La parole a été donnée à l’ homme pour déguiser sa pensée

O λόγος (ομιλία) δόθηκε στον άνθρωπο για να μεταμφιέζει την σκέψη του

Ι
Ο γνωστός Εβραιοαυστριακός στοχαστής Καρλ Κράους («Όταν ο – εικοστός – αιώνας σήκωσε χέρι για να χτυπήσει τον εαυτό του, το χέρι αυτό ήταν ο Κράους» είπε ο Μπρεχτ) θεωρούσε την κακοποίηση και την φθορά της γλώσσας σύμφυτη με την ευτέλεια της περιρρέουσας σκέψης και την «διαφθορά» της ευθέως ανάλογη με αυτήν  της κοινωνίας. Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος διανοούμενος που θα επισημάνει τόσο έγκαιρα και με τέτοια οξυδέρκεια, την οργανική και αιτιώδη σχέση μεταξύ γλώσσας, σκέψης, ενσυναίσθησης και πράξης.[1] Παράλληλα, ο Ερνστ Κασσίρερ αναφερόμενος στην γλώσσα του ναζισμού γράφει ότι ανακαλύπτει κατάπληκτος πως δεν καταλαβαίνει πια την γερμανική γλώσσα. «Έχουν πλαστεί καινούργιες λέξεις· κι οι παλιές ακόμη χρησιμοποιούνται με καινούργια έννοια· έχουν υποστεί μια βαθειά αλλαγή νοήματος… προηγουμένως είχαν περιγραφική, λογική ή σημαντική έννοια, τώρα χρησιμοποιούνται ως μαγικές λέξεις που σκοπός τους είναι να προκαλέσουν ορισμένα αποτελέσματα διεγείροντας ορισμένα συναισθήματα. Οι συνήθεις λέξεις μας είναι φορτισμένες με νοήματα· αλλά αυτές οι καινούργιες λέξεις φορτίζονται με αισθήματα και βίαια πάθη…
Όταν ακούμε αυτές τις καινούργιες λέξεις νιώθουμε μέσα τους όλη την κλίμακα των ανθρώπινων παθών, το μίσος, την οργή, την μανία, την έπαρση, την περιφρόνηση, και την αλαζονεία…»[2] Συνακόλουθα, η γλώσσα δεν είναι μόνο στοιχείο σοφίας, αλλά και σχολείο μωρίας.[3] Ο Machiavelli εκείνος ο μεγάλος δάσκαλος του πολιτικού τεχνάσματος και της πολιτικής απάτης ήταν ίσως ένας από τους πιο ειλικρινείς πολιτικούς συγγραφείς. Μιλάει ειλικρινά, απροκατάληπτα και με κάποια αφέλεια. Ποτέ δεν υποκρινόταν ούτε έκρυβε τις γνώμες και τις κρίσεις του· έλεγε την σκέψη του αποφασιστικά και απερίφραστα. Η καλύτερη λέξη γι’ αυτόν ήταν η τολμηρότερη. Οι σκέψεις του και το ύφος του δεν παρουσιάζουν αμφιλογία· είναι σαφείς, έντονες, ξεκάθαρες. Κανείς δεν αμφέβαλε ποτέ ότι η πολιτική ζωή, όπως έχουν τα πράγματα, είναι γεμάτη εγκλήματα, προδοσίες και κακουργήματα. Αλλά κανένας στοχαστής πριν τον Machiavelli δεν είχε επιχειρήσει να διδάξει την τέχνη αυτών των εγκλημάτων. Αυτά τα πράγματα γίνονταν, αλλά δεν διδάσκονταν.[4] Το πνευματικό δημιούργημα του Machiavelli εμπεριέχει τα πιο επικίνδυνα αξιώματα της τυραννίας. Γι’ αυτό και η θεωρία του δεν έχασε ποτέ έδαφος: ακόμα και στην περίπτωση που κάποιοι εξουσιαστές αισθάνονταν απέχθεια απέναντί του, η απέχθεια αυτή αναμειγνυόταν πάντα μ’ ένα είδος θαυμασμού και σαγήνης![5]  

Και σήμερα υπάρχουν υπερασπιστές του πνευματικού του έργου που θέτουν σ’ εφαρμογή τις μεθοδολογικές υποδείξεις του. Εκείνοι που το κάνουν αυτό διακρίνονται από «υψηλόν βαθμόν αυτοεκτίμησης», από ανυπαρξία πολιτισμικών ενδοιασμών και παντελή απουσία ηθικών αναστολών. Συνήθως κατατρύχονται από την μακαριότητα του ανίδεου, ενίοτε δε, τους εγκατέλειψε ολότελα η συλλογιστική τους ικανότητα (ακόμη κι’ αν κάποτε την είχαν). Έτσι, ο νυν πρόεδρος των Η.Π.Α Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να μην δέχεται στην χώρα του μετανάστες από χώρες «απόπατους». Αν πρόκειται για Νορβηγούς, υψηλούς, κατάξανθους και γαλανομάτηδες, το πράγμα αλλάζει. Υπερχειλής κυνισμός εδραιωμένος στο υπόστρωμα της υπερδύναμης. Απ’ την άλλη, οι Έλληνες φασίστες της «Χρυσής Αυγής» ονειρεύονται να ράψουν πορτοφόλια από δέρμα Αλβανών και καυχώνται πως μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα της Ελλάδας αρκεί να στραγγαλίσουν τον τελευταίο Αφγανό πρόσφυγα με τα έντερα του τελευταίου Πακιστανού μετανάστη. Όσο για τις χαίνουσες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, θα τις καλύψουν με γαλανόλευκες και με τα κουφάρια των αντιφρονούντων. Γι’ αυτό, εξ άλλου, «ακόνιζαν τις ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια». Η προαναφερθείσα μεθοδολογία, ανοιχτά μακιαβελλική, λόγω της συνεχιζόμενης, με ραγδαίους ρυθμούς, βίαιης μεταβολής της κοινωνικής δομής, γνωρίζει τελευταία μιαν έξαρση παγκοσμίως και στην Ελλάδα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι και κρατούσα. Εκείνο που διαχρονικά κυριαρχεί είναι το διαβόητο απόφθεγμα του Talleyrand σύμφωνα με το οποίο: « La parole a été donnée à lhomme pour déguiser sa pensée». (Ο λόγος (ομιλία) δόθηκε στον άνθρωπο για να μεταμφιέζει την σκέψη του). Θεωρήθηκε, συχνά με θαυμασμό, ως ο ακριβής ορισμός της διπλωματικής τέχνης.[6] Πρόκειται για το Έβερεστ της υποκρισίας! Μ’ άλλα λόγια, δεν χρησιμοποιούμε την γλώσσα μας για να αποκαλύψουμε πραγματικότητες αλλά για να επικαλύψουμε τις προθέσεις μας. Εδώ δεν υπάρχει απολύτως τίποτε από την τραχειά, ανατριχιαστική ειλικρίνεια του Machiavelli. Πρόκειται για την «επιστήμη του ψεύδους και της υποκρισίας». Αυτό ας το δούμε εκτενέστερα με κάποιες επικαιρικές αναφορές.
