσώπων της και η καιροσκοπική, υποκριτική και γι’ αυτό αηδιαστική συμπεριφορά των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης, που θέλησαν ανερυθρίαστα να αποκομίσουν, μέσα απ’ τις ζέουσες στάχτες τις καταστροφής, μικροκομματικό οφέλη. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η επελθούσα καταστροφή που συγκίνησε ολόκληρο το πανελλήνιο και όχι μόνο, εμφανίστηκε, από τον μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο, ως θεία τιμωρία επειδή ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είναι «άθεος και κομμουνιστής» (σημ. 1). Οι προσκληθείσες αντιδράσεις, συνέπεια της βέβηλης δήλωσης, ήσαν πολυποίκιλες: πηγαία θυμηδία έως πλήρως ατιθάσευτη αγανάκτηση. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος προκληθείς να σχολιάσει δημοσίως την προαναφερθείσα αήθη δήλωση του Αμβρόσιου, διατύπωσε την διαφωνία του μ’ αυτήν προσθέτοντας πως ο Θεός «είναι Θεός αγάπης και όχι τιμωρός». Αυτή την διαβεβαίωση του μακαριότατου αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου ας μας επιτραπεί να την προσέξουμε ενδελεχέστερα μεν, εν τάχει δε. (Ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι —ειδικά τώρα!— να προβούμε σε εξοικονόμηση σκέψεων).