ΙΙ
Αυτές τις μέρες στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας έχουμε μια πλησμονή «Μακεδονομάχων του διβανίου» και μια πληθώρα «επαγγελματιών Ελλήνων» (επαγγελματίαι Έλληνες: οι επάγγελμα έχοντες την εις τα εθνικά ζητήματα ιδιοτελή ανάμειξιν). Όλοι αυτοί δίκην «κισσού περί την ελληνικήν δρυν ανελίσσονται». Δεσπόζουσα θέση μεταξύ τους κατέχουν οι ορθόδοξοι αρχιερείς με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο που καλούν το χριστεπώνυμο πλήθος να συρρεύσει στο εξαγγελθέν συλλαλητήριο κατά των χειρισμών της κυβέρνησης στο «σκοπιανό ζήτημα». Δεν θα υπεισέλθουμε στην ουσία του ζητήματος. Άλλο μας απασχολεί: η υιοθέτηση από την ελλαδική εκκλησία εθνοφυλετικών – εθνικιστικών απόψεων, η ευθεία ανάμειξή της στους πολιτικούς διαγκωνισμούς του συρμού.
Κατά την προσφορά των «Τιμίων Δώρων» οι λειτουργοί της ορθοδοξίας ψάλουν το «κατά πάντα και δια πάντα», δέονται «υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Πρόκειται για τις βάσεις του ανθρωπιστικού – ορθόδοξου φρονήματος, για το έρμα του εκκλησιαστικού οργανισμού. Με την ανάμειξη, όμως, της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, με πρωταγωνιστικό μάλιστα ρόλο, στα πολιτικά (και πολιτικάντικα) πράγματα της χώρας, επέρχεται μια βίαιη μεταβολή της «εκκλησιαστικής της διακονίας» σε δραστηριότητα αμιγώς πολιτική για προαγωγή πολιτικών-κομματικών επιδιώξεων. Στην συνείδηση των Ελλήνων αρχιερέων η «ανάγκη υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος» λειτούργησε ως επαρκής μηχανισμός νομιμοποίησης της προαναφερθείσας μεταβολής της «εκκλησιαστικής τους διακονίας» σε κομματική δραστηριότητα. Μ’  αυτήν την αντιχριστιανική εκκλησιαστική συμπεριφορά όμως, το «κατά πάντα και δια πάντα» και το «υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου» καταλύονται, πλήττονται μεγάλες και βασικές αρχές της ορθόδοξης συνείδησης από τις οποίες υποτίθεται ότι εμφορείται η ελλαδική εκκλησιαστική ιεραρχία. Συνέβη, εντονότερα μάλιστα, και κατά το παρελθόν: Κατά την διάρκεια της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου, οι πιεστικές ανάγκες του αντικομμουνιστικού αγώνα, λειτουργούσαν και πάλι ως νομιμοποιητικός μηχανισμός της μεταβολής της «εκκλησιαστικής διακονίας» της ιεραρχίας σε δραστηριότητα για την προαγωγή των πολιτικών – κοινωνικών επιδιώξεων της αστικής τάξης. Το ότι από δογματική-θεολογική άποψη κάτι τέτοιο συνιστά κραυγαλέα αντινομία, ουδεμίαν σημασία έχει: προέχουν τα εθνικά συμφέροντα! Μ’ αυτόν τον τρόπο οι αρχιερείς της ελλαδικής εκκλησίας, με την εξαίρεση του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομου, μεταμορφώνονται, εκ του παραχρήμα βεβαίως, σε τμηματάρχες της Διεύθυνσης Βαλκανικών Υποθέσεων του εν Αθήναις ΥΠ.ΕΞ.
Δεν είναι αυτή η αποστολή τους, τουλάχιστον, κατά τις εξαγγελίες τους. «…Αλλ’ η ευρεία και βαθεία επικράτησις της αρχής των εθνικοτήτων προσέλαβε, δυστυχώς, παρά τισι των εθνών την χειροτέραν μορφήν, την μορφήν δηλαδή του ακράτου εθνικισμού (σωβινισμού), ο οποίος είναι ο κύριος εχθρός της ειρήνης και ο ανατροπεύς της ενότητος μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών»  έγραφε ορθώς ο μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος (Χριστόπουλος).[7] Παραλλήλως, ο θεολόγος καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος στο έργο του «Περί της ενότητος εν τη ορθοδόξω Εκκλησία», γράφει, με ακόμη πιο εμφατικό τρόπο, μεταξύ άλλων, και τ΄ ακόλουθα: «Αι εθνικαί και εθνικιστικαί θεωρίαι και διαιρέσεις και ο καθ’ υπερβολήν τονισμός του εθνικισμού εν τη εκκλησία συνετέλεσαν, ώστε αι επί μέρους Ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι να προβούν εις πράξεις απαραδέκτους και καταλυτικάς του εκκλησιαστικού οργανισμού χάριν απλού συμμερισμού των εθνικιστικών τάσεων των ιδίων αυτών λαών… Είναι εκτός αμφισβητήσεως, ότι η υπέρ μέτρον έξαρσις των Εθνικών Εκκλησιών γίνεται εις βάρος της ολότητος της Ορθοδοξίας, η δ’ άνευ ορίου ανάμιξις  των διαφόρων Εκκλησιών εις τους εθνικούς ανταγωνισμούς γίνεται εις βάρος μεγάλων και βασικών αρχών της Ορθοδόξου συνειδήσεως εν τη καθόλου εκκλησιαστική ζωή και επί σοβαρωτάτω και βαθυτάτω τραυματισμώ της εσωτερικής ενότητος της Ορθοδοξίας».[8] Προφητικά λόγια που θαρρείς πως τα ‘γραψε παρατηρώντας τον τωρινό ρόλο της εκκλησιαστικής μας ιεραρχίας στην διοργάνωση συλλαλητηρίων με προφανείς πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες! Προφανώς η εκκλησιαστική μας ιεραρχία εξέλαβε, κερδαλεοφορίας ένεκα, ως καθήκον της όχι την «υπερβατικήν της αποστολή» και την υπεράσπιση του ορθοδόξου δόγματος, αλλά την σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος και την υπόθαλψη αλυτρωτικών προσδοκιών. Αυτή η ίδια ιεραρχία της ελλαδικής εκκλησίας εδώ και εννέα (9) χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι υπέστησαν δεινή οικονομική καταστροφή και ανήκουστη κοινωνική υποβάθμιση, δεν διοργάνωσε κανένα συλλαλητήριο υπέρ του χειμαζόμενου λαού και κατά των καταπιεστών του, Ελλήνων και ξένων. Μ’ αυτήν την συμπεριφορά της κατέστησε σαφή την αντινομία ανάμεσα στα λόγια της και στα έργα της και, επί  πλέον, κατέδειξε εαυτήν ως ασπαζόμενη εν τω πράττεσθαι (in vivo) το νόημα του διαβόητου προμνημονευομένου αποφθέγματος του Talleyrand. Τέλος, η πιο πάνω συμπεριφορά της ελλαδικής εκκλησίας μας ωθεί, εκόντες-άκοντες, να κάνουμε και τις ακόλουθες δύο (2) παρατηρήσεις: Α) Στον Σίσυφο του σοφιστή Κριτία, όπως μας τον διέσωσε ο Σέξτος ο Εμπειρικός, εκτίθενται αξιοπρόσεκτες σκέψεις: Ο Σίσυφος εκθέτει την γέννηση της θρησκείας σε μια ρήση που έχει την μορφή μιας, γεμάτης σοφιστικό πνεύμα, θεωρίας για την δημιουργία του πολιτισμού.
Ο νόμος, λέει, αποτελεί επινόηση του ανθρώπου για να δαμάσει τις αρχικά χαοτικές συνθήκες της ζωής του· για να εκμηδενιστούν μέσα στο σκοτάδι της μυστικοπάθειας οι πιθανότητες της παράβασης του νόμου, ένα πανούργο μυαλό επινόησε την ιδέα του παντογνώστη και παντεπόπτη θεού.[9] Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήκμασε χιλιετηρίδες πριν αλλά παραμένει απρόσμενα ζωντανός και επίκαιρος. Με τα λόγια του αισθαντικού και εξαιρετικά εύστοχου στοχαστή Miguel de Unamuno «…χρειάστηκε ωστόσο να καταστήσουμε την θρησκεία, προς χάριν της κοινωνικής τάξης, ένα είδος αστυνομίας: εξ ου και η κόλαση.», η οποία παρίσταται ως «υπερβατική αστυνομία».[10] Εξ άλλου, και ο Λουκιανός, ονόμασε τον Ιησού Χριστό «σταυρωμένο σοφιστή»![11] Β) Η φράση-αφορισμός του Λουκρήτιου «tantum religio potuit suadere malorum» (Λουκρήτιος, Ι, 101, «σε τόσα κακά μπόρεσε να οδηγήσει η θρησκεία»),[12] μάλλον εκφράζει βάσιμη άποψη. (Η απαισιοδοξία μιας γνώμης ή άποψης δεν ισοδυναμεί, και δη άνευ ετέρου τινός, με αμφισβήτηση της εγκυρότητάς της)!
ΙΙΙ
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στον έντυπο Τύπο η ακόλουθη είδηση: Το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο διοργάνωσε ημερίδα για επιστημονική ανάλυση και διευκρίνιση ζητημάτων σχετιζόμενων με «τεχνικές πρόληψης ή ελαχιστοποίησης των εργασιακών συγκρούσεων» ως και με «διαπραγματεύσεις και συνεργασίες μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων». Στην πιο πάνω ημερίδα έσπευσε να συμμετάσχει και η διοίκηση της ΑΔΕΔΥ προκειμένου, προφανώς, αφενός μεν να παράσχει την πολύτιμη διανοητική συνεισφορά της στο επιστημονικό τραπέζι της ημερίδας, αφετέρου δε να ευεργετηθεί από τον αξιοσημείωτο πνευματικόν οβολόν των Αμερικανών ειδικών που θα καταστήσει ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη την συνδικαλιστική της δράση στο μέλλον.[13]  Εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως εν προκειμένω δεν είναι η συμπεριφορά των «επαγγελματιών συνδικαλιστών» της ΑΔΕΔΥ οι οποίοι απλώς διατρανώνουν την λειτουργία τους ως εξομαλυντικής δύναμης του καπιταλισμού. Πρόκειται για την γλώσσα της αναδημοσιευθείσας ανακοίνωσης: ομιλεί για «τεχνικές πρόληψης ή ελαχιστοποίησης των εργασιακών συγκρούσεων». Αυτή η σιβυλλική γλώσσα δεν θα ήταν σωστό να χαρακτηρισθεί απλώς ως «αμήχανα ελληνικά» Αναδίδει ένα άρωμα μιας ευμενούς ουδετερότητας τεχνικού χαρακτήρα. Επιχειρεί να παράσχει (διάφανη) συγκάλυψη μιας  καθ’ ολοκληρίαν κοινωνικής σύγκρουσης με όρους οργανωτικούς και τεχνικούς. Δεν πρόκειται για κάτι μεμονωμένο και αποσπασματικό αλλά για μιαν γενικευμένη θέαση και αντιμετώπιση των κοινωνικών πραγμάτων από την ελληνική, ευρωπαϊκή (γερμανική) και παγκόσμια αστική τάξη που αποσκοπεί στο βάθεμα και περαιτέρω στερέωση της εκμετάλλευσης, της ανισότητας και ανελευθερίας που ήδη έχουν προσλάβει ξενίζουσες και άκρως ανησυχητικές, για να ευρωπαϊκά δεδομένα, διαστάσεις. Σ’ αυτόν τον ξέφρενο ταξικό της αγώνα η αστική τάξη, πέρα από την κρατική (και παρακρατική) καταστολή (-η τελευταία δεν αποτελεί για την αστική έννομη τάξη μιαν απειλή αλλά μιαν επιθυμητή ενίσχυση της δικής της δύναμης-) επιστρατεύει αθόρυβα, λάθρα, ύπουλα ως και την κατακρεούργηση κι’ αυτής ακόμα της ελληνικής γλώσσας. Έτσι, αφού οι αστοί και το πολιτικό-υπηρετικό προσωπικό τους, λαφυραγώγησαν τις τιμιότερες λέξεις μας, (ελευθερία, δημοκρατία, πατρίδα, Ελλάδα) που γι ‘ αυτούς αποτελούν απλώς λέξεις που υπάρχουν μόνο και μόνο για να καλλωπίζονται αυτάρεσκα από την φαντασία, αφού υπέταξαν ψυχρόαιμα το δικαίωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στο δικαίωμα της χρηματιστικής ιδιοκτησίας, εύλογο και αναμενόμενο ήταν να διαφοροποιήσουν, να αντιστρέψουν, να διαστρέψουν σημασιολογικά ως κι αυτές τις λέξεις της ελληνικής γλώσσας μέχρι του σημείου να καθιστούν προβληματική την μεταξύ μας συνεννόηση!
Ενθυμούμενοι τον Έρνστ Κασσίρερ, συναντούμε και μεις δυσκολίες στην κατανόηση της δικής μας γλώσσας, της ελληνικής. Πλάστηκαν καινούργιες λέξεις (χωρίς, ταυτόχρονα, να γεννηθούν και να αποθηκευτούν νέες ιδέες). Τι σημαίνει λ.χ «ελκυστικός εργαζόμενος»; Εμείς θα τον οριοθετούσαμε ως «ελκυστικό» απέναντι στον εργοδότη του, ως άνθρωπο-εργαζόμενο στερημένο από κάθε δικαίωμα και γι’ αυτό δυστυχή, εξαθλιωμένο, ξέπνοο. Η δυστυχία, λοιπόν, των πολλών παρίσταται ελκυστική για την ευτυχία της ισχνής κοινωνικής μειοψηφίας των αστών. Θα λέγαμε μάλιστα πως η πρώτη αποτελεί προϋπόθεση, ιδανική συνθήκη της δεύτερης. «Ευοίωνες επενδυτικές συνθήκες»; «ευελιξία στην αγορά εργασίας»; «αναπροσαρμογή δομών υγείας και παιδείας»; Συστηματική εκθεμελίωση του Εργατικού Δικαίου ως αυτοτελούς κλάδου της νομικής επιστήμης, ολοκληρωτική κατεδάφιση του κράτους-προνοίας και τερατώδη ισχυροποίηση του κράτους-φύλακα. (Οι απανταχού της γης αντικρατιστές καπιταλιστές, αγαπούν παράφορα την «κρατική αστυνομία»). Πλήρη κατάργηση όλων των δικαιωμάτων που αναγκάστηκε να παραχωρήσει η αστική τάξη κατά την διάρκεια του τελευταίου αιώνα στους εργαζόμενους. Ανενδοίαστη υποταγή του δικαιώματος της ανθρώπινης ύπαρξης στο ιερό δικαίωμα της χρηματιστικής ιδιοκτησίας. Εξ’ άλλου, αυτό δίδαξαν και οι «ευγενείς» Ρωμαίοι: Beati possidentes (Μακάριοι οι κατέχοντες). Το «κατέχειν υποκαθιστά το είναι»! Οι προαναφερθείσες περιπτώσεις και άλλες πολλές (πάρα πολλές) αποτελούν επιτηδευμένη εκδοχή του ευφημισμού και, ταυτόχρονα, μια συνειδητή και κυνική προσπάθεια των αστών να συσκοτίσουν την επιχειρούμενη αντιδραστική παλινδρόμηση σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτή η επιχειρούμενη γενικευμένη οπισθοδρόμηση του ανθρώπου συνολικά, πρέπει να φωτισθεί, να στιγματισθεί και να καταγγελθεί, με πειστικότητα και σαφήνεια. Προς το παρόν, παλιές λέξεις ανανοηματοδοτούνται λ.χ «μεταρρύθμιση» που σημαίνει στην πράξη αντιμεταρρύθμιση.    
Οι λόγοι των εκπροσώπων της Ελληνικής Πολιτείας, πρωτίστως του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και των υπουργών του, έφτασαν στο σημείο να περιέχουν περισσότερα ψέματα, παρά λέξεις. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν (όπως τις χρησιμοποιούν..) στα κείμενά τους, χρησιμεύουν στο να αποκρύπτουν περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτουν. Όταν τους ακούς να μιλούν, μισείς τα αυτιά σου. Μ’ αυτήν την έννοια είναι λέξεις μαγικές! Πρόκειται για την κακοποίηση και την φθορά της γλώσσας οι οποίες, όμως, είναι σύμφυτες με την ευτέλεια της περιρρέουσας σκέψης και ευθέως ανάλογες με την διαφθορά και αντιδραστικοποίηση της κοινωνίας, κατά τον Καρλ Κράους. Ας μην λησμονούμε πως η γλώσσα είναι το μοναδικό μέσο το οποίο επιτρέπει στους ανθρώπους να διαδώσουν θησαυρούς πολύ πιο πραγματικούς από την πραγματικότητα. Επιπλέον, καταργεί τους φραγμούς του χώρου και του χρόνου. Είναι δυνατόν, όμως, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Έρνστ Κασσίρερ, να μην είναι μόνο στοιχείο σοφίας, αλλά και σχολείο μωρίας. Το ότι η ελληνική γλώσσα διαθέτει μαθηματική αυστηρότητα, απεριόριστη ευελιξία, αμέτρητες αποχρώσεις και δυνατότητες άπειρων ποικιλιών έκφρασης, κατά την Jacqueline de Romilly[14] δεν σημαίνει, βέβαια, ότι έχει και ανοσία απέναντι στην προαναφερθείσα μωρία! Αυτές οι «μαγικές λέξεις» του Αλέξη Τσίπρα και των συνεργατών του, τους διευκολύνουν να υλοποιήσουν τον ΄΄ρεαλισμό΄΄ του «ευ κακουργείν», να απανθρωποποιήσουν τον άνθρωπο. Σ’ αυτόν τον στόχο βοηθούν αντικειμενικά και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια με τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις του patrouillotisme που καθίστανται έτι τοξικότερες απ’ το λιβάνι που αφειδώς προσμειγνύεται σ’ αυτόν. Εκεί, μέσα σε συνθήκες απώλειας της ατομικότητας και του αυτοελέγχου, με λεξιλόγιο και συνθήματα λειτουργικής βαρύτητας, μέσα σε μια διαρκώς κλιμακούμενη έξαψη που οδηγεί σε παράκρουση και εκρήξεις ομαδικής υστερίας, η αγελαία συνάθροιση ανθρώπων κοινωνικά κατεστραμμένων και ολότελα απελπισμένων, λειτουργεί σαν μηχανισμός που καταπραΰνει την συλλογική τους ανασφάλεια, που συμβάλλει, προς στιγμήν, στην συνοχή και σταθερότητα της κοινότητας και επιπλέον, παρέχει προσωρινή εκτόνωση της συσσωρευμένης πολιτικής και κοινωνικής έντασης. Οι ποικιλώνυμοι φασίστες που δίνουν τον «τόνο» του συλλαλητηρίου και ελέγχουν τον προσανατολισμό του είναι άνθρωποι οι οποίοι, εν αντιθέσει με άλλους, ξέρουν πολύ καλά ποιοί είναι και τί είναι, όπως ξέρουν, το ίδιο καλά, ότι εκείνες τις στιγμές κανένας δεν μπορεί να τους κάνει το παραμικρό. Βασίζονται στην άγνωστη χημεία του κοπαδιού, στην έμφυτη αγριότητα, στην κτηνώδη βαναυσότητα, στα ευτελή ένστικτα… ώστε να παρέξουν στους συνέλληνες την τιμή και την χαρά να εξαθλιώνονται μόνον από συμπατριώτες τους.
ΙV
Η αμφιλογία και η αμφίσημη σημασία καθιερωμένων λέξεων, η ανανοηματοδότησή τους και η σημασιολογική αλλαγή, (μεταστροφή, αντιστροφή) τους, δεν είναι μόνο τωρινό φαινόμενο. Κάθε άλλο μάλιστα! Αυτόν τον ισχυρισμό μας ας τον δούμε εν τάχει: ο νεώτερος των τραγικών ποιητών, ο Ευριπίδης, στις Φοίνισσές του βάζει στο στόμα του Ετεοκλή την φράση «Αν σε όλους το ίδιο πράγμα φαινόταν καλό και σοφό, τότε δεν θα υπήρχε διαμάχη. Έτσι, μόνον οι λέξεις είναι όμοιες, ενώ αυτά που κρύβονται πίσω από αυτές διαφέρουν…». Παράλληλα, ο ίδιος τραγικός ποιητής, ο τόσο απαισιόδοξος για την κατάσταση του κόσμου, στην Εκάβη του βάζει στο στόμα της Εκάβης μια από εκείνες τις ουτοπικές ευχές που τόσο πρόθυμα βάζει στο στόμα των ηρώων του: «μόνο οι έντιμοι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι και καλοί ομιλητές· κανένας κακός δεν θα έπρεπε να μπορεί να εξαπατά με λόγια». Πρόκειται για το «πανούργον κομψοπρεπές τε και γνωμολογικόν» (παραπλανητική γλαφυρότητα του λόγου με τα άφθονα γνωμικά)[15]. Ο Θουκυδίδης στο αθάνατο ιστορικό του έργο, πραγματευόμενος τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου λέει, με την γνωστή βαθύνοη και ιστορικά αξεπέραστη, παρατηρητικότητά του, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: «…Αλλ’ όταν έρθη ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι’ ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί… Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε  ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση και υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος… και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά, αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας… Γενικά είναι ευκολότερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι… Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη. Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους… Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κι’ εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις…».[16] Καίτοι τα προαναφερόμενα παραθέματα είναι ανεπίδεκτα οποιωνδήποτε σχολίων, ας μας επιτραπεί να παρατηρήσουμε ότι εξεικονίζεται μια ανατροπή αξιών, μια τρομακτική αντιστροφή τους! Ο Ησίοδος, εκείνος ο φτωχούλης μικρονοικοκύρης, έχει να αντιπαλέψει με τις αυθαιρεσίες της βροχής και των ανέμων και, ακόμα περισσότερο, των συνανθρώπων του. Μιλάει για την εργασία σαν μια θεόδοτη ανάγκη για τον άνθρωπο. Υμνολογεί τον ιδρώτα του ανθρώπου, που τον έβαλαν οι θεοί για τον ενάρετο πριν από την επιτυχία. Περιγράφει την σκληρότητα της ζωής του δουλευτή-μικροκαλλιεργητή χωρίς εξωραϊσμούς. Τονίζει την αξιοπρέπεια της εργασίας στην οποία χρωστούμε το ψωμί μας κι έτσι την καταξιώνει. Είναι φανερό ότι υμνεί την τίμια εργασία και την αξία της δικαιοσύνης. Θα συνιστούσε, όμως, μυωπική παρερμηνεία των ιδεών του να θεωρήσουμε τον Ησίοδο κοινωνικόν επαναστάτη. Σίγουρα ελεεινολογούσε την φτώχεια των μικρών γεωργών η οποία τον ώθησε να βρει λόγια που ήταν καινούργια και πρωτάκουστα· σίγουρα αντιθέτει στην ταξική υπερηφάνεια μιας γνήσιας, κληρονομημένης, αριστοκρατίας τις αξίες του Δικαίου και της τίμιας εργασίας· όλα αυτά όμως δεν τα κάνει για να δώσει στην κοινωνία της εποχής του μια καινούργια μορφή, αλλά για να την εξυγιάνει, κατά την άποψή του, με τους απόλυτους κανόνες της δικαιοσύνης και να της επιτρέψει να αναλάβει.[17] Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ήταν συνήγορος της ολιγαρχίας, που πίσω από τις μεγαλόηχες λέξεις περί δικαιοσύνης, αρετής και τίμιας εργασίας, συγκάλυπτε την κύρια πρόθεσή του να κατασιγάσει τον κοινωνικόν αγώνα του αρχαϊκού κόσμου ανάμεσα στους γαιοκτήμονες και στους εργαζομένους μικρογεωργούς μέσω της δικαιοσύνης των …βασιλέων τους οποίους και εγκωμιάζει. Οι συμβουλές του, που αποκομμένες από την συνέχειά τους πέρασαν για φρονηματιστικά ηθικά παραγγέλματα, έχουν άλλο νόημα, στην οργανική τους θέση. Λ.χ Η φράση «έργον δ’ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ’ όνειδος» (Έργα 309) σημαίνει: δεν σ’ ενοχλεί η δουλειά, κακό είναι να τριγυρνάς και να πολιτικολογείς, νάχεις δηλαδή δημοκρατικά φρονήματα.[18] Οι γλωσσικές του επιλογές παρείχαν συγκάλυψη στις πολιτικές επιλογές του και η συγκάλυψη αυτή ήταν, μάλλον, αρκετά επιτυχής, μέχρι του σημείου να αναγκασθεί ο Albin Lesky να τονίσει ότι δεν είναι σωστό να θεωρούμε τον Ησίοδο «κοινωνικόν επαναστάτη» απαντώντας έτσι, εμμέσως μεν, σαφώς δε, στους υποστηρίζοντες τ’ αντίθετα ομότεχνούς του. Όσα αναφέρθηκαν για τον Ησίοδο ισχύουν, έτι περαιτέρω, για την περίπτωση του Αλκαίου, του ποιητή από την Μυτιλήνη. Ανήκε σ’ εκείνην την αιολική αριστοκρατία, τα χαρακτηριστικά της οποίας τα σχεδίασε, με δυνατές, ανεξίτηλες πινελιές, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (από τον Πόντο) σε ένα μουσικοïστορικό σύγγραμμα: Μια περήφανη γενιά, που αγαπούσε τον μεγάλο πλούτο και αυτόν τον επιδείκνυε πρόθυμα σε ιπποδρομίες και φιλοξενίες. Κάθε άλλο παρά ξεπεσμένοι, αλλά ακριβώς γι’ αυτό, και σε όλα τους κάτι παραπάνω από σεμνοί. Υψηλόφρονες άνδρες, που τους τραβούσε το πιοτό και οι χαρές του έρωτα, και προπάντων κάθε ελευθερία στον τρόπο της ζωής τους. Ο Ηρακλείδης, λίγο ενωρίτερα είχε δώσει τον χαρακτηρισμό της σκυθρωπής και κλειστής σοβαρότητας των Δωριέων. Ο Αλκαίος, (και οι όμοιοί του) αντιτίθεται στον τύραννο της Μυτιλήνης, τον Πιττακό. Τάσσεται υπέρ της ελευθερίας του λαού, υπέρ της συνέλευσης και της βουλής Αν, ξεκινώντας από την «φιλολαϊκή» πολιτική, συνθηματολογική ρητορεία του Αλκαίου, καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι η σκέψη του είχε δημοκρατικό συννοούμενο, ότι υπήρχε δημοκρατικό συστατικό σ’ αυτή, θα κάναμε το ίδιο λάθος που έκαναν εκείνοι οι εκπρόσωποι της Αριστεράς που, παρερμηνεύοντας αφελώς τα αντιτυραννικά ψελλίσματα του Πλάτωνα, έκριναν ότι ο τελευταίος ασκεί «οξεία κριτική στην τυραννία, την οποία θεωρούσε τη χειρότερη μορφή καθεστώτος»[19].
Η σκέψη του Αλκαίου δεν είχε κανένα δημοκρατικό συννοούμενο, δεν την διέκρινε κανένα δημοκρατικό συστατικό, γι αυτό και δεν μπορούμε να τον δούμε ως πρόδρομο της κλασσικής αντίληψης του πολίτη. «Συνέλευση» και «βουλή» δεν θα τα σκεφθούμε σύμφωνα με την Αθήνα του Κλέωνα, παρά σύμφωνα με τις συνθήκες, όπως περίπου τις απεικονίζει η ραψωδία β της Ιλιάδας. Κι εκεί (50) ο κήρυκας καλεί σε συνέλευση (αγορή) και οι γέροντες κάθονται σε συμβούλιο (βουλή), ό,τι πρόκειται να γίνει όμως, το αποφασίζουν οι «βασιλείς». Το ότι ο Αλκαίος ως ποιητής δεν νοιάζεται να εκθέσει στα ποιήματά του τις αξίες που διαμόρφωσαν και καθοδήγησαν την κοινωνική του τάξη· το ότι αυτό δεν τον απασχολεί κατά κύριο λόγο, κι ακριβώς σ’ αυτό διακρίνεται εντονότατα απ’ τον Πίνδαρο (το έργο του οποίου αποτελεί μια μοναδική προβολή αριστοκρατικών αξιών), δεν σημαίνει ότι η λυρική του ποίηση, δεν είναι, έστω με κάποιους περιορισμούς, ταξική ποίηση. Επ’ αυτού ο Διονύσιος Αλικαρνασεύς κάνει την λεπτή παρατήρηση, ότι αρκεί να βγάλει κανείς εδώ και εκεί από τα ποιήματα του Αλκαίου μόνο το μέτρο, για να έχει μπροστά του έναν πολιτικό λόγο![20]. Είχε δίκιο. Η ταξική πάλη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο διήρκεσε από τον έβδομο αιώνα ως την ρωμαϊκή κατάκτηση και όλη η αντίστοιχη ελληνική ιστορία είναι γεμάτη επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, σφαγές, εξορίες και δημεύσεις. Στην μέση των θυελλών όπου πάντα «το κύμα που έρχεται ανεβαίνει ψηλότερα από τα προηγούμενα» (Αλκαίος, απόσπασμα 19) ακούγονται φωνές χαράς ή φωνές μιας άγριας μανίας που προξενούν ανατριχίλα: Ο Αλκαίος είναι που αγάλλεται όταν ακούει ότι ο αρχηγός του λαϊκού κινήματος δολοφονήθηκε. (Αλκαίος, απόσπασμα 20). Η ελευθερία, λοιπόν υπέρ της οποίας σαλπίζει ο Αλκαίος είναι η ελευθερία, γι αυτόν και τους όμοιους του, από την εργασία και την τύρβη της σκοτεινής καθημερινότητας, η ελευθερία να εξουσιάζει άλλους απ’ την εργασία των οποίων και θα ζει πολυτελώς. Στο κάτω-κάτω σ’ όλες τις εποχές όποιος θέλει να καταλάβει την εξουσία μιλάει για την απελευθέρωση του λαού. Αυτό έκανε και ο ποιητής Αλκαίος και σ’ αυτή του την επιθυμία προσάρμοσε τις γλωσσικές του επιλογές.[21] Τις ίδιες οπισθόβουλες σκέψεις είχαν και οι Θεσσαλοί γαιοκτήμονες (Aλευάδες): στις θεσσαλικές πόλεις ο τόπος των συνεδριάσεων των ενεργών πολιτών ονομαζόταν «πλατεία Ελευθερίας»· με ποιάν έννοια όμως; Οι άρχοντες έπρεπε να φροντίζουν ώστε η δημόσια πλατεία να μένει «καθαρή από κάθε είδους εμπόρευμα»· ήταν τόπος απαγορευμένος στον «βιοτέχνη, στον χωρικό και σε κάθε άτομο αυτού του είδους».[22] Επομένως οι Πενέστες, οι εργαζόμενοι που συναποτελούσαν την κατώτερη κοινωνική τάξη, αποκλείονταν. Αφού δεν είχαν τίποτα, δεν ήσαν τίποτα. Ένα ανώνυμο , χωρίς δικαιώματα, πλήθος. Πέντε (5) αιώνες αργότερα, ο Κικέρων η πιο συγκροτημένη πνευματικά μορφή της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, διευκρίνιζε τι σήμαινε «ελευθερία» γι’ αυτόν: σήμαινε «ελευθερία από» την εξουσία των άλλων και «ελευθερία για» συγκλητικούς, σαν τον ίδιο, να ασκούν εξουσία και να απαιτούν σεβασμό, απολαμβάνοντας, παράλληλα, την «ισότητα» με τους ομοίους τους. Μετά ταύτα, γίνεται απόλυτα κατανοητό για ποιόν λόγο θεωρούσε την μυστική ψηφοφορία «σκέτη καταστροφή».[23] Αλλά και οι εξεγερθέντες δούλοι της Ρώμης με επικεφαλής τον Σπάρτακο, εκείνον τον γενναίο, μεγαλόψυχο και υψηλόφρονα μαχητή, υπέρ ποιάς «ελευθερίας» πολεμούσαν; Αγωνίζονταν να κερδίσουν την δική τους ελευθερία, κατά προτίμηση μετά από άφθονες λεηλασίες. Με εξαίρεση τον υψηλόφρονα αρχηγό τους, δεν είχαν στόχο να επιτεθούν στον θεσμό της δουλείας γενικά. Ήσαν βασανισμένοι και απεγνωσμένοι άνθρωποι που στερούνταν κάθε ευγενούς στόχου. Έτσι, εάν οι εξεγερμένοι σκλάβοι είχαν κάποια σύντομη επιτυχία, δεν ήξεραν να κάνουν τίποτε καλύτερο από το να μιμούνται τα πρώην αφεντικά τους. Η διαφθορά, η εκπηγάζουσα από το πνεύμα της Ρώμης, ήταν τόσο μεγάλη ώστε να εκμηδενίσει κάθε παρόρμηση των ανθρώπων προς την ελευθερία. Γι αυτό, οι ίδιοι οι εξεγερθέντες δούλοι σύντομα απέκτησαν δικούς τους δούλους![24]
Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι οι δούλοι πριν απελευθερωθούν δεν πολυλογαριάζονταν. Ασφαλώς η θέση του δούλου ήταν πάντοτε εξαιρετικά αβέβαιη. Αλλά σε μερικούς δούλους πλούσιων κυρίων επιτράπηκε να ευδοκιμήσουν, ακόμα και να αποκτήσουν δικούς τους δούλους! Εκείνοι οι δούλοι των δούλων λέγονταν vicarii το δε χρηματικό αντίτιμο που κατέβαλε ο δούλος (πάντα με την προηγούμενη συναίνεση του κυρίου του) προκειμένου να αγοράσει δικό του δούλο λεγόταν peculium. Στην προκειμένη περίπτωση ο δούλος που δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει την προσωπική του ελευθερία, συμβιβάζονταν, εάν και όταν του επιτρέπονταν να συγκεντρώσει το peculium, ν’ αποκτήσει δικό του δούλο. Έτσι, ήταν δούλος και δουλοκτήτης ταυτόχρονα. Η θανατερή, αποτροπιαστική, επίδραση της δουλείας πάνω στον άνθρωπο σ’ όλο της το απεχθές μεγαλείο. Επρόκειτο όντως, για καρκινώδη πάθηση.[25]                           
Δίκην επιμέτρου
V
Η προηγηθείσα εν τάχει ιστορική αναδρομή ελπίζουμε να κατέδειξε τούτο: οι γλωσσικές επιλογές των εκάστοτε αρχόντων (και των μαστροπών της κοινής γνώμης που καταρρυπαίνουν σήμερα τις τηλεοπτικές μας οθόνες), βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την ευτέλεια και την ιδιοτέλεια της σκέψης τους. Αν στα «μεγάλα διανοήματα αντιστοιχεί ανάλογη γλωσσική διατύπωση»[26], τότε, κατ’ αντιδιαστολήν, στις ευτελείς και ταξικά ιδιοτελείς σκέψεις αντιστοιχούν επινοημένα λεξήματα και βάναυση σημασιολογική αλλαγή καθιερωμένων λέξεων. Πρόκειται για τεχνητό εγχείρημα («δεν είναι στο χέρι μας να σημαίνουν οι λέξεις εκείνο που εμείς θέλουμε») την επίδραση του οποίου, όμως, επιβάλλεται να μην υποτιμούμε. Η ιστορία διδάσκει πως σε περιόδους κοινωνικής έντασης, οξυμένης ανασφάλειας και υπαρξιακής αβεβαιότητας, αυτές οι «νέες λέξεις», αυτά τα λεξήματα και η αυθαίρετη επανασημασιολόγηση παλαιών, καθιερωμένων λέξεων, κατακτούν τα πλήθη, τροφοδοτούν τον patrouillotisme και ανατροφοδοτούνται απ’ αυτόν. Για να παραφράσουμε τον Terentianous Maurus, «η τύχη του πιο πάνω τεχνητού εγχειρήματος εξαρτάται από την ευφυΐα των ΄΄αποδεκτών΄΄ του».[27]
Ωστόσο, όταν οι ΄΄αποδέκτες΄΄ είναι τα αλαλάζοντα στίφη των συλλαλητηρίων, που διοργανώνουν οι οιονεί εθναρχούντες αρχιερείς μας, οι «επαγγελματίες Έλληνες» και οι οψιγενείς και οψιφανείς «Μακεδονομάχοι του διβανίου», θα έχουν την ευφυΐα να διακρίνουν την βαθειά ταξικότητα και εξουσιαστικότητα των κινήτρων που καθοδηγούν τις γλωσσοπλαστικές επιδόσεις των κρατούντων; Θα μπορούν να συνδέσουν την «λαϊκή», «εθνική» και «πατριωτική» ρητορεία τους με τις ταξικά και εξουσιαστικά ιδιοτελείς προθέσεις τους; Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ένα minimum μιας στοιχειώδους λογιοσύνης και πνευματικής καλλιέργειας των «αποδεκτών» η οποία μάλλον απολείπεται προς το παρόν… Η ιστορία ενδέχεται να μας διδάξει μόνον, ότι υπήρξε, όχι τι οφείλει να υπάρχει. Μπορεί, όμως, να λειτουργήσει ως πυξίδα που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια μελλοντική και καλύτερη κατάσταση της ανθρώπινης κοινωνίας.[28] Μ’ αυτήν την έννοια «Ό,τι καλύτερο μας προσφέρει η ιστορία», λέει ο Γκαίτε, «είναι ο ενθουσιασμός που προκαλεί»[29] Αρκεί, βέβαια, να διαβάζουμε εντίμως τα γεγονότα, να μην τα προσαρμόζουμε στα προκατασκευασμένα θεωρητικά σχήματά μας. Η αβυσσαλέα προχειρότητα, η δημοσιογραφική προφάνεια και η απλοϊκή πίστη του κομματικού προπαγανδιστή σε εύκολες και ολοκληρωμένες λύσεις, ΔΕΝ μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην προελαύνουσα αντιδραστική παλινδρόμηση. Κανέναν ενθουσιασμό δεν προκαλεί!

                                              4 – ΙΙ – 2018
                                            Πέτρος Πέτκας

Σημειώσεις:
1)      Η έμφαση και η υπογράμμιση στο κείμενο του άρθρου μας ανήκει εξ ολοκλήρου σε εμάς
2)      Patrouillotisme: Αμετάφραστο γαλλικό λογοπαίγνιοˑ στην έκφραση «patrouillotisme» συμπλέκονται οι λέξεις πατριωτισμός (patriotisme) και patrouiller (περιπολώ, τσαλαβουτώ στις λάσπες, κυλιέμαι στον βόρβορο). (Patrouillotisme), λοιπόν, σημαίνει «πατριωτισμός του βόρβορου». (βλ. Georges Lefebvre, Η Γαλλική Επανάσταση, σε μετάφραση Σπύρου Μαρκέτου, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003, σελ. 168).        



[1] βλ. Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα από την Πράγα, σε μετάφραση της Τούλας Σιετή. Εκδόσεις Κίχλη και τα Πράγματα, Αθήνα, Δεκέμβρης 2015, σελ. 409,403,404,405.
[2] βλ. Ερνστ Κασσίρερ, Ο μύθος του Κράτους, σε μετάφραση των Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου και Στέφανου Ροζάνη, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 2008, σελ. 387,388.
[3] βλ. ό.π, σελ.33.
[4] βλ. ό.π σελ. 171, 202, 210.
[5] βλ. ό.π, σελ. 158,170.
[6] Βλ. ό.π, σελ. 171.
[7] βλ. την ενδιαφέρουσα μονογραφία του Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμου (Χριστόπουλου), Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, έκδοση του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονική, 1972, σελ. 322.
[8] Παρατίθεται ό.π, σελ. 322 και 323 σε εκτενή υποσημείωση.  
[9] βλ. Αlbin Lesκy, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τόμος Β΄ (Ο Ευριπίδης και το τέλος του είδους), σε μετάφραση Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη, ΜΙΕΤ, Πέμπτη (5) ανατύπωση, Αθήνα, 2010, σελ. 425,424.
[10] βλ. Miguel de Unamuno, Το τραγικό αίσθημα της ζωής, σε μετάφραση Η.Π Νικολούδη, β΄έκδοση, εκδόσεις PRINDA, Αθήνα, 2013, σελ. 98,157,158.
[11] βλ. W.K.C. Guthrie,  Ο Ορφέας και η αρχαία ελληνική θρησκεία, σε μετάφραση της Χαρίκλειας Μήνη, Ινστιτούτο του βιβλίου – Α.Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 402. 
[12] βλ. Albin Lesky, ό.π, σελ. 380 όπου και παρατίθεται
[13] βλ. ΠΡΙΝ της 21-1-2018 σελ 6
[14] βλ. Τί πιστεύω, σε μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου, Πατάκης, Αθήνα, 2013, σελ. 125
[15] βλ. Albin Lesky, ό.π, σελ. 296, 112, 397
[16] Βλ. Θουκυδίδου Ιστορία, Γ΄ (82-83). σε μετάφραση Αγγέλου Σ.Βλάχου, όγδοη ανατύπωση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2005, σελ. 66-68.
[17] βλ. Albin Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Νέα ελληνική έκδοση αναθεωρημένη, σε μετάφραση Αγαπητού Γ. Τσομπανάκη, εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014, 2015, σελ. 165,167,166.
[18] βλ. Χ.Θεοδωρίδη, Επίκουρος, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, χ.χ σελ. 27-29.
[19] βλ. ΠΡΙΝ της 24-5-2015 σελ. 20 όπου άρθρο – βιβλιοκρισία του Χρήστου Κεφαλή, επίσης βλ. Πέτρου Πέτκα, «Αριστερές» Πλατωνικές παρανοήσεις, Σκαντζόχοιρος, τεύχος 2, Ιούλιος 2015, σελ. 11-31.
[20] βλ. Albin Lesky, ό.π, σελ. 202,203,205,212.
[21] βλ. ό.π, σελ. 206 ως και Gustave Glotz, η ελληνική «πόλις», σε μετάφραση της Αγνής Σακελλαρίου, Δ’ έκδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, σελ. 115.
[22] Βλ. Gustave Glotz, ό.π, σελ. 91.
[23] βλ. Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Ο κλασικός κόσμος, σε μετάφραση Δημήτρη Στεφανάκη και Όλγας Παπακώστα, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2006, σελ. 495,496.
[24] βλ. Ρόμπιν Λέιν Φοξ, ό.π, σελ. 471 και Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, τόμος Δ’, σε μετάφραση Γιάννη Καρύτσα, εκδόσεις Άρδην, Αθήνα, Οκτώβρης 2012, σελ. 66.
[25] βλ. το μνημειώδες έργο του G.E.M. DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Από την αρχαϊκή εποχή ως την Αραβική κατάκτηση, σε μετάφραση Γιάννη Κρητικού, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1998, σελ. 192-3,98,99,73,74.
[26] Αριστοφάνης Βάτραχοι, 1054 κ.ε – Ο Αριστοφάνης βάζει στο στόμα του Αισχύλου
[27] πρβλ. Έρνστ Κασσίρερ, Ο μύθος του κράτους, ό.π, σελ. 165 όπου και παρατίθεται το απόφθεγμα «pro captu lectoris habent sua fata libelli» - Η τύχη ενός βιβλίου εξαρτάται από την ικανότητα των αναγνωστών του – στο έργο De literris, syllabis et metris, στίχ.1286.
[28] βλ. ό.π σελ. 251-2.
[29] Παρατίθεται στο Ernst Cassirer, Η ιδέα του ρεπουμπλικανικού πολιτεύματος, σε μετάφραση Γιώργου Ανδρουλιδάκη, ΜΙΕΤ (στην σειρά minima), Αθήνα, 2013, σελ. 46.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